Εισαγωγή, επιλογή και παράθεση κειμένων – αποσπασμάτων του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)

Το κάστρο του Διδυμοτείχου.
Το Διδυμότειχο και η περιφέρειά του παρουσιάζουν μία πλούσια λαογραφική παράδοση, ανάλογη βεβαίως με την ιστορία και τα μνημεία της περιοχής. Στη παράδοση αυτή εντάσσονται πολλά ήθη και έθιμα, των οποίων η απαρχή χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ένα από τα πολύ γνωστά έθιμα – δρώμενα της περιοχής μας είναι και αυτό του Κιοπέκ Μπέη, το οποίο πραγματοποιείται την περίοδο της αποκριάς στην πόλη του Διδυμοτείχου, καθώς και στα γύρω χωριά της περιφέρείας του. Παρακάτω θα παραθέσουμε κείμενα – αποσπάσματα που αναφέρονται και αναλύουν το έθιμο του Κιοπέκ Μπέη, σε μία προσπάθεια να συνοψιστούν οι πληροφορίες και να αποτελέσουν πηγή ενημέρωσης για τους νεότερους και ενθύμησης για τους παλαιότερους.
Τα κείμενα – αποσπάσματα που αφορούν τη διεξαγωγή του Μπέη στο Διδυμότειχο καταχωρήθηκαν σύμφωνα με τη χρονική περίοδο που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έθιμο – δρώμενο, ακολούθως παραθέτουμε λαογραφικά στοιχεία που σχετίζονται με τα χωριά της περιφέρειας Διδυμοτείχου, όπως παρακάτω :
Α. Κιοπέκ Μπέης Διδυμοτείχου, του Γρηγόρη Π. Ευθυμίου, Καθηγητή και Συγγραφέα, δημοσιευμένο στο Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, Τόμος 19 (1954), σελ 153-160, «Αρχαιολογικά – Λαογραφικά Διδυμοτείχου (το κείμενο παρατέθηκε κατόπιν απλούστευσης του στη νέα ελληνική γλώσσα και όπου θεωρήσαμε απαραίτητο, παραθέσαμε επεξηγηματικά σχόλια εντός παρενθέσεων).
Β. Το Καρναβάλι της Καθαρής Δευτέρας – Ο Κιοπέκ Μπέης, του Στρατή Τσιρταβή, Δημοσιογράφου και Συγγραφέα, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Θρακικός Οιωνός» τεύχος ΙΔ’ θέρος 2001, Αλεξανδρούπολη «Εικόνες από το παλιό Διδυμότειχο και τον Έβρο», σελ. 15-16.
Γ. Ο Μπέης – Ιστορικό και Λαογραφικό Έθιμο Διδυμοτείχου του Πασχάλη Κοντού, Δασκάλου και Λαογράφου, μελέτη που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1988, παρατίθενται αποσπάσματα της μελέτης.
Δ. Το έθιμο του Μπέη, από το βιβλίο του Θεοχάρη Βολάνιου, Δασκάλου και Συγγραφέα, «Το Διδυμότειχο διά μέσου των αιώνων», έκδοση του Δήμου Διδυμοτείχου 2002, απόσπασμα, σελ 322-323.
Ε. Το έθιμο του Κιοπέκ Μπέη, από το βιβλίο του Δρ. Θανάση Γουρίδη Πολ. Μηχανικού – Αρχαιολόγου και Συγγραφέα «Τα κρυμμένα πρόσωπα του Ιανού-Διδυμότειχο, μία αέναη περιπλάνηση», έκδοση του Δήμου Διδυμοτείχου 2018, απόσπασμα, σελ 265.
Z. Το έθιμο του Μπέη, Απόκριες και Καθαρά Δευτέρα στη Θράκη, του Δημήτρη Βραχιόλογλου, Εκπαιδευτικού, Λαογράφου, Δημοσιογράφου, Συγγραφέα και Χοροδιδασκάλου, δημοσιευμένο στις ιστοσελίδες https://www.archaiologia.gr/ – amna.gr (Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων).
Η. Το έθιμο του Μπέη στους Ασβεστάδες, του Πασχάλη Λιγούδη, Λαογράφου και Χοράρχη, παράθεση αποσπασμάτων από την ιστοσελίδα elthraki.gr.
Α. ΚΙΟΠΕΚ ΜΠΕΗΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ
Μία από τις αρχαιότερες Θρακικές εορτές, που έχει τις ρίζες της στη μυθική εποχή και συνδέεται με τη λατρεία του Διονύσου είναι και η γιορτή (δρώμενο – έθιμο) του Κιοπέκ Μπέη, η οποία διατηρείται μέχρι τις μέρες μας (κιοπέκ στα τουρκικά είναι ο σκύλος και μπέης ήταν ανώτερος διοικητικός τίτλος στην Οθωμανική αυτοκρατορία δηλαδή ο μπέης διοικητής των σκυλιών).
Πλήρη περιγραφή της εορτής αυτής, που πραγματοποιείται και σε άλλες πόλεις της Θράκης, όπως διεξάγεται κυρίως στο Ορτάκιον (σημερινό Ιβαΐλοβγκραντ Βουλγαρίας), έχουμε από αυτόπτες μάρτυρες, οι οποίοι έχουν παρακολουθήσει τα δρώμενα και τα έχουν καταγράψει[1].
Κατά την τέλεση όμως των δρωμένων υπάρχουν πολλές παραλλαγές και διαφοροποιήσεις, από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό. Παραλλαγές που δικαιολογούνται όχι τόσο από τις αλληλεπιδράσεις, αλλά από το λαϊκό πνεύμα που επιβάλλει αλλαγές και βελτιώσεις.
Μία χαρακτηριστική παραλλαγή έχουμε και στην παράσταση (δρώμενο) του Κιοπέκ Μπέη στο Διδυμότειχο, η οποία αιτιολογείται από το συνδυασμό του αγροτικού και αστικού βίου και των καθιερωμένων συνηθειών αυτού. Η παράσταση του Κιοπέκ Μπέη είναι βεβαίως καθαρώς αγροτική, αλλά στο Διδυμότειχο το τελετουργικό της δέχθηκε επίδραση αστικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτό ο Κιοπέκ Μπέης Διδυμοτείχου αποτελεί λαϊκή διονυσιακή παράσταση, η οποία διαθέτει ιδιαίτερο και ιδιότυπο χαρακτήρα. Έτσι εξηγείται το γεγονός, ότι ο Κιοπέκ Μπέης, όπως παρουσιάζεται στο Διδυμότειχο, αποτελεί κράμα των «Καλογήρων»[2] της Βιζύης και του Μπέη του Ορτακίου.
Ο Κιοπέκ Μπέης είναι λαϊκή παράσταση που τη διοργανώνουν οι αγρότες του Διδυμοτείχου, οι οποίοι μάλιστα αποδίδουν την κακή σοδιά στο γεγονός ότι το έθιμο διακόπηκε από το 1935. Επίσης πιστεύουν, ότι η καλή ή κακή συγκομιδή εξαρτάται από αυτόν που υποδύεται τον Μπέη. Γι’ αυτό αποφεύγουν ν’ αναθέτουν το «αξίωμα» σε άτομα που έχουν χαρακτηριστεί ως γρουσούζηδες.
Κατά την παράσταση του δρωμένου του Μπέη, όπου βλέπουμε να διασώζεται το πρωταρχικό κύτταρο της τραγωδίας ως μίμηση κατ’ εξοχήν των παθημάτων του Διονύσου, στα οποία ούτε σκυλιά υπάρχουν, ούτε μεθύστακες, λαμβάνουν μέρος τα παρακάτω πρόσωπα, ως μέλη λαϊκού θιάσου, τα οποία έχουν προδιαγεγραμμένο ρόλο, κατά το άγραφο τυπικό, που διατηρείται στη μνήμη του κάθε συμμετέχοντα, δίχως να έχει διδαχθεί τις μιμητικές κινήσεις και το περιεχόμενο του δρωμένου.
Ο Μπέης : Φοράει μακρύ πανωφόρι από δέρμα προβάτου, με το οποίο καλύπτει όλο του το σώμα. Στο κεφάλι του φοράει κάλυμμα σχήματος στρογγυλό, το οποίο στην κορυφή του φέρει δύο ελικοειδή κέρατα ταύρου. Επίσης στο πρόσωπό του τοποθετεί μία μακριά γενειάδα, και πάλι από δέρμα προβάτου. Γύρω από τον λαιμό του φοράει περιδέραιο από καρούλια (ξύλινοι κύλινδροι), στο αριστερό του χέρι κρατάει τσιμπούκι κατασκευασμένο από γκαρτσούνα (κολοκύθι), και αντί για καπνό καίει άχυρα, τα οποία κάνει πως τα καπνίζει. Στο δεξί του χέρι κρατάει μικρό ξύλο ξυσμένο στη μία άκρη σε σχήμα κονδυλοφόρου. Τον ¨κονδυλοφόρο¨ αυτό με έναν κωμικό τρόπο τον βυθίζει στα οπίσθια του γαϊδάρου, απ’ όπου λαμβάνει την ¨μελάνη¨ και με τον τρόπο αυτό καταχωρεί στη διφθέρα (κατεργασμένο κομμάτι δέρματος – τεφτέρι), την οποία έχει κάτω από τη μασχάλη του, τα επιβαλλόμενα πρόστιμα. Όλα αυτά τα πραγματοποιεί καθήμενος ανάποδα επάνω στο γαϊδούρι, έχοντας δηλαδή μπροστά του τα οπίσθια του ζώου.
Για να φαίνεται μεγαλοπρεπέστερος ο Μπέης έχει πάντα κοντά του έναν υπασπιστή, ο οποίος ντύνεται με έναν τρόπο κωμικώς αξιοθρήνητο, προκειμένου η εμφάνιση του να προσδίδει έναν χαρακτήρα σκλάβου (ραγιά). Ο υπασπιστής του Μπέη φοράει στο κεφάλι του κωνοειδή καούκα (προχειροφτιαγμένο κάλυμμα κεφαλής για προστασία από τον ήλιο ή για χρήση του στις απόκριες), η οποία καταλήγει σε σουβλερό σχήμα που φθάνει σε ύψος τα 80 εκατοστά, επίσης φοράει πουτούρια (παραδοσιακός τύπος παντελονιού) και το πρόσωπό του είναι βαμμένο με μαύρο χρώμα.
Η κατσιβέλα : Τον ρόλο της κατσιβέλας υποδύεται ένας άνδρας, ο οποίος βάφεται καταλλήλως και φοράει ενδυμασία, όμοια με αυτή που φοράνε οι κατσιβέλες της περιοχής. Στα χέρια του κρατάει κρόταλα (ζίλια), τα οποία κρούει κατά τη διάρκεια του δρωμένου. Το ντύσιμό του είναι έτσι φτιαγμένο ώστε με την πρώτη ματιά να φαίνεται ότι η κατσιβέλα είναι έγκυος, ενώ παράλληλα αναζητεί συνεχώς τον σύζυγό της. Για την αναζήτηση αυτή ενδιαφέρεται και ο Μπέης. Από τους ανθρώπους που παρακολουθούν το δρώμενο, συλλαμβάνεται ένας τυχαία, ο οποίος θεωρείται ότι είναι ο σύζυγος της κατσιβέλας, για την απελευθέρωση του οποίου θα πρέπει να καταβληθούν λύτρα. Στο πρόσωπο της εγκυμονούσας κατσιβέλας, η οποία φέρει στην κοιλιά της παιδί κλεψίγαμο (νόθο), και την συνοδεύει όλος ο ¨θίασος¨ με χορούς και κροταλίσματα, βλέπουμε σε συμβολισμό την τροφό του Διονύσου Κοττυτώ, η οποία κατά τη μυθολογία ήταν μια αρχαία Θρακική οργιαστική θεότητα.
Η χωρική (χωριατοπούλα) : Και αυτό τον ρόλο υποδύεται άνδρας, ο οποίος ντύνεται με παραδοσιακή χωριάτικη ενδυμασία και κρατάει μία ρόκα, με την οποία γνέθει το μαλλί. Όπως και η κατσιβέλα έτσι και η χωριατοπούλα είναι έγκυος και αναζητά μεταξύ του πλήθους τον σύζυγό της, ο οποίος την εγκατέλειψε.
Αι δύο κόραι (οι δύο κόρες) : Τον ρόλο των δύο κοριτσιών υποδύονται άνδρες νεαρής ηλικίας. Οι νεαροί φροντίζουν να είναι ντυμένοι με τα καλύτερα γυναικεία φορέματα και κοσμήματα. Στα χέρια τους κρατάνε κρόταλα και συνεχώς χορεύουν με έναν όμως σεμνοπρεπή ρυθμό.
Ο κατσίβελος : Αυτός ως μοναδικό ρόλο έχει το παίξιμο του νταουλιού, τον υποδύεται ένας γεωργός, ο οποίος είναι ντυμένος με πουτούρια και το πρόσωπό του είναι βαμμένο μαύρο, για να ομοιάζει με κατσίβελο. Για να δημιουργεί μία έντονη χρωματική αντίθεση σε σχέση με το μαύρο χρώμα του προσώπου του, τυλίγει τα δόντια του με φλοιούς από κρεμμύδια, έτσι ώστε να φαίνονται πολύ λευκά.
Τρεις Ζαπτιέδες ή Καβάσηδες (χωροφύλακες ή κρατικοί υπάλληλοι) : Τον ρόλο αυτό υποδυόταν τρεις νέοι ρωμαλέοι (πρώτο μπόι), οι οποίοι φορούσαν το εθνικό ένδυμα, δηλαδή : φουστανέλα, τσαρούχια κλπ. Προφανώς τα πρόσωπα αυτά εντάχθηκαν στο δρώμενο του Μπέη κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, και για λόγους εθνικούς – πατριωτικούς παρέμειναν έως σήμερα.
Εις Γκαϊντατζής : Αυτός είναι πάντα επαγγελματίας οργανοπαίχτης και παίζει τον άσκαυλο (γκάιντα), δίνοντας τον τόνο και τον ρυθμό στον χορό.
Δύο ζούζουλα : Αποτελούν μία περίεργη εμφάνιση δύο φαντασμάτων. Επάνω στο κεφάλι τους φέρουν ένα μεγάλο πανέρι, το οποίο καλύπτεται με κουβέρτα, έτσι ώστε το κεφάλι τους να λαμβάνει ένα σχήμα πεπλατυσμένο. Από τη μέση και κάτω φοράνε μεγάλη βράκα, η οποία φθάνει μέχρι τους αστραγάλους. Τα πρόσωπά τους, όπως και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος είναι τελείως κρυμμένα. Το πιο περίεργο είναι ότι στη ζώνη του καθενός τοποθετείται ένα λευκό χαρτί, στο οποίο ζωγραφίζεται ένα πρόσωπο παιδιού μικρής ηλικίας με κωμική έκφραση.
Εις ιατρός : Αποτελεί διακωμώδηση του ιατρικού επαγγέλματος. Ο γιατρός φοράει μακρύ νυχτικό και στο κεφάλι του κυλινδρικό χάρτινο καπέλο ύψους 50 εκατοστών, στο μέσο του οποίου υπάρχει ζωγραφισμένος ο ερυθρός σταυρός, χαρακτηριστικό του ιατρικού επαγγέλματος. Τα ιατρικά εργαλεία που φέρει μαζί του αποτελούνται από τα πιο απίθανα αντικείμενα. Τα ακουστικά είναι φτιαγμένα από κατεστραμμένους λαμπτήρες, αντί για σύριγγα κρατάει ένα χονδρό ξύλο και διάφορα φιαλίδια, που περιέχουν πολύχρωμα υγρά. Επίσης ο γιατρός φοράει γυαλιά και μικρό ψεύτικο γένι στο πιγούνι (υπογένειο). Η όλη εμφάνιση συνιστά κωμική απομίμηση των παλαιότερων Ασκληπιάδων, όπως τους αντιλαμβανόταν ο λαός μέσω της σκωπτικής (σατιρικής) του διάθεσης. Το έργο του ιατρού συνδράμει ένας νοσοκόμος, ο οποίος φοράει μακρύ λευκό ένδυμα, στρόγγυλο καπέλο και κουβαλάει φιαλίδια που περιέχουν απομιμήσεις φαρμάκων. Τόσο ο γιατρός όσο και ο νοσοκόμος επαγρυπνούν δήθεν για την υγεία των μελών του θιάσου. Αυτό όμως δεν εμποδίζει να εξετάζουν και οποιονδήποτε από τους παρισταμένους που παρακολουθούν το δρώμενο. Χαρακτηριστικά εξετάζουν το σφυγμό, τα ακροαστικά της ωμοπλάτης και διατάζουν να χορηγηθούν στους ασθενείς τα πιο κωμικά φάρμακα, αφού βεβαίως διαγνώσουν ¨εμβριθώς¨ τη φύση της ασθένειας.
Εις Εβραίος : Ο ρόλος αυτός αποτελεί μία πάρα πολύ πετυχημένη απομίμηση του γνωστού τύπου του Εβραίου εμπόρου (μέχρι το 1943 υπήρχαν πολλοί Εβραίοι έμποροι στο Διδυμότειχο). Ο υποδυόμενος τον Εβραίο φέρει ψεύτικο μαύρο γένι στο πιγούνι από δέρμα κατσικιού και φοράει βράκα. Στην πλάτη του έχει μεγάλη τεχνητή καμπούρα και στους ώμους του κρέμεται ένα πανέρι, το οποίο περιέχει τα πιο αστεία καλλυντικά, δηλαδή : πούδρα από ψιλό αλεύρι, ελαιόλαδο για τα μαλλιά, κουβαρίστρες και διάφορα φιαλίδια που περιέχουν τα μυστικά της γυναικείας ωραιότητας.
Της τύχης τα πουλάκια : Τον ρόλο αυτό υποδύεται άνδρας που φοράει βράκα και κοντογούνι. Στην πλάτη του φέρει μια τεχνητή καμπούρα και στους ώμους κρέμεται κλουβί, μέσα στο οποίο υπάρχει ένα περιστέρι. Επάνω από αυτό υπάρχει μία μικρή παγίδα με πιασμένο έναν ποντικό. Με το δεξί του χέρι χτυπάει ένα κουδούνι και προσκαλεί τους πάντες, ιδίως τις γυναίκες, ώστε «να δουν την τύχη τους» και παράλληλα μοιράζει φύλλα από παλιό ημερολόγιο, στα οποία είναι γραμμένοι λαϊκοί ερωτικοί στίχοι. Ανάλογο θέαμα είδαμε προ ημερών στην Αγία Ελένη Σερρών με ένα κλουβί πουλιά και τρία ελεύθερα περιστέρια. Της τύχης τα πουλάκια. Το πουλάκι καλούμενο τσιμπά και αποσπά από ένα κουτί ένα χαρτάκι με ένα τετράστιχο που καθορίζει την τύχη. Το χαρτάκι με το ράμφος τους το προσυπογράφουν και τα περιστέρια.
Η αρκούδα και ο αρκουδιάρης : Τον όλο θίασο συμπληρώνουν οι υποδυόμενοι την αρκούδα και τον αρκουδιάρη. Την αρκούδα υποκρίνεται άνδρας ντυμένος μέχρι τα νύχια με γούνα λευκή, στο πρόσωπό του τοποθετεί ανάλογη καλύπτρα. Ο αρκουδιάρης φορεί πουτούρια, ποδήματα (παπούτσια) και καλπάκι (κάλυμμα κεφαλής) και το πρόσωπό του είναι βαμμένο μαύρο. Για τον χορό της αρκούδας τραγουδάει ειδικά άσματα κτυπώντας τον νταϊρέ (ντέφι).
Αυτά είναι τα πρόσωπα, τα οποία απαρτίζουν τον θίασο του Κιοπέκ Μπέη. Όπως αναφέραμε αρχικά στο δρώμενο του Κιοπέκ Μπέη Διδυμοτείχου εισχώρησαν στον θίασο και πρόσωπα με αστικές αντιλήψεις και συνήθειες. Για τον λόγο αυτό παρουσιάζεται η μεγάλη ποικιλία των συνοδών, του υπό τουρκική ονομασία (Κιοπέκ Μπέη) Διονυσίου Ζαγρέως.
Η όλη προπαρασκευή της εορτής ξεκινάει ημέρες πριν, προκειμένου να βρεθούν τα κατάλληλα πρόσωπα καθώς και οι κατάλληλες ενδυμασίες των συμμετεχόντων στον θίασο. Το πρωί της επίσημης εναρκτήριας εμφανίσεως, η συνοικία απ’ όπου έχει ως αφετηρία ο θίασος, δονείται από τους ήχους της γκάιντας και του τυμπάνου, καθώς και από τα περιπαικτικά λόγια των χορευτών και τις επιφωνήσεις (εκφράσεις θαυμασμού) προς τις παρευρισκόμενες γυναίκες, προς τις οποίες εκδηλώνουν διαθέσεις επιθετικές. Το ξεκίνημα γίνεται πάντα από αγροτική συνοικία του Διδυμοτείχου.
Ο ποικιλώνυμος αυτός θίασος, ο οποίος αποτελεί αληθινή αναπαράσταση των λαϊκών διονυσιακών εορτών, περνάει από τις διάφορες συνοικίες της πόλης και επισκέπτεται τις αρχές και τα καταστήματα. Όπου βρεθεί χώρος ευνοϊκός (πλατύ μέρος), εξελίσσεται η παράσταση και ο καθένας από τους αυτοσχέδιους υποκριτές του θιάσου παίζει τον ρόλο του. Βεβαίως τα αστεία και τα ευτράπελα, ενίοτε χονδροκομμένα, ανήκουν στην ημερήσια διάταξη. Ο Μπέης βρισκόμενος επάνω στο γαϊδούρι, τελεί το διοικητικό του έργο φορολογώντας και καταγράφοντας με μεγαλοπρέπεια άρχοντα τους φορολογούμενους με κάθε τρόπο, ενώ παράλληλα δίνει ευχές για ευετηρία (καλή και καρποφόρα χρονιά) και ευλογεί σαν ιερωμένος.
Με αυτό τον τρόπο περιέρχονται σε όλη την πόλη και ακολούθως συγκεντρώνονται οι πάντες (μέλη του θιάσου και το πλήθος των θεατών) στη μικρή πλατεία της αγροτικής συνοικίας ¨τσαϊρια¨ (παλαιότερα ονομαζόταν ¨χλόη¨, σημερινή περιοχή του περιφερικού δρόμου στο βόρειο τμήμα της πόλης). Στο σημείο αυτό κατά τις μεσημβρινές ώρες διεξάγεται και το τελευταίο μέρος της γιορτής. Εκεί υπάρχει έτοιμο ένα σιδερένιο άροτρο. Στο άροτρο ζεύονται οι δύο κόρες του θιάσου, ο Μπέης κρατάει το άροτρο με το δεξί του χέρι και με το αριστερό ρίχνει αναμεμιγμένο σπόρο βαμβακιού μαζί με κριθαριού στο αυλάκι που δημιουργεί το άροτρο. Οι σπόροι του βαμβακιού και του κριθαριού, συμβολίζουν προφανώς την προσδοκώμενη ευκαρπία και τον πλούτο της παραγωγής. Ο σπόρος, τον οποίο ρίχνει ο Μπέης τον βρίσκει έτοιμο στο σινίκι (σνικ’ : ειδικό άβαθο μεταλλικό σκεύος όπου τοποθετούνταν οι σπόροι). Κατά τη διάρκεια της σποράς εύχεται «καλό καρπό ! καλή χρονιά ! Να γίνουν τα μπαμπάκια σας !».
Όταν τελειώσει η σπορά, τότε οι παριστάμενοι ορμούν και βάζουν φωτιά στο κάλυμμα με τα κέρατα που φοράει ο Μπέης, ο οποίος το ρίχνει αμέσως κάτω, ευχόμενος : «και του χρόνου καλλίτερα και καλά μπερκέτια».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο τελειώνει η όλη αναπαράσταση του Μπέη Διδυμοτείχου. Το χαρακτηριστικότερο δρώμενο που καταδεικνύει την αναμφισβήτητη διονυσιακή προέλευση του εθίμου είναι το ζέψιμο του αρότρου και η σπορά. Τη γιορτή αυτή του Μπέη οι παλαιότεροι την ονόμαζαν με μία λόγια διάθεση ως ¨Δημήτρια¨. Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει τι το σχετικό με τη λατρεία της Δήμητρας. Πιθανόν εδώ να αναπαριστάνεται ο Διόνυσος με την ιδιότητα της θεάς Δήμητρας, δηλαδή ως προστάτης της γεωργικής παραγωγής. Αυτό όμως καμία σχέση δεν έχει με την Δήμητρα, διότι πρόκειται για αμιγώς διονυσιακή εορτή.
Στο Ορτάκιοϊ ζεύονται στο άροτρο δύο αραπάδες, στην Βιζύη δέκα παλληκάρια. Στο Διδυμότειχο ζεύονται, όπως είδαμε, δύο κόρες. Μήπως αυτή η εκδοχή είναι συμβολικότερη από τις άλλες και συνδέεται απ’ ευθείας με τον μύθο της Κόρης και του Διονύσου ; Αν αυτό θεωρηθεί πραγματικότητα, τότε στην προκείμενη αναπαράσταση βρίσκουμε το πρωτόπλασμα του μύθου του Διονύσου και της Κόρης, όπως αυτό διαπλάστηκε και διαμορφώθηκε στην Θράκη.
Επίσης ένα άλλο στοιχείο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το κάψιμο του καλύμματος της κεφαλής του Μπέη. Τι άραγε αντιπροσωπεύει αυτή η πράξη ; Μήπως είναι αρχαιότατο κατάλοιπο πυρολατρείας ; Η μήπως συμβολίζει τον δια πυρκαγιάς θάνατο του Διονύσου υπό τη μορφή του Ζαγρέως, τον οποίο κατακεραύνωσε ο Δίας. Ότι συμπέρασμα και αν βγάλουμε παραμένει γεγονός, ότι κατά την πράξη της αρόσεως (όργωμα) και της σποράς διασώζεται αυτούσια η αρχαιότατη διονυσιακή λατρεία. Γι’ αυτό δικαίως οι σοφοί μελετητές της θρακικής ζωής και των θρακικών εθίμων, ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Ρωμαίος και ο Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου μελετώντας το δρώμενο του Κιοπέκ Μπέη το θεωρούν ως την βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε και διαμορφώθηκε η Τραγωδία, ως μίμηση των παθών του Διονύσου και τον πρωταρχικό πυρήνα της αναπαραστάσεως των τραγικών σχημάτων της αρχαιότητας κατά την εξέλιξή της[3].
Το πανάρχαιο αυτό έθιμο, το οποίο διασώθηκε κατά την μακρά και δύσκολη ιστορική πορεία της Θράκης μέσα από σκλαβιές και αιματοχυσίες, διατηρήθηκε μετ’ ευλαβείας στην ψυχή του αγροτικού (γεωργούντος) θρακικού λαού και μέχρι σήμερα αναπαριστάται, αποδεικνύοντας την προσήλωση των Θρακών στις παραδόσεις τους και στη στενή φυλετική τους συγγένεια προς τους υπόλοιπους Έλληνες.
Β. ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ – Ο ΚΙΟΠΕΚ ΜΠΕΗΣ, ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΤΑΒΗ
Ο Στρατής Τσιρταβής στα κείμενα που συνέγραψε ανακαλώντας τις μνήμες του από το παλιό Διδυμότειχο της εποχής του μεσοπολέμου, αναφέρθηκε και στο έθιμο του Κιοπέκ Μπέη, στο κείμενο του με τίτλο «Το Καρναβάλι της Καθαρής Δευτέρας – Ο Κιοπέκ Μπέης». Παρακάτω παραθέτουμε το υπόψη κείμενο :
Το λαϊκό αυτό χαρούμενο πανηγύρι το θυμάμαι σαν όνειρο. Είναι όμως ζωντανό και τόσο ζωηρό, ώστε και τώρα ακόμη, που χρόνια ολόκληρα με φέρνουν πίσω οι μνήμες, ξαναζώ εκείνη την ξέγνοιαστη εποχή.
Γινόταν κάθε Καθαρή Δευτέρα κι όλοι μικροί – μεγάλοι, τρέχανε να σεργιανίσουν την παρέλαση του “Κιοπέκ Μπέη”, ονομασία τούρκικη, μια και το έθιμο κρατούσε από καιρό της Τουρκιάς και σίγουρα κάποιο σκύλο Μπέη θα θέλανε να κοροϊδέψουν. Από κάτι τέτοια οι Ρωμιοί βρίσκανε πολλά για να βγάλουν το άχτι τους στην καταπίεση και την αυθαιρεσία του κατακτητή. Η λαογραφία θα μπορούσε να βρει την άκρη της ετυμολογίας και η ηθογραφία να ξεδιαλύνει την ρίζα του εθίμου, γιατί, όπως και να το κάνουμε, με τον μοντερνισμό που μας δέρνει, πάμε να ξεχάσουμε κάθε τι που μας δένει με τον τόπο και με τις ρίζες μας. Ευτυχώς σε κατάσταση ευθυμίας, ξαναθυμόμαστε πότε – πότε την “Σουφλιωτούδα” και το “Χωρίον Μεταξάδες, Γιάννης Δήμαρχος”.
Και ξαναγυρίζοντας στο γραφικό αυτό έθιμο, βλέπω μέσα από την αχλύ του χρόνου, να ξεκινά η πομπή απ’ το μαχαλά της Πυροστιάς, ύστερα από μια πυρετώδη ετοιμασία που μέρες κράτησε, να φθάνει στο σπίτι του αειμνήστου δασκάλου μας Ποντίδη και από εκεί να κατηφορίζει για την αγορά. Προπορεύονται τα νταούλια και οι ζουρνάδες χαλώντας τον κόσμο και δίνοντας ένα πανηγυρικό τόνο. Μα και οι γκαϊντες δε λείπουν. Στη συνέχεια τα κορίτσια, άνδρες πουδραρισμένοι, μπογιατισμένοι, με περούκες, μακριά φουστάνια της εποχής, άσπρα γάντια ίσαμε τον αγκώνα κι ένα ζευγάρι ζίλια (καστανιέτες) στο χέρι. Περπατούσαν χορεύοντας και χτυπώντας ρυθμικά τα ζίλια στο σκοπό του ταμπουρά. Έπειτα έρχεται ο κουτσός γιατρός, ντυμένος στη βελάδα του, το πομπέ καπέλο, γκέτες στα πόδια και γυαλιά στα μάτια. Πηγαίνει κουτσαίνοντας, κρατώντας ένα κλύσμα κι άλλα σύνεργα της ιατρικής και φωνάζει: “Έφθασε κουτσός ο γιατρός απ’ τα Παρίσια”. Μετά ακολουθούσε το πουλάκι με τις τύχες και γινόταν χαλασμός από τα θηλυκά., ποια να πρωτοπάρει την τύχη της, που δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά τα φύλλα κάποιου ημερολογίου με τα συνηθισμένα στιχάκια: “Για μαύρα μάτια χάνομαι, για γαλανά πεθαίνω”.
Στη μέση της πομπής, καθισμένος μεγαλόπρεπα πάνω σ’ ένα πελώριο γάιδαρο, στολισμένο παρδαλά με κουδούνια, κορδέλες και πλουμιστά χράμια, πήγαινε το τιμώμενο πρόσωπο, ο “Κιοπέκ Μπέης”! Ντυμένος με μια πλούσια γούνα, κρατούσε στο ‘να χέρι το μεγάλο και μακρύ τσιμπούκι και στ’ άλλο το κομπολόγι με τις χονδρές κεχριμπαρένιες χάντρες. Εκείνο όμως που του ‘δινε την ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια ήταν το ψιλό διάδημα που ‘χε στο κεφάλι φτιαγμένο αριστοτεχνικά από ξυλάκια και πολύχρωμα χαρτάκια. Έμοιαζε σαν κάτι με το σημερινό “Κοτιγιόν” ή σαν κινέζικο μυθικό καπέλο. Προχωρούσε αργά, με ολύμπια γαλήνη, περιεργαζόταν τα πλήθη που τον χειροκροτούσαν και με μεγάλη συγκατάβαση, πότε – πότε σκορπούσε μειδιάματα και δεσποτικές ευλογίες. Ήταν ένας περίφημος καρνάβαλος, σε μια άλλη εκδοχή και σε μια αλλιώτικη εποχή.
Στο τέλος της παρέλασης έπαιρναν μέρος κι άλλα πρόσωπα, όπως ο πραγματευτής, μα ο χρόνος τα ‘χει πια ξεθωριάσει, ώστε να μην μπορώ να δώσω την πιστή τους εικόνα. Εκείνος όμως που θυμάμαι πολύ καλά, γιατί ήταν πολύ νόστιμο θέαμα, και μας τα παιδιά ξέχωρα μας τραβούσε, ήταν ο αρκουδιάρης με την αρκούδα. Η αρκούδα ήταν άνθρωπος ντυμένος με αρκουδοτόμαρα, που προσποιούταν την αρκούδα κατά παραγγελίες του αρκουδιάρη κι έκανε χίλια δυο καμώματα, που πολλά έφερναν τα γέλια και τα χάχανα. Όσο πιο επιτυχημένη ήταν η αρκούδα κι όσο πιο κέφι είχε, τόσο κι εμείς τρέχαμε πίσω της, παρά το τσουχτερό κρύο και πολλές φορές το κρυσταλλιασμένο χιόνι. Βλέπετε, Σαρακοστή χωρίς Μάρτη δε γίνεται, κι η Καθαρή Δευτέρα τις πιο πολλές φορές έπεφτε ή τέλη του Φλεβάρη ή αρχή του Μάρτη. Η άνοιξη αργούσε πολύ ακόμη να ‘ρθει και το χιόνι τον περισσότερο καιρό ήταν το μοναδικό στολίδι της γης την εποχή εκείνη.
Έτσι, τις καθαροδευτεριάτικες εκδρομές, τα κούλουμα της Αττικής και τόσο άλλα έθιμα, τ’ αντικαθιστούσε στο Διδυμότειχο ο Κιοπέκ Μπέης, π’ άνοιγε τη Σαρακοστή με θεάματα κι όχι με γαστρονομικά ξεφαντώματα σαν καλή ώρα τώρα.
Γ. Ο ΜΠΕΗΣ – ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΈΘΙΜΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑΛΗ ΚΟΝΤΟΥ
Ο αείμνηστος Διδυμοτειχίτης δάσκαλος και λαογράφος Πασχάλης Κοντός ιδρυτικό μέλος και Γραμματέας του Λαογραφικού Συλλόγου – Μπέης Διδυμοτείχου, ο οποίος ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1988, συνέγραψε και εξέδωσε μία μελέτη με τίτλο : Ο Μπέης – Ιστορικό και Λαογραφικό Έθιμο Διδυμοτείχου. Από τη μελέτη αυτή βάσει της οποίας ενημερωνόμαστε για την αναβίωση του εθίμου κατά τη δεκαετία του 80, καθώς και για νέα πρόσωπα και καταστάσεις που εντάχθηκαν στο δρώμενο, θα παραθέσουμε τα σημαντικότερα στοιχεία προσπαθώντας να μην επαναλάβουμε περιγραφές που καταγράφθηκαν ανωτέρω :
Τι είναι ο Μπέης : «Ο ΜΠΕΗΣ ή ΚΙΟΠΕΚΜΠΕΗΣ, που μεταφράζεται Μπέης, άρχοντας των σκυλιών, όπως αποκαλούσαν οι Τούρκοι τους σκλαβωμένους Έλληνες, είναι ένα ιστορικό και λαογραφικό έθιμο, που συναντά κανένας στο Διδυμότειχο και τα χωριά, που αναπτύσσονται και από τις δύο όχθες του Ερυθροποτάμου και του Άρδα. Αλλού πουθενά δεν απαντάται το έθιμο αυτό και ούτε μπορεί κανένας να το συσχετίσει μ’ οποιοδήποτε άλλο Διονυσιακό έθιμο. Να σημειώσουμε ότι στο έθιμο/δρώμενο του Μπέη δεν συμμετέχει ούτε μία γυναίκα παρά μόνο άντρες κατά το πρότυπο των τραγωδιών. Το έθιμο αναπτύσσεται μια φορά το χρόνο, και συγκεκριμένα μια Δευτέρα πριν την Καθαρά Δευτέρα».
Όσον αφορά την ημέρα διεξαγωγής του εθίμου να σημειώσουμε, ότι ο Τσιρταβής αναφέρει ότι γινόταν την Καθαρά Δευτέρα ενώ ο Κοντός μία Δευτέρα πριν, προφανώς για λειτουργικούς λόγους καθώς και θρησκευτικούς (λόγω της αυστηράς νηστείας της Καθαράς Δευτέρας), η μέρα διεξαγωγής μεταφέρθηκε.
Συνεχίζοντας το κείμενο ο Κοντός κάνει αναφορά στα πρόσωπα του θιάσου αναφέροντας τα εξής : «Βασικά στελέχη της παρδαλής συντροφιάς, εκτός από το χαρέμι και τους σωματοφύλακες, είναι ο Σείζης στο ρόλο του Υπασπιστή του Μπέη. Ο Γιατρός με τον Νοσοκόμο του, ΕΣΥ του Μπέη, ο Τσιφούτης, Κομπίνες και εμπόριο. Της Τύχης τα παλούκια, που λένε το μέλλον. Η τσιγγάνα στο γνωστό της ρόλο. Τα ζούζουλα, εκπρόσωποι του αόρατου κόσμου των φαντασμάτων. Το Γύφτικο ζευγάρι να μην έχουμε Απαρτχάιτ ρατσιστικό, Χωριανοί, τσολιάδες, Κλόουν, αρκούδες, μαϊμούνια και γορίλες με τους μάνατζέρ τους, καθώς και οι μουσικοί στον ψυχαγωγικό ρόλο και τέλος η γκαστρωμένη χωριανή, η φεμινίστρια γυνή, η πέτρα του σκανδάλου στον ρόλο της αποκάλυψης υψηλών προσώπων. Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι του κι αν σ’ αδικήσει ο δικαστής, σε ποιον να βρεις το χαμένο δίκιο σου; Στην τελευταία φάση γίνονται πολλά πράγματα. Η χωριανή διαβάζει τον φεμινιστικό της ρόλο, μετά ξεγεννά κι επάνω στη γέννα αποκαλύπτει πως το παιδί της το γέννησε από τον Μπέη. Ο μπέης αναγκάζεται να παραδεχτεί την πατρότητα και μπαίνει στον τελευταίο του ρόλο. Διαβάζει στο Κοράνι του, τον επίκαιρο σατυρικό του λόγο και στη συνέχεια στον ρόλο της σποράς, οργώνει με δύο γυναίκες του στον ζυγό. Σπέρνει με ευχές και το ρίχνει στον χορό. Πάνω στο χορό ένας τσολιάς βάζει φωτιά στο στέμμα του Μπέη κι ο δυνάστης πέφτει. Ο κόσμος πανηγυρίζει τον λυτρωμό του. Με χορούς παλλαϊκούς τελειώνει το έθιμο, ενώ οι φιγούρες κουρασμένες μια μια αποχωρούν».

Ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αθανασίου.
Αναφορικά με τις ρίζες του εθίμου η άποψη του Πασχάλη Κοντού είναι ότι, δεν πρόκειται για κατάλοιπο της Διονυσιακής λατρείας καθώς (όπως χαρακτηριστικά γράφει), δεν ήταν δυνατό να επιζήσει ένα αρχαίο ειδωλολατρικό κατάλοιπο στο Διδυμότειχο με τον χιλιόχρονο φανατικό Βυζαντινισμό. Κατά την άποψη του αειμνήστου δασκάλου το έθιμο του Μπέη στην περιοχή μας ξεκίνησε ως οργάνωση των Ρωμηών και αντίδραση κατά του εξισλαμισμού τον 16ο αιώνα. Είναι γεγονός πως στον επισκοπικό κατάλογο της Μητρόπολης Διδυμοτείχου υπάρχει ένα κενό 171 χρόνων μεταξύ των ετών 1394 – 1565 γεγονός που ερμηνεύτηκε, ότι η μητρόπολη ήταν ακέφαλη και λειτουργούσε με τοποτηρητή, με αποτέλεσμα το ποίμνιο να είναι πιο ευάλωτο στους εξισλαμισμούς. Έτσι η έναρξη του εθίμου προσδιορίζεται το 1565 όταν τοποθετήθηκε μητροπολίτης στο Διδυμότειχο ο Σωφρόνιος. Συγκεκριμένα ο Κοντός γράφει τα εξής : «Πιστεύω πως ο εξισλαμισμός στα Πομακοχώρια είχε κιόλας κάνει τη ζημιά. Η βιασύνη τώρα δικαιολογούνταν για να σωθούν τα καμποχώρια. Κάτι έπρεπε να γίνει, που να αποθαρρύνει τον εξισλαμισμό. Αυτό το κάτι στηρίζεται στην απόφαση να αντιδράσουν οι Ελληνορθόδοξοι, με ένα δέσιμο όσο μπορούσε ζωντανό, με τις πανάρχαιες εθνικές ρίζες. Χρειαζόταν ένας από μηχανής Θεός, όπως θα έλεγε ο Ευριπίδης κι αυτόν αφού δεν τον έβρισκαν, τον σκάρωσαν και μάλιστα τόσο επιδέξια, που όχι μόνο τον κατακτητή ξεγέλασαν, αλλά και πολλούς ακόμα από εμάς τους επιγενόμενους αρχαιολάτρες ή και θρησκόληπτους, που φοβούνται την επιστροφή στα είδωλα».
Όσον αφορά την αξία του εθίμου στη σύγχρονη εποχή ο Κοντός γράφει : «Σήμερα το έθιμο πρέπει να το κρατάμε, μόνο για να μας θυμίζει με τη λαογραφική του προσφορά μια τοπική και εθνική μας υπόθεση. Μια υπόθεση, που αφορά δύσκολες μέρες της ιστορικής μας πορείας, τόσο βιωματικές, που πέρασαν στα ένστικτα της εθνικής μας αυτοσυντήρησης, για να μπορούμε με αυτόματα αντανακλαστικά να αντιδρούμε στον κάθε κίνδυνο».
Αναφορικά με τις προσπάθειες των ανθρώπων του Διδυμοτείχου να αναβιώσουν το έθιμο/δρώμενο του Μπέη στις δεκαετίες του 1970 – 80 αναφέρει τα εξής : «Οργανωμένο πάνω στις ιστορικές του βάσεις το έθιμο το ξεκινήσαμε στα μέσα της δεκαετίας του 1970-80, πρώτα με μια πρωτοβουλία του Δήμου. Το έθιμο είχε σταματήσει να αναπτύσσεται, για λόγους που τώρα δεν είναι ώρα να τους αναφέρουμε. (σχόλιο του γράφοντος : σύμφωνα με τις πηγές το έθιμο του Μπέη σταμάτησε το 1935, μετά ακολούθησε η Γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος και τα μετεμφυλιακά χρόνια, όπου βεβαίως δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί. Σε μία παλιά φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου Αγγέλη βλέπουμε τον θίασο του Μπέη με ημερομηνία 1958, αν η φωτογραφία αφορά το Διδυμότειχο τότε βλέπουμε ότι κατά την δεκαετία του 1950 το έθιμο συνεχίστηκε. Γεγονός είναι βέβαια πως κατά τις δεκαετίες 1950-60, τα πάντα μπήκαν σε μία νέα εκμοντερνισμένη εκδοχή και αντίληψη όπου ενδεχομένως και το έθιμο του Μπέη να θεωρήθηκε παρωχημένο και να σταμάτησε). Μαζευτήκαμε μια ομάδα Δημοτιανοί, που νοιαζόμασταν για την παράδοση και με επικεφαλής τον τότε Δήμαρχο, εκδώσαμε, ένα φυλλάδιο με τίτλο «ΚΙΟΠΕΚ ΜΠΕΗΣ». Το 1979 ιδρύθηκε ένας Μουσικοχορευτικός Σύλλογος «Ορφεύς». Το έθιμο εντάχθηκε μέσα στο τμήμα, ανάπτυξης Λαογραφικών Εθίμων. Το 1980, ύστερα από μία πολύχρονη απουσία, ο Μπέης πάλι ξεχύθηκε στις γειτονιές. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και γέμισε ταράτσες, δρόμους και μπαλκόνια. Από τότε, κάθε χρόνο, το έθιμο δεν έπαψε να παρουσιάζεται, πάντοτε στην καθορισμένη του μέρα. Τα παιδιά που ντύνονται τους ρόλους, είναι συγκινητικό και θα το αναφέρω, είναι παιδιά του καθημερινού μόχθου, που παλεύουν για το μεροκάματο, στο χωράφι, στο γιαπί, στην αγορά και στο εργαστήρι».
Παρακάτω ο Πασχάλης Κοντός αναφέρει ότι η επανέναρξη του εθίμου προσαρμόστηκε σε τρεις άξονες : τον λαογραφικό, της Κοινωνικής Σάτιρας και τον Πολιτιστικό. Εξηγώντας τον πολιτιστικό άξονα, γράφει πολύ στοχευμένα τα εξής : «Τέλος λειτουργώντας πάνω στον άξονα αυτό, μπορούμε να βάλουμε την πόλη μας να θυμηθεί παλιούς καιρούς και να ξαναφορέσει τα γιορτινά της, χωρίς τον κίνδυνο να αποπροσανατολιστεί σε ξένες μόδες. Ίσα ίσα θα κάνει την παρουσία της μέσα στον δικό της χώρο, φορώντας τα δικά της στολίδια, που τόσο της ταιριάζουν». Αυτή βεβαίως ήταν και είναι μια πάρα πολύ σημαντική επισήμανση, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες βλέπουμε σε πολλές πόλεις της Ελλάδος οι αποκριάτικες εκδηλώσεις να θυμίζουν Λατινική Αμερική και Αμερικάνικο Halloween.
Παρακάτω θα παραθέσουμε τα πρόσωπα που αποτελούν τον θίασο του Μπέη μετά την επανέναρξη του εθίμου και όπως τα καταγράφει ο Πασχάλης Κοντός. Όπως είναι φυσικό σε σχέση με τα πρόσωπα που περιγράφει ανωτέρω ο Γρηγόρης Ευθυμίου (τον οποίο ο Κοντός είχε καθηγητή στο Γυμνάσιο), υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις στην ονομασία καθώς και κάποιες προσθήκες : Ο Μπέης, ο Σεϊζης (υπασπιστής), οι Ζαπιέδες, Τα κορίτσια, ο Κομπογιαννίτης (γιατρός), τα Ζούζουλα, η Τσιγγάνα, Της τύχης τα πουλάκια, ο Τσιφούτης, το Γύφτικο Ζευγάρι, η Γκαστρωμένη Χωριανή – Φεμινίστρια, οι Τσολιάδες, καθώς και άλλες Φιγούρες.
Δ. ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΜΠΕΗ, ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΧΑΡΗ ΒΟΛΑΝΙΟΥ
Ο επίσης αείμνηστος δάσκαλος Θεοχάρης Βολάνιος στο βιβλίο που συνέγραψε με τίτλο «Το Διδυμότειχο διά μέσου των αιώνων» γράφει για τον ¨Μπέη¨ τα εξής : «Είναι γιορτή που χρονολογείται από τα μυθικά χρόνια και που σχετίζεται με τη λατρεία του Διονύσου. Τροποποιήθηκε όμως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Εθεωρείτο και θεωρείται και σήμερα ως Αγροτική Διονυσιακή παράσταση, αφού σχετίζεται με την παραγωγή της γης. Ο χρόνος δεν μπόρεσε να εξαφανίσει από το Διδυμότειχο και από πολλά χωριά τη γιορτή αυτή. Κάθε χρόνο, μια Δευτέρα πριν από την Καθαρή, αναβιώνει το σατυρικό έθιμο του Μπέη που επινοήθηκε την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η εκδήλωση αυτή πιστεύεται ότι συνδυάζει στοιχεία των εορτών της αρχαίας Ελλάδας για την καρποφορία της γης. Γινόταν αναπαράσταση των Δημητρίων και της Διονυσιακής λατρείας αλλά και συγχρόνως γελοιοποιούσε και τον Τούρκο κατακτητή. Σκοπός του εθίμου ήταν, το ιστορικό μήνυμα να περάσει μέσα από τη σάτιρα και να γίνει συνωμοτικός ψίθυρος στα χείλη των κατοίκων της πόλης κατά των Τούρκων. Το παρουσίαζαν σαν μια μορφή κοινωνικής σάτιρας για να ξεγελάσουν τον κατακτητή και να επιτρέψει τη λειτουργία του εθίμου. Έτσι, εκτός από το μήνυμα της ιστορικής μνήμης καυτηρίαζε τους προύχοντες, τους Τούρκους της εποχής και γελοιοποιούσε τον κατακτητή. Μετά την απελευθέρωση δεν έχει πια την ανάγκη του συνωμοτικού του χαρακτήρα. Είναι μια κοινωνική ψυχαγωγική σάτιρα η οποία ενσωματώθηκε στην πολιτιστική μας κληρονομιά».
Ε. ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΙΟΠΕΚ ΜΠΕΗ, ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΡ. ΘΑΝΑΣΗ ΓΟΥΡΙΔΗ
Ο Δρ. Θανάσης Γουρίδης στο τελευταίο βιβλίο που συνέγραψε για το Διδυμότειχο : «Τα κρυμμένα πρόσωπα του Ιανού-Διδυμότειχο, μία αέναη περιπλάνηση», αναλύει το έθιμο του Μπέη αναφέροντας τα παρακάτω : «Στο έθιμο είναι προφανείς οι διονυσιακές απαρχές και η επιβίωση πανάρχαιων μαγικο-θρησκευτικών, αγροτικών δρώμενων, αφού εδώ ενυπάρχουν η βάση της τραγωδίας, ως κατ’ εξοχήν μιμήσεως του βίου και των παθών του Διονύσου και η μαγική, τοτεμική αρχή της εγκόλπωσης της φύσης, προκειμένου να υποταχθεί στον άνθρωπο. Εξίσου προφανής είναι η ανυπαρξία συγκεκριμένης χρονολογίας ¨έναρξης¨ του εθίμου, αφού αφορά σε παραδοσιακό δρώμενο που δημιουργείται και εξελίσσεται ¨αργά¨. Στην περίπτωση του Διδυμοτείχου το πλέον σημαντικό ήταν ο εμπλουτισμός του αρχικού καθαρού αγροτικού χαρακτήρα με αστικά στοιχεία. Με τον τρόπο αυτό, η καθαρά προαισθητική θεατρική μορφή την οποία συναντάμε στο Μπέη αποκτά μεγαλύτερη ευκρίνεια, καθώς εμπλουτίζεται με την αρχέγονη δραματική υφή ενός ευχετηριακού δρωμένου. Με την έμπρακτη ομοιότητα της τελετουργικά εκτελούμενης πράξης με το στοχευόμενο γεγονός και με όλα τα στοιχεία του δρωμένου, τον ιδιάζοντα και τόσο πλούσιο στο Διδυμότειχο θίασο, τις μεταμφιέσεις, τα στοιχεία της ¨σκευής¨ και ¨όψης¨, την ανεξέλεγκτη σκηνική δράση, τους διαλόγους και μονολόγους και με όλα τα υπόλοιπα θεατρικά χαρακτηριστικά πραγματοποιείται η ¨συμπαθητική μίμηση¨, δηλαδή μία θεατρική πράξη, έστω και στην αρχέγονη της μορφή, με έντονο τον ενστικτώδη και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα. Έτσι το δρώμενο έχει περάσει από το γνήσιο θρησκευτικό στάδιο στο δραματικό, δηλαδή το θεατρικό. Στη θέση των μυημένων και πιστών βρίσκεται ο λαός, που καλείται να συμμετάσχει ενεργητικά στο δρώμενο. Η βάση βεβαίως επάνω στην οποία θεμελιώνεται η θεατρικότητα του δρωμένου υφίσταται στέρεη, είναι ο τραγικός μύθος του Διονύσου – Μπέη με την διαφορά της διόγκωσης του χαρακτήρα της παρωδίας και της λοιδορίας, διαφοροποίηση στο περιεχόμενο και την τεχνική, που άρχισε με την πλούσια είσοδο στοιχείων της Νέας Αττικής Κωμωδίας και τονίστηκε ακόμη περισσότερο κατά τους αιώνες που ακολούθησαν».
Z. ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΜΠΕΗ, ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ, ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΡΑΧΙΟΛΟΓΛΟΥ
Έντονα σκωπτικό, με σατιρική διάθεση και θεατρικά στοιχεία, το αποκριάτικο έθιμο του «Μπέη», με ρίζες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, διασώζεται μέχρι σήμερα σε αρκετά χωριά του βόρειου Έβρου, αναβιώνοντας μνήμες οικογενειακές και ιστορικές, μνήμες που αποτελούν ακόμη έναν συνδετικό κρίκο του παρελθόντος με το παρόν των Θρακών.
Περιγράφοντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το έθιμο του «Μπέη» ή «Κιοπέκ Μπέη», ο εκπαιδευτικός, λαογράφος, συγγραφέας και χοροδιδάσκαλος Δημήτρης Βραχιόλογλου αναφέρει πως «κατέχει εξέχουσα θέση στο Τριώδιο και γεννήθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας με βασικό στοιχείο τη σάτιρα του κατακτητή και με σημαντικά δείγματα αντίστασης».
Σημειώνει πως «μέχρι το 1940 πραγματοποιούνταν, χωρίς προσθήκες, κυρίως στα χωριά που βρίσκονται στις όχθες του Ερυθροποτάμου και του Άρδα. Από το 1940 έως και το 1951 ατονεί και σε ορισμένα χωριά εξαφανίζεται για να επανέλθει μετά το 1975 με προσθήκη καινούριων στοιχείων».
Σύμφωνα με τον κ. Βραχιόλογλου την Κυριακή της Τυρινής, από νωρίς το πρωί, ο «Μπέης» Τούρκος αξιωματούχος μαζί με τη σύζυγό του, τη μπέινα, και έναν ιδιόμορφο και πολυμελή θίασο με πρόσωπα που διαφοροποιούνται από χωριό σε χωριό (ο Αράπης, ένα αστείο πρόσωπο μαυρισμένο με καπνιά από τους ξυλόφουρνους που υπήρχαν στις αυλές των σπιτιών, ο Κατής, δικαστής, με τους τέσσερις ακολούθους του, ο κλητήρας, ο χωροφύλακας, ο ταμίας, ο γιατρός, η τσιγγάνα, ο αρκουδιάρης και η αρκούδα κ.ά., όλοι άνδρες μεταμφιεσμένοι) επισκέπτονται τα σπίτια του χωριού, με πρώτο αυτό του ιερέα, με τον Μπέη να εισπράττει το φόρο που αποδίδονταν στον κατακτητή, να μοιράζει ευχές, να σατιρίζει τους πάντες και να δέχεται και ο ίδιος τα πειράγματα τόσο της συνοδείας του όσο και των συγχωριανών του στους οποίους εύχεται καλή σοδειά αλλά επιβάλλει και διάφορες ποινές. Στη σύντομη περιοδεία του ο θίασος συγκεντρώνει διάφορα κεράσματα αλλά και σπόρους, καθώς το έθιμο συνδέεται άμεσα με την επίκληση για τη γονιμότητα της γης, τη μαγική υποβοήθηση της γης να βλαστήσει.
Το απόγευμα, ο θίασος αλλά και όλοι οι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώνονται στην πλατεία όπου υπό τους ήχους της γκάιντας, του ζουρνά και του νταουλιού γίνεται αναπαράσταση του οργώματος και της σποράς με τον Μπέη να πετά στον αέρα σπόρους σιταριού, καλαμποκιού, βαμβακιού κ.ά. και δύο από τα μέλη του θιάσου, συχνά τους Αράπηδες, να παίρνουν τη θέση των βοδιών στο ζυγό του ξύλινου άροτρου. Το έθιμο ολοκληρώνεται με την πάλη ανάμεσα σε δύο εκ των μελών του θιάσου, όπως τον Αράπη με τον Κατή, μία πάλη που αναπαριστά την αντίσταση στον κατακτητή, και με χορό όλων των παριστάμενων, άφθονο φαγητό και κρασί και κυρίως διάθεση που αρμόζει σε ένα αποκριάτικο γλέντι.
Ο «Μπέης» ή «κιοπέκ Μπέης» ή «Καλόγερος» ή «Χούχουτος» ή «Βασιλιάς», το ίδιο δρώμενο με επιμέρους διαφορές ως προς την ονομασία, τις αμφιέσεις και τους ρόλους του θιάσου, πιθανόν κληροδοτήθηκε, όπως και τόσα άλλα έθιμα, στους Θρακιώτες από τους προγόνους τους ως παρακαταθήκη της δυναμικής της κοινωνικής συνοχής, όπως αυτή αναδείχθηκε στις δύσκολες περιόδους της ιστορικής τους διαδρομής ή απλά, ως μία ευκαιρία γλεντιού και διασκέδασης την περίοδο των Αποκριών, όπου τα «πρέπει» καταστρατηγούνται για λίγο, και πριν από την έναρξη της Μ. Σαρακοστής, της νηστείας και της εβδομάδας των Παθών του Χριστού.
Η. ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΜΠΕΗ ΣΤΟΥΣ ΑΣΒΕΣΤΑΔΕΣ, ΤΟΥ ΠΑΣΧΑΛΗ ΛΙΓΟΥΔΗ
Θα πάμε στους Ασβεστάδες, ένα χωριό με έντονη παρουσία της τοπικής Παράδοσης και ιδιαίτερη προσήλωση στη σωστή διατήρηση των τοπικών μας εθίμων.
Θα παρακολουθήσουμε το έθιμο του Μπέη, που τα παλαιότερα χρόνια πραγματοποιούνταν στους Ασβεστάδες, ανελλιπώς, τη Δευτέρα της Τυρινής Αποκριάς.
Η προετοιμασία ήταν πολυήμερη, η συμμετοχή των κατοίκων των Ασβεστάδων καθολική και ο ενθουσιασμός για την πραγματοποίησή του πηγαίος και ειλικρινής.
Ο Μπέης και η συνοδεία του επισκέπτονταν όλα τα σπίτια των συγχωριανών και έβρισκαν την ευκαιρία να εμψυχώνουν τους σκλαβωμένους Έλληνες – χριστιανούς, να τους ζωντανεύουν την ελπίδα.
Με τη γκαστρωμένη χωριανή στη συντροφιά του Μπέη π. χ. ο κόσμος έβρισκε την ευκαιρία να φωνάξει αυτό που έκρυβε μέσα του: «Άϊντι κι καλή λεφτεριά!!!» εννοώντας παράλληλα με το ξεγέννημα της γκαστρωμένης και τη λευτεριά του γένους.
Νωρίς το πρωί της Δευτέρας της Τυρινής συγκεντρώνονται οι μασκαρεμένοι τσοχανταραίοι στην αφετηρία, που είναι το σπίτι του Μπέη και χορεύουν στην αυλή συνοδεία γκάϊντας, ζουρνά ή τραγουδώντας : «Κάηκι κουμπάρημ του καλπάκς…….Άρα μάρα κι ζαμάρα κι τ’ παπά την καλαμάρα….. «Μπέη – Μπέη πουρδαλά κι από πίσω χισταρά…» . «Αχιλώνα – καρκαλώνα….»
Αφού συγκεντρωθούν όλοι οι συμμετέχοντες, βγαίνει από το σπίτι του ο άρχοντας Μπέης, ντυμένος κατάλληλα και τον ανεβάζουν σε ένα στολισμένο δίτροχο αμάξι (το γκαγκλί), που το σέρνουν τα παλικάρια, οι σωματοφύλακές του. Είναι ένας καλόκαρδος και αυστηρός άρχοντας, εφευρετικός στις αποφάσεις του, ετοιμόλογος, που σατιρίζει τους πάντες και τα πάντα με ένα δικό του καυστικό και λευτερόστομο τρόπο.
Η πολύβουη συντροφιά του Μπέη αποτελείται από φιγούρες που τώρα θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε σαν έναν ιδιόμορφο θίασο που ασχολείται με την κοινωνική σάτιρα.
Ένας άντρας ντυμένος γυναικεία είναι η γυναίκα του Μπέη, η μπέϊνα με το μωρό στην αγκαλιά και ακολουθεί ένας ολόκληρος θίασος μασκαρεμένων με τους σωματοφύλακες του, το Σεΐζη τον υπασπιστή του, τη γκαστρωμένη χωριανή, τον Κατή το δικαστή, τον κομπογιανίτη γιατρό, το γύφτο, τον αστυνόμο, την τσιγγάνα, τον εισπράκτορα, το γραμματέα, τον αρκουδιάρη με την αρκούδα του κ.λ.π.
Όλο αυτό το επιτελείο, με τη συνοδεία της γκάϊντας, ακολουθεί το Μπέη σε όλα τα σπίτια του χωριού. Ο Μπέης εύχεται καλή σοδειά σκορπώντας σπόρους γύρω του, μοιράζοντας απλόχερα ευχές αλλά και καταδικαστικές αποφάσεις.
Οι σπιτονοικοκυρές προσφέρουν διάφορα κεράσματα, πουκάμισα και πετσέτες στο Μπέη και τη συνοδεία του. Όταν βρεθούν στο σπίτι κάποιου που είναι μασκαρεμένος στη συνοδεία του Μπέη, τότε γίνεται το πάντρεμα, το στεφάνωμα αυτού με τη Μπέϊνα και πέφτει πολύ γέλιο. Αν «τραυματιστεί» κάποιος από το «ξύλο» της Μπέϊνας τότε τρέχει ο νοσοκόμος με μια μεγάλη σύριγγα να τον γιατρέψει…
Οι σωματοφύλακες επιθεωρούν τις αποθήκες και τα γεωργικά εργαλεία του σπιτιού και αν δεν τα βρουν εντάξει, τιμωρούν το νοικοκύρη με καλίβωμα και πρόστιμο.
Με πρόστιμο επίσης και ….. ξύλο τιμωρούν και όποιον τολμήσει να πειράξει το μωρό της Μπέϊνας, η προσπαθήσει να κλέψει τη γυναίκα του Μπέη.
Από το σπίτι του Μπέη φεύγουν όλοι μαζί και κατευθύνονται στην πλατεία. Εκεί ο Μπέης εκφωνεί έναν πανηγυρικό και έντονα σατυρικό λόγο, με ευχές και πολλά υπονοούμενα…………….
Μετά τον πανηγυρικό γίνεται το προσκλητήριο από τον αρχιστράτηγο. Τα ονόματα που εκφωνούνται είναι φανταστικά παρατσούκλια που προκαλούν πολύ γέλιο. Μετά ακολουθεί η υπόσχεση για την κατάληψη του στόχου.
Στη συνέχεια ο Μπέης με όλη τη συνοδεία του κατευθύνεται στο σπίτι του Προέδρου του χωριού, μετά πηγαίνει στο σπίτι του παπά και ακολουθούν οι επισκέψεις σε όλες τις γειτονιές και τα σπίτια του χωριού.
Στο τέλος η πομπή καταλήγει σε ένα ανοιχτό χώρο όπου γίνεται αναπαράσταση οργώματος και σποράς, και παλαίστρα με την αρκούδα.
Η αναπαράσταση της σποράς από τον Μπέη ολοκληρώνεται μετά από πολλά εμπόδια, διότι κάποιοι από την συντροφιά του προσπαθούν να τον ρίξουν κάτω για το καλό όπως λένε, ενώ η Μπέϊνα πετάει το παιδί της ψηλά για να μεγαλώνουν έτσι τα σπαρτά.
Η διαδικασία του εθίμου, ως δρώμενο, τελειώνει εδώ για να ακολουθήσει ο μεγάλος χορός στην πλατεία του χωριού, στο μεσοχώρι, όπου συμμετέχουν όλοι, μικροί και μεγάλοι.
Κατά τη διάρκεια των χορών με συνοδεία φλογέρας, γκάϊντας και τραγουδιών, γίνεται και η προετοιμασία για τη διαδοχή του Μπέη. Η ανακήρυξη του Μπέη της επόμενης χρονιάς θα γίνει με διαφανείς και αδιάβλητες διαδικασίες. Η δημόσια κλήρωση είναι το πιο δίκαιο σύστημα!!
Έτσι τοποθετούν μέσα σε ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί ένα νόμισμα και σε όποιον πέσει το κομμάτι του ψωμιού που θα έχει το νόμισμα θα είναι ο Μπέης της επόμενης χρονιάς.
Στη συνέχεια οι γυναίκες του χωριού χορεύοντας με συνοδεία του γκαϊντατζή θα πάνε στα σπίτια της παλιάς και της καινούργιας μπέϊνας, θα τις πουν το νέο και όλες μαζί θα έρθουν , πάλι χορεύοντας, στην πλατεία για να συνεχίσουν το χορό και το αποκριάτικο γλέντι.
Για το έθιμο του Μπέη ο αρχαιολόγος και λαογράφος Κωνσταντίνος Ρωμαίος λέει τα εξής: «Τα έθιμα αυτά έχουν καταπληκτική μακροβιότητα, απαντούν σαν ιστορική αρχαιότητα και φτάνουν παραλλαγμένα κάπως και κρυμμένα από την κοινή αντίληψη ως τη δική μας εποχή»
Ο αείμνηστος δημοτιανός δάσκαλος και λαογράφος Πασχάλης Κοντός, αναφέρει : Αυτοί που πήραν μέρος στο σκάρωμα του εθίμου, γνώριζαν καλά τη Μυθολογία μας, τα χούϊα του κατακτητή και είχαν επίγνωση της τραγικότητας των περιστάσεων για τη δεινή θέση της Ρωμιοσύνης.».
Οι πρόγονοί μας λοιπόν, άνθρωποι απλοϊκοί και αγράμματοι, ανύποπτοι γι’ αυτό που έκαναν, κληρονόμησαν το έθιμο αυτό από τους παππούδες τους και το διατήρησαν μέχρι τις μέρες μας.
Η παρακαταθήκη αυτή επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά τη δύναμη και την προσφορά της λαϊκής μας Παράδοσης στην υπόθεση της εθνικής μας αυτογνωσίας και αυτοσυντήρησης στις δύσκολες μέρες της ιστορικής μας πορείας.
ΚΑΣΤΡΙΝΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ – ΤΟ ΕΘΙΜΟ – ΔΡΩΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΙΟΠΕΚ ΜΠΕΗ ΣΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΤΟΥ
[1]. Πολυδ. Παπαχριστοδούλου, Τα Δημήτρια, Αρχ. Θρακ. Και Λαογρ.Θησαυρού, τομ. ΙΕ’, σελ. 319-355 Βλ. Θρακικά, τομ. Γ’, Μ. Ροδόοινου, Δημήτρια.
[2]. Γ. Βιζυηνού, Οι Καλόγηροι και η Διονυσιακή λατρεία εν Θράκη, Θρακική Επετηρίς, 1897 και Εβδομάς Καμπούρογλου (34, 35, 1888).
[3]. Βλ Ερανιστής Σμύρνης 1911 Παπαχριστοδούλου Π. : Η προέλευσις του Αρχαίου Θεάτρου, Πρβλ, και περιγραφήν Πανθρακική Αλεξ/πολεως 22-3-64. Επίσης Μακεδονία της 8-3-54 ο Κιοπέκ Μπέης συνέντευξις Γρ. Ευθυμίου.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ






















