

- ΜΕΤΚΕ
Κείμενο του Παντελή Αθανασιάδη
Κάθε φορά, που η τροχιά του χρόνου φέρνει στην επιφάνεια του ημερολογίου την 28η Οκτωβρίου, μας πλημμυρίζουν, η ανάμνηση των ιστορικών γεγονότων που σχετίζονται με την ημερομηνία αυτή, οι αναμνήσεις, αλλά και η εθνική υπερηφάνεια, για όσα η Ελλάδα πρόσφερε τότε στον ελεύθερο κόσμο με τη θυσία των παιδιών της.
Την 28η Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα, δέχθηκε απρόκλητα την επίθεση από την φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι και δεν δίστασε ούτε στιγμή, όπως επέβαλαν οι ιστορικές παρακαταθήκες της, να υψώσει το ανάστημά της και να αμυνθεί «υπέρ βωμών και εστιών», την στιγμή που ο Άξονας καταλάμβανε τη μία μετά την άλλη χώρα της Ευρώπης. Επάνω στα κακοτράχαλα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Βόρειας Ηπείρου, τα ποτισμένα με αίμα, ο Άξονας δέχεται από τη μικρή Ελλάδα την πρώτη ήττα και ο μύθος του αήττητου καταρρέει. Αλλά και την 6η Απριλίου 1941, όταν οι υπέρτερες Γερμανικές δυνάμεις επιτίθενται κατά μήκος της Ελληνο-Βουλγαρικής Μεθορίου τα τμήματα της Γραμμής Οχυρών Μεταξά αμύνονται με ανδρεία και γενναιότητα και γράφουν νέες σελίδες δόξας και ηρωισμού. Η άρνηση της Ελλάδας να υποταχθεί στον Άξονα Ρώμης- Βερολίνου δεν ήταν μόνο εθνική επιταγή, αλλά και ακλόνητη θέληση ολόκληρου του Ελληνικού Λαού και της ηγεσίας του για τον «υπέρ πάντων αγώνα». Το «Όχι» που είπε ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν και παλλαϊκό αίτημα.
Όταν οι σειρήνες του πολέμου ξυπνούσαν τον κόσμο, το αξέχαστο εκείνο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου, ένας άνεμος καινούργιος άρχισε να φυσάει πάνω από την ελληνική επικράτεια. Ένας άνεμος που φούσκωνε και γέμιζε τις αγουροξυπνημένες καρδιές των Ελλήνων με ενθουσιασμό, περηφάνια και λεβεντιά. Γινόταν θύελλα αγανάκτησης και αποφασιστικότητας, βουερή φωνή περιφρόνησης που μετατρεπόταν σε ένα κέφι αλλιώτικο, αλλόκοτο, γιατί οι ξέφρενες εκδηλώσεις και πανηγυρισμοί δεν αφορούσαν ένα χαρμόσυνο γεγονός αλλά την κήρυξη του πολέμου. Ένα ολόκληρο έθνος, σαν μια γροθιά, γιόρταζε και χαιρετούσε τα στρατευμένα παιδιά σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι και όχι στο μέτωπο.
Όμως οι σελίδες δόξας συνεχίσθηκαν στην Κρήτη, όπου Μονάδες του Ελληνικού Στρατού συμμετείχαν στις 20 Μαΐου 1941 μαζί με τις Συμμαχικές Δυνάμεις στην απόκρουση της αεραποβατικής Γερμανικής επιχείρησης. Μαζί και 300 παλληκάρια από τον Έβρο, της κλάσης του 1941, που μόλις είχαν στρατευθεί, και ανεκπαίδευτοι ακόμα, βρέθηκαν στη Μεγαλόνησο να αμύνονται του πατρίου εδάφους.
Η κάθοδος των ηρωικών 300 του Έβρου από τη Θράκη στο Ναύπλιο, έγινε τέσσερις μέρες πριν οι γερμανικές φάλαγγες καταλάβουν την Αθήνα. Εκεί πολέμησαν και τελικά λόγω της γενικευμένης επικράτησης των Γερμανών στη μεγαλόνησο, αιχμαλωτίστηκαν από τους Ναζιστές.
Πολλοί άλλοι Εβρίτες είτε σαν κληρωτοί είτε σαν επιστρατευμένοι, βρέθηκαν να πολεμούν σε όλα τα μέτωπα. Όλοι έχουμε ακούσει αφηγήσεις των παππούδων και των πατεράδων μας, από τη ζωή τους στο μέτωπο. Η επίσημη ιστορία δεν του κατέγραψε. Οι πράξεις τους και η φιλοπατρία τους όμως επιζούν ανάμεσά μας, σε όλα τα χωριά και τις πόλεις της Θράκης.
Ποιος γνωρίζει για παράδειγμα την παλληκαροσύνη 20 παιδιών από τα χωριά Φτελιά, Ορμένιο και Πύργο, που είχαν φύγει κρυφά από τη Βουλγαρία λόγω διωγμών; Όταν το 1940 κηρύχτηκε η γενική επιστράτευση και ενώ όλοι οι μάχιμοι έφευγαν για το μέτωπο, τα 20 παλληκάρια κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα. Συνεννοήθηκαν και πήγαν στην Αστυνομία, για να καταταχτούν και αυτοί ώστε ως Έλληνες που ήταν να βοηθήσουν την Πατρίδα τους. Επειδή όμως δεν μπορούσε να γίνει αυτό, καθ’ ότι είχαν τη Βουλγαρική υπηκοότητα, τους προτάθηκε να καταταχτούν ως εθελοντές με την υπόσχεση ότι μετά θα τους χορηγούσαν την ελληνική υπηκοότητα. Έτσι τα παλληκάρια αυτά κατατάχτηκαν, πολέμησαν, αλλά λόγω της ήττας από τους Γερμανούς επέστρεψαν με τα πόδια στα χωριά τους. Σήμερα όλοι τους έχουν ξεχάσει…
Ο Διδυμοτειχίτης αξιωματικός και επιστήμονας, Γιάννης Γιαννόπουλος με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 επανέρχεται στις τάξεις του στρατού ως «έφεδρος εκ μονίμων» Λοχαγός του Μηχανικού, αναλαμβάνοντας την διοίκηση Διαβιβάσεων της 15ης Μεραρχίας. Για την πολεμική του δράση τιμήθηκε με το «ΧρυσούνΑριστείον Ανδρείας».

Ο μεγάλος Διδυμοτειχίτης τενόρος Νίκος Χατζηνικολάου.
Ο επίσης Διδυμοτειχίτης Νίκος Χατζηνικολάου, ο μετέπειτα μεγάλος τενόρος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στα σκοτεινά χρόνια της Γερμανικής κατοχής είχε ενεργό συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση, δράση για την οποία τιμήθηκε αργότερα με μετάλλιο από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Η Διδυμοτειχίτισσα Ευγενία Περιορή με την μετέπειτα μεγάλη σταδιοδρομία στην Ελληνική τηλεόραση και το ραδιόφωνο καθώς με πλούσιο συγγραφικό έργο, νεαρή κοπέλα ενεπλάκη στην Εθνική Αντίσταση, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί, να καταφέρει να αποδράσει και να διαφύγει προς την Μέση Ανατολή.
Στο Ρούπελ πολέμησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός ο γνωστός αρτοποιός της πόλης του Διδυμοτείχου, ο αείμνηστος Αντώνης Σερέτης. Οι παλαιοί Διδυμοτειχίτες θυμούνται το φωτογράφο Χρήστο Κιογλή, που είχε μια αναπηρία εξαιτίας των κακουχιών του πολέμου. Κατατάχτηκε το 1939 στο στρατό για να υπηρετήσει τη θητεία του. Τον πρόλαβε ο πόλεμος. Έζησε την κατάρρευση του μετώπου το 1941 και επέστρεψε στο μέρος που γεννήθηκε. Αναμίχθηκε στη Εθνική Αντίσταση και κάποια στιγμή για να μην συλληφθεί από τους Γερμανούς δραπέτευσε στη Μέση Ανατολή Και όπως τα έφερε η τύχη, τελικά απολύθηκε… το 1945!!!
Επίσης στο Ρούπελ πολέμησε ηρωικά ο Θεόδωρος Γιαννακίδης, από το Μέγα Ζαλούφι, της Ανατολικής Θράκης που ζούσε στην Ορεστιάδα, καθώς και ο Θρακιώτης Χατζηλαζάρου, που συνεπλάκη με Γερμανούς στο Ρούπελ για να μην αρπάξουν τη σημαία του οχυρού. Τον πυροβόλησαν και έχασε τα δύο του πόδια. Τη σημαία πήρε Γερμανός, που την επέστρεψε το 1955 και σήμερα κοσμεί τις συλλογές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στην Αθήνα.

Ο Οδυσσέας Ελύτης
Θρακιώτης ήταν και ο ανθυπολοχαγός, που με τη θυσία του ενέπνευσε τον νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη να γράψει το επικό ελεγείο του «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Έγραψε συγκεκριμένα ο Ελύτης:
«Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε
Σκύψανε το βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του.
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…».
Στο Πολεμικό Μουσείο του Διδυμοτείχου υπάρχουν τα πορτρέτα πεσόντων Θρακών ανθυπολοχαγών. Τους μνημονεύουμε και σήμερα:
Λεπτοκαρόπουλος Χρήστος. ‘Έπεσε στα τέλη του 1940 στην ελληνοαλβανική μεθόριο.
Κανδηλάπτης Θεόδωρος. Έπεσε στις 28-2-1941 στο Μπούμπεσι.
Παρασκευούδης Πέτρος. Έπεσε στις 10-3-1941 στο Πόγραδετς. Ετάφη στο Τεπελένι.
Παπαγιαννόπουλος Τηλέμαχος, της Β΄ Μοίρας ΧV Σ.Π.Β. Έπεσε στο ύψωμα της Κλεισούρας στις 13-3-1941.
Και βεβαίως το χρέος προς την πατρίδα έκαναν και άλλοι Διδυμοτειχίτες, Εβρίτες και Θρακιώτες για τους οποίους πρέπει να ήμαστε υπερήφανοι και να τους τιμούμε. Ας είναι αιωνία η μνήμη τους!
Οι μαύρες μέρες της Γερμανικής Κατοχής
Η Κατοχή υπήρξε αποτρόπαιη για την Ελλάδα γενικά και ειδικά για κάθε πόλη της και χωριό. Είναι γνωστό ότι συνέβησαν «ολοκαυτώματα» σε πολλές πόλεις και χωριά, εξαιτίας της βαρβαρότητας των κατακτητών, από την οποία έχασαν τη ζωή τους πολλοί άνθρωποι, ακόμα και αθώοι και μικρά παιδιά. Στο Διδυμότειχο, έχουμε την εκτέλεση των δώδεκα στις 7 Μαρτίου του 1944.

Ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Ιωακείμ (1928-1957) κατά κόσμον Γεώργιος Σιγάλας γεννήθηκε στη Μυτιλήνη.
Κατά την είσοδο των Γερμανών κατακτητών η μόνη αρχή που έμεινε στον Έβρο ήταν ο Δεσπότης Διδυμοτείχου Ιωακείμ Σιγάλας, ο γενναίος και θαρραλέος ιεράρχης, ο οποίος προτίμησε να μείνει με το ποίμνιο του και να συμμεριστεί την αγωνία και την τύχη του. Όμως δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Πεπειραμένος από τον καιρό της τουρκοκρατίας αυτοορίστηκε Κυβερνήτης και κάλεσε τους Δημάρχους, τους Κοινοτάρχες και τους Προύχοντες να κάνουν μια δική τους Διοίκηση, μια αυτοδιοίκηση, μια κατά κάποιο τρόπο δημογεροντία και να διοικήσουν τον τόπο, όσο να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Ο Δεσπότης αποτέλεσε πηγή θάρρους και παρηγοριάς για όλους τους κατοίκους της Μητροπόλεως του, ανεξαρτήτως θρησκεύματος.Στάθηκε στο ύψος του, και σήκωσε το ανάστημά του στους βάρβαρους κατακτητές προσπαθώντας, δίχως αποτέλεσμα, να σώσει από τα χέρια τους τους εβραίους κατοίκους του Διδυμοτείχου.
Κατά την εποχή της κατοχής το Διδυμότειχο αποτέλεσε έδρα νομαρχίας, ο Διδυμοτειχίτης βραβευμένος ποιητής και λογοτέχνης Βασίλειος Σιναπίδης, ο οποίος υπήρξε υπάλληλος της νομαρχίας αναφέρει : «Συνυπηρετήσαμε τότε, στα δίσεκτα εκείνα χρόνια επί κατοχής, στην αρχή με Νομάρχη τον εθνομάρτυρα Ιωάννη Φραγκούλη από την Λευκάδα, έναν ανεκτίμητο άνθρωπο με πλατιά μόρφωση, με τεράστια μνήμη και με μεγάλο ηθικό ανάστημα, πρώην γενικό επιθεωρητή πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κομοτηνή, συγγραφέα και γλωσσομαθή. Μετά τη δολοφονία του συνυπηρετήσαμε εν συνεχεία και πάλι με Νομάρχη τώρα τον Σταύρο Ευταξία, εκλεκτό Αθηναίο δημοσιογράφο, που διέφυγε στη Μέση Ανατολή για να μη συλληφθεί απ΄ τους Γερμανούς, λόγω εθνικής δράσης, και τέλος με τον Σαρανταεκκλησιώτη, από την ανατολική Θράκη, διακεκριμένο δικηγόρο της Θεσσαλονίκης και γαλλομαθή, τον αείμνηστο Γεώργιο Φλωρίδη. Φυλάξαμε τότε εμείς οι ντόπιοι Εβρίτες, μαζί με τους ξένους δημοσίους υπαλλήλους, δασκάλους και καθηγητές, με τη δουλεία μας και με την αντιστασιακή μας δράση – γιατί πολλοί επιβουλεύονταν την ανεξαρτησία μας – αξιοζήλευτες και ιστορικές Θερμοπύλες, που δεν ιστορήθηκαν όσο άξιζε».
Το Διδυμότειχο και αυτό πρέπει να το γνωρίζουν όλοι, κατά την περίοδο της Κατοχής τροφοδότησε με τρόφιμα την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, σώζοντας από την φοβερή πείνα πολλούς Αθηναίους δημοσιογράφους και τις οικογένειές τους. Τροφοδότης ήταν ο Αθηναίος δημοσιογράφος Σπυρίδων Σέλληνας, όπως προκύπτει από υπόμνημα του γραμμένο στο Κάιρο στις 31 Μαρτίου 1944. Ο Σπύρος Σέλληνας βρέθηκε στο Διδυμότειχο ως συνεργάτης του νομάρχη Σταύρου Ευταξία.

Ο μεγάλος αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος, υπάλληλος της Νομαρχία και καθηγητής στο Γυμνάσιο Διδυμοτείχου.
Στο Διδυμότειχο διορίσθηκε ως καθηγητής φιλόλογος, ο κατόπιν διεθνώς γνωστός αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος. Από το Διδυμότειχο δραπέτευσε στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον του Ναζισμού.
Κοντά όμως σε όλα αυτά τα ηρωικά και δραματικά γεγονότα, υπήρξαν και παράλληλες απώλειες από ποικίλες άλλες αιτίες. Μια τέτοια παράλληλη απώλεια, με πολλούς νεκρούς, στοίχειωσε το 1943 το Διδυμότειχο. Ήταν η φοβερή θανατηφόρα επιδημία ευλογιάς, η μεγαλύτερη στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, τα χρόνια εκείνα. Σ’ αυτόν την εφιαλτική χρονιά σημειώθηκαν στο Διδυμότειχο 1250 φανερά κρούσματα, ευλογιάς καθώς και 282 θάνατοι!!!
Μέσα από τις προσπάθειες καταπολέμησης αυτής της τρομερής ασθένειας, αναδείχθηκε η προσωπικότητα, η αποφασιστικότητα, η αφοσίωση στο καθήκον και ο σεβασμός στον όρκο του Ιπποκράτη, ενός νέου τότε γιατρού, του Βασίλειου Δημ. Χατζηπουλίδη, τον οποίο συμπαραστάθηκαν και οι γιατροί Μενέλαος Μαργαριτίδης, Δημήτριος Τασμαλής, Παπαπαναγιώτου, Πουλιάδης και Κουρτούνας.
Ας μη ξεχνάμε και τους Εβραίους συμπολίτες μας, που τα ναζιστικά κτήνη, τους οδήγησαν με τα «τρένα του θανάτου» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα κρεματόρια. Και να θυμηθούμε τις φοβερές περιγραφές, που διέσωσε στο βιβλίο του ο γνωστός γιατρός Μάρκος Ναχόν.
Μέσα στις τραγικές συνθήκες της Κατοχής, στην Ελλάδα αναπτύχθηκε ένα ρωμαλέο κίνημα εθνικής αντίστασης στο ναζισμό και το φασισμό. Οι Εθνικές Αντιστασιακές Οργανώσεις πάνω στα βουνά ολόκληρης της χώρας με τη διεξαγωγή δολιοφθορών, παρενοχλήσεων, ενεδρών και προσβολών κατά τμημάτων και μέσων του εχθρού αποδιοργανώνουν το σύστημα ασφαλείας και Διοικητικής Μέριμνας του και τον αναγκάζουν να διατηρεί σημαντικές δυνάμεις σε βάρος των Μονάδων σε άλλα μέτωπα. Παράλληλα στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική συγκροτούνται οι πρώτοι αμιγείς Σχηματισμοί και ο Ιερός Λόχος του Ελληνικού Στρατού και γράφουν νέες σελίδες δόξας και ηρωισμού στο Ελ Αλαμέιν, στο Ρίμινι, στα νησιά του Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα, πλάι στο πλευρό των Συμμάχων κατά του εχθρού.
Ο αγώνας του ελληνικού Λαού δεν σταμάτησε με τη συνθηκολόγηση και την κατάληψη της Ελλάδας. Δεν είχαν σβήσει οι νίκες της εποποιίας και η Ελλάδα μας καθημαγμένη με χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αιματόβρεχτη και μισοπεθαμένη πάνω στις δάφνες της, σταυρωμένη και αιχμάλωτη τριών αδίστακτων δημίων, των Γερμανών, των Ιταλών και των Βουλγάρων, με το Λαό της αποδεκατισμένο και βασανισμένο από την πείνα και τις στερήσεις, ιδίως κατά τον τραγικό χειμώνα του 1941-1942, βρήκε το κουράγιο και τη δύναμη να ορθώσει το ανάστημα και να στείλει τα παιδιά της στα βουνά, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, για να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι τη τελική Νίκη «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Στις 29 Αυγούστου 1944 το Διδυμότειχο γίνεται η πρώτη πόλη στην Ευρώπη που απελευθερώνεται από τις δυνάμεις της Αντίστασης, το 81ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ δίνει μάχη και κατορθώνει να επικρατήσει κατά της σημαντικής Γερμανικής δύναμης.
Δυστυχώς το δέντρο της λευτεριάς που ποτίστηκε με ποταμούς αίματος από όλους τους Έλληνες δεν ήταν γραφτό να ανθήσει, καθώς τα επόμενα χρόνια μετά την απελευθέρωση, έλαβε χώρα ο αδελφοκτόνος εμφύλιος, ο οποίος άφησε το στίγμα του και στον δικό μας τόπο.
Πολύ εύστοχα γράφει στο ποίημά του (Κατοχή 1941-44) ο ποιητής Αυγερινός Μαυριώτης από το Αμόριο της πάλαι ποτέ περιφέρειας Διδυμοτείχου:
Πεινάσαμε αλλά δε ζητήσαμε
ελεημοσύνη απ’ τον κατακτητή.
Δε γίναμε ζητιάνοι. Κρατήσαμε
το κεφάλι ψηλά, μείναμε όρθιοι.
Όταν ελευθερωθήκαμε,
απλώσαμε το χέρι, ζητήσαμε.
Ίσως να φταίει που έλειψε
ο ηρωισμός που τόσο άδικα
σπαταλήσαμε στα χρόνια του εμφυλίου.
Γι’ αυτό θα πρέπει όλοι οι Έλληνες να ήμαστε πάντα ενωμένοι, και να παραδειγματιζόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος, και να αποτελεί η 28η Οκτωβρίου 1940 μια επέτειο εθνικής ενότητας, ηρωισμού αυτοθυσίας και εθνικής αξιοπρέπειας.
Θέλει αρετή και τόλμη η Ελευθερία, ας ομοιάσουμε λοιπόν τους προγόνους μας,προσπαθώντας να ήμαστε ενάρετοι και τολμηροί, οι καιροί το απαιτούν, ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940 !!!

