Κείμενο του Δρ. Αθανασίου Ι. Γουρίδη (Πολιτικού Μηχανικού – Αρχαιολόγου)[1]
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αθανασίου Ι. Γουρίδη «Διδυμότειχο, μία άγνωστη πρωτεύουσα», Κομοτηνή 2006, σελ. 50-52. Κύρια βιβλιογραφική συνδρομή για το υστεροβυζαντινό Διδυμότειχο αποτέλεσε το έργο (διδακτορική διατριβή) του Φιλίππου Α. Γιαννόπουλου, «Διδυμότειχο, ιστορία ενός Βυζαντινού οχυρού», Αθήνα, 1989. Οι δύο σημαντικότερες πηγές για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η αφήγηση είναι ο ιστορικός-αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, Ιστοριών βιβλία , rec. L.Schopén, Bonn, 1828-1832 και ο Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, rec. I.Bekker, Bonn, 1855.

Ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος.
…Ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος στέφεται συναυτοκράτορας με τον πάππο του, Ανδρόνικο Β΄, στις 2 Φεβρουαρίου 1325, στην Αγία Σοφία, δίνοντας προσωρινό τέλος στον εμφύλιο που με διαλείμματα μάστιζε την αυτοκρατορία από το 1321. Εντούτοις, είναι στο Διδυμότειχο που πραγματοποιείται το Μάιο του 1326 η συνάντηση, μετά από 23 χρόνια, της Ρίτας Μαρίας, μητέρας του αυτοκράτορα με την κόρη της, Θεοδώρα, σύζυγο του Μιχαήλ ΙΙ Σισμάν, τσάρου των Βουλγάρων. Με την ευκαιρία λαμβάνουν χώρα πολυήμερες λαμπρές, δημόσιες και ιδιωτικές τελετές και γιορτές: «επιδημεί τω Διδυμοτείχω μετά της συζύγου ο Μιχάηλος και λαμπραίς ταις φιλοφροσύναις και δεξιώσεσιν εντυγχάνει προς τε του βασιλέως και της δεσποίνης ιδία τε και δημοσία»[2]. Το σημαντικό είναι ότι με την παραπάνω αφορμή πραγματοποιούνται κρίσιμη συνάντηση των δύο ηγεμόνων και συνομολόγηση συνθηκών, που από ότι φαίνεται ξεκινά στο Διδυμότειχο και ολοκληρώνεται στο Τζερνομιάνου, το σημερινό Ορμένιο, («εν αις και συνθήκαι παρ’ εκατέρων προήλθον») εναντίον του Ανδρόνικου του Β’ και του κράλη της Σερβίας Στεφάνου Ούρεση για την επίτευξή τους ο Ανδρόνικος υπόσχεται χρήματα και παραχώρηση σημαντικών εδαφών σε περίπτωση επικράτησής του.

Η Θεοδώρα Καντακουζηνή σε μοντέρνα απεικόνιση, έργο του ζωγράφου Βίντση Παύλου. Ο πίνακας βρίσκεται στην Ζαμάνθα RestoBar.
Τον Οκτώβριο του 1326, αμέσως μετά το δεύτερο γάμο του νέου αυτοκράτορα με την Άννα της Σαβοΐας στην Κωνσταντινούπολη[3], το βασιλικό ζεύγος ταξιδεύει για να εγκατασταθεί στο ασφαλές και φιλικό Διδυμότειχο. Στο δρόμο δέχεται την επίθεση Τούρκων̇ κατά τη μάχη ο αυτοκράτορας τραυματίζεται σοβαρά στο μηρό. Έτσι, αναγκάζεται να παραμείνει κλινήρης στο Διδυμότειχο ολόκληρο το χειμώνα και την άνοιξη της επόμενης χρονιάς. Περίπου τότε ανακύπτει στην πόλη η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στο περιβάλλον της νέας, ρωμαιοκαθολικής αυτοκράτειρας και τους Ησυχαστές, που έχουν επικεφαλής τη Θεοδώρα, μητέρα του Μεγάλου Δομέστικου και μετέπειτα αυτοκράτορα, Ιωάννη Καντακουζηνού.
Το Διδυμότειχο παραμένει έδρα του νεαρού Ανδρόνικου κατά την τελευταία φάση του εμφυλίου πολέμου, από τα τέλη του 1327, όταν πλέον οι συνθήκες έχουν διαμορφωθεί υπέρ αυτού. Ο αυτοκράτορας για άλλη μία φορά συγκεντρώνει τα στρατεύματά του στην πόλη και εκστρατεύει εναντίον των δυτικών κτήσεων του πάππου του, αφήνοντας στη θέση του τη σύζυγό του, τη Θεοδώρα και στρατηγούς το Μιχαήλ Ασάνη, τον ύπαρχο Μονομάχο και τον πρωτοβεστιάριο Ανδρόνικο Παλαιολόγο.

Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός.
Ο Ανδρόνικος Γ’ γίνεται κύριος της Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο του 1328 και της Κωνσταντινούπολης τη νύχτα της 23ης προς την 24η Μαΐου του ιδίου έτους, οπότε ανακηρύσσεται μονοκράτορας. Συνεχίζει όμως να χρησιμοποιεί το Διδυμότειχο για τις επιχειρήσεις εναντίον των Βουλγάρων, καθώς, ήδη πριν τελειώσει ο εμφύλιος, ο γαμπρός του, Μιχαήλ έχει στραφεί εναντίον του, με πρόσχημα την ασυνέπεια του συμμάχου του. Οι εχθροπραξίες συνεχίζονται μέσα στο 1328 μέχρι τη συμφιλίωση, χάρη στην παρέμβαση της μητέρας του Ανδρόνικου και πεθεράς του Μιχαήλ. Στις αρχές του θέρους του 1329 ο Ανδρόνικος με τον Καντακουζηνό επιτίθενται εναντίον των Οθωμανών Τούρκων στη Βιθυνία, στην καταστροφική για τους Βυζαντινούς μάχη του Πελεκάνου[4]. Στη συνέχεια, μετά το νέο, σοβαρό τραυματισμό στο πόδι του, ο αυτοκράτορας, αφού διαλύει το στρατό, επιστρέφει και πάλι στο Διδυμότειχο, τη de-facto πρωτεύουσά του. Εδώ εξυφαίνονται διεργασίες, εξελίσσονται διαπραγματεύσεις και λαμβάνονται σημαντικές πολιτικές αποφάσεις και, ακόμη, εδώ προσφεύγουν όσοι ηγεμόνες αναζητούν ακόμη στο βυζαντινό κράτος τη διευθέτηση των προβλημάτων τους, όπως ο Χιώτης Λέων Καλόθετος, στα 1328.

Το Κάστρο του Διδυμοτείχου.
Μετά τη συρρίκνωση της αυτοκρατορίας και τη στροφή στην ενδοχώρα των Βαλκανίων το Διδυμότειχο, εστιακό σημείο της άμυνας εναντίον των Βουλγάρων και των λοιπών επιδρομέων, φθάνει να είναι σημαντικότερο από στρατηγικής άποψης και από αυτήν ακόμη την Αδριανούπολη: «Το Διδυμότειχο ήταν σε θέση να συνδυάζει όλα τα εμπορικά, γεωγραφικά και αμυντικά πλεονεκτήματα της Αδριανούπολης με την ικανότητα να προβάλλει πιο σθεναρή αντίσταση απέναντι σε εξωτερικούς εχθρούς απ’ ό,τι αυτή»[5]. Έτσι ήταν ασφαλέστερο από τη γείτονα πόλη, ενώ ταυτοχρόνως βρισκόταν πλησιέστερα από ότι η Κωνσταντινούπολη στα θέατρα των γεγονότων, δίπλα στα αναδυόμενα ισχυρά κράτη της Βαλκανικής που αμφισβητούσαν τη κυριαρχία του Βυζαντίου, τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Ταυτοχρόνως, διατηρούσε πάντοτε μια ευνοϊκή σύνδεση με τα σημαντικά λιμάνια της Αίνου και της Ηράκλειας. Ήταν, εκτός αυτών, το διοικητικό και οικονομικό κέντρο μιας περιοχής με πολυάριθμα κάστρα και πόλεις και με σημαντική για την αυτοκρατορία παραγωγή σιτηρών, βάση της αριστοκρατίας της γης της Θράκης.

Ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1270-1332) λόγιος, ανώτατος αξιωματούχος και πανεπιστήμων, από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του Βυζαντίου, πρόδρομος της ανθρωπιστικής αναγέννησης του 15ου αι.
Στην πόλη διέμεναν ισχυρές οικογένειες, όπως η Βουλγαροβυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια των Ασανιδών, ή οι οποίες επενέβαιναν ενεργά στην άσκηση της πολιτικής της αυτοκρατορίας. Προπάντων, σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη της πόλης κατά τη συγκεκριμένη περίοδο διαδραμάτισε η ύπαρξη στην περιοχή τεράστιας ακίνητης περιουσίας και ποικίλων άλλων οικονομικών συμφερόντων της οικογένειας των Καντακουζηνών. Σε μοναστήρι της πόλης, από το 1328 μέχρι το 1330, περιορίζει ο Ανδρόνικος Γ΄ το μεγάλο του εχθρό, μία από τις σημαντικότερες «αναγεννησιακές» προσωπικότητες της εποχής, συγγραφέα, αλλά και επιφανή πολιτικό, Μεγάλο Λογοθέτη, ουσιαστικό «πρωθυπουργό» της αυτοκρατορίας, Θεόδωρο Μετοχίτη, «εν ενί των αυτόθι φροντιστηρίων διατρίβειν»[6]· κάτι που υποδηλώνει και το σημαντικό αριθμό των μονών στην πόλη και τα περίχωρά της. Ο Μετοχίτης, ασυνήθιστος σε δυσχερείς συνθήκες διαβίωσης παραπονιέται για την κακή ποιότητα του κρασιού και την ανοίκεια συμπεριφορά των εντοπίων έναντί του.

Η εγχάρακτη λίθινη επιτύμβια πλάκα. Η ανάλυση των μονογραμμάτων μας αποκαλύπτει το όνομα όνομα «Ανδρόνικος Ραούλ Ασάνης Παλαιολόγος» γνωστός ως Ανδρόνικος Ασάνης ο Νεώτερος που έφερε τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα.
Στην ακμή της πόλης εμπεριέχεται και αναπόφευκτη η διαδικασία της πτώσης. Κατά το α’ μισό του 14ου αιώνα έχει ήδη συντελεστεί η μετατροπή του Διδυμοτείχου σε ένα ισχυρότατο κάστρο-πόλη, δίχως όμως μεγάλο μόνιμο πληθυσμό, ενώ η οικονομική ζωή εξαρτάται πλέον σχεδόν αποκλειστικά από την αγροτική παραγωγή, καθώς η ανασφάλεια, όπως και οι συνεχείς δηώσεις και λεηλασίες δεν επιτρέπουν την άνθηση του εμπορίου και των τεχνών.
Στα 1330, κατά την παραμονή του στο Διδυμότειχο, ο αυτοκράτορας ασθενεί σοβαρά και, θεωρώντας βέβαιο το θάνατό του, ορίζει τον Ιωάννη Καντακουζηνό ως κηδεμόνα του διαδόχου που η αυτοκράτειρα περιμένει. Ο Ανδρόνικος σώζεται χάρη στο αγίασμα που του κομίζουν από το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, πιθανώς το ευρισκόμενο παρά το Διδυμότειχο μονύδριο.

Το Κάστρο του Διδυμοτείχου.
Από το Διδυμότειχο, την ίδια χρονιά, εκστρατεύει ο Ανδρόνικος και πάλι εναντίον των Τούρκων του Ορχάν, που είχαν αποβιβαστεί στην περιοχή της Τραϊανούπολης, αλλά και την επόμενη άνοιξη, όπως και εναντίον του Ουμούρ, εμίρη του Αϊδινίου, που είχε εισβάλει στη Θράκη, το καλοκαίρι του 1331. Στη συνέχεια, επιτίθεται με ισχυρή στρατιά σε ακήρυκτο και αιφνίδιο πόλεμο εναντίον του νέου τσάρου των Βουλγάρων, Ιωάννη Αλεξάνδρου Σισμάν, διαδόχου του Μιχαήλ. Από το Διδυμότειχο ο αυτοκράτορας διαπραγματεύεται τη συνέχιση της ανακωχής με τη Βενετία, τον Ιούνιο του 1331 και εδώ συγκεντρώνει τη στρατιά για την αντιμετώπιση της σερβικής εισβολής, στα 1334. Ο Ανδρόνικος διατηρεί την αυλή του στην πόλη έως το έτος αυτό, οπότε επιλέγει τη Θεσσαλονίκη, καθώς το κέντρο βάρους των ενδιαφερόντων της αυτοκρατορίας μεταφέρεται πλέον στη Δύση.
Στις νέες επιδρομές των Τούρκων και Μογγόλων, στα 1335 και 1337, το κράτος έχει εξασθενήσει τόσο που ο Ανδρόνικος, μη μπορώντας να τους αντιμετωπίσει άμεσα σε μάχη οργανώνει ανταρτοπόλεμο μέσα στο ίδιο του το κράτος, σε άλλη μία απόδειξη του ξεπεσμού της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας, οι επιδρομές, κυρίως των Τούρκων, γίνονται τόσο συχνές που οι ιστορικοί της εποχής θεωρούν ως κουραστική ρουτίνα την επαναλαμβανόμενη περιγραφή των τεκταινόμενων.[7] Εκτός αυτών, οι φυσικές καταστροφές, όπως οι σεισμοί του 1332 και 1354 και κυρίως η τρομακτική πανώλη, ο Μαύρος Θάνατος του 1347-48 αποτελειώνουν τις αντοχές των Θρακιωτών.

Αναπαράσταση των εορτασμών για την γέννηση του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου στο κάστρο του Διδυμοτείχου, τοιχογραφία από τον Τεχνοχώρο, υψηλής γαστρονομίας, διασκέδασης και πολιτισμού, «Άβατον» στο Διδυμότειχο.
Στις 18 Ιουνίου του 1332 έρχεται στο φως στο Διδυμότειχο ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος[8]. Το γεγονός της γέννησης του πορφυρογέννητου πρίγκιπα γιορτάζεται στο Διδυμότειχο που εκείνη την εποχή θα είχε καταληφθεί από τη δυτικοευρωπαϊκή «ευγενή» συνοδεία της αυτοκράτειρας με αθλητικούς αγώνες «που εμιμούντο Ολυμπιακούς αγώνες… με τον φιλοτιμότερο τρόπο»[9]. Τα αγωνίσματα που διεξάγονται και περιγράφονται αναλυτικά απ το Νικηφόρο Γρηγορά είναι η γνωστή από τα ιπποτικά μυθιστορήματα «ντζούστρα», δηλαδή η μονομαχία δύο έφιππων ανδρών με σκοπό να γκρεμιστεί ο αντίπαλος από το άλογό του και το «τορνεμέν», κατά το οποίο συμπλέκονται δύο ισάριθμες ομάδες «μετά ροπάλων στερρών». Στους αγώνες συμμετέχει και ο αθλητικός και λάτρης των δυτικών αθλημάτων, πλην καταπονημένος από τους σοβαρούς τραυματισμούς Ανδρόνικος, παρά τις προτροπές των γιατρών του για αποχή.
Κατά την τελευταία περίοδο της βασιλείας του Ανδρόνικου, λαμβάνει χώρα στο Διδυμότειχο μια ιδιαιτέρως σημαντική συνάντηση ανάμεσα στον τότε Μεγάλο Δομέστικο και μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνό και τον Barthelemy de Rome, βικάριο του Λατίνου Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και απεσταλμένο του Πάπα Κλήμεντα του 6ου, με στόχο την επανένωση όλων των χριστιανών εν όψει του τουρκικού κινδύνου και την κοινή άμυνα.

Ο Μέγας Δούκας Αλέξιος Απόκαυκος.
Την άνοιξη του 1341 ο αυτοκράτορας ασθενεί από εγκεφαλική ελονοσία, υποτροπίαση παλαιού νοσήματος και τελευτά στην Κωνσταντινούπολη, τη νύκτα της 14ης προς την 15η Ιουνίου 1341, σε ηλικία 45 ετών. Στο θρόνο τον διαδέχεται ο μόλις εννέα ετών υιός του, Ιωάννης. Αμέσως εκδηλώνεται η σύγκρουση ανάμεσα στον Ιωάννη Καντακουζηνό, τον οποίο ο Ανδρόνικος πριν πεθάνει «εποίησεν εγκρατήν πάντων των πραγμάτων»[10] και τους αντιπάλους του, της «Αντιβασιλείας», με επικεφαλής τον Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και, στη συνέχεια, τον Παρακοιμώμενο και Μεγάλο Δούκα (αρχηγό του στόλου), Αλέξιο Απόκαυκο, μια σκοτεινή φυσιογνωμία της εποχής[11]. Τον Ιούλιο ο Καντακουζηνός σπεύδει στο Διδυμότειχο, όπου ήταν συγκεντρωμένη η στρατιά της αυτοκρατορίας με δική του οικονομική στήριξη, καθώς η Βουλγαρική απειλή ήταν άμεση. Εκεί δέχεται τους ηγεμόνες της Πελοποννήσου και των δυτικών επαρχιών για συνεννοήσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους αναθαρρήσαντες εχθρούς της αυτοκρατορίας, τον Ιωάννη Αλέξανδρο της Βουλγαρίας και τους Τούρκους. Τις κρίσιμες αυτές στιγμές, οι εσωτερικοί εχθροί δολοπλοκούν στην πρωτεύουσα και παίρνουν με το μέρος τους τη βασιλομήτορα Άννα της Σαβοΐας. Μετά την επιστροφή του το Σεπτέμβριο του 1341 στη Βασιλεύουσα και την αποτυχία των κατευναστικών ενεργειών του, ο Καντακουζηνός αναγκάζεται να αναχωρήσει για το Διδυμότειχο, στα τέλη του μήνα. Η πόλη ανάγεται πλέον στον πρωταγωνιστή των εξελίξεων που ακολουθούν, με πρώτη πράξη την αγόρευση του Ιωάννη ως συναυτοκράτορα στις 26 Οκτωβρίου του ιδίου έτους.
Υποσημειώσεις Κειμένου :
[1] Ο Αθανάσιος Ι. Γουρίδης γεννήθηκε το 1961 στα Βρυσικά Διδυμοτείχου και μεγάλωσε στο Διδυμότειχο από εκπαιδευτικούς γονείς. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ., 1985) και του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (ειδίκευση αρχαιολογία-ιστορία της τέχνης, 1989), ενώ το 2003 ανακηρύχθηκε Διδάκτορας Πολιτικών Μηχανικών του Α.Π.Θ. Εργάζεται στο Δήμο Σουφλίου ως Προϊστάμενος της Διεύθυνσης των Τεχνικών Υπηρεσιών. Είναι πολυγραφότατος και παρουσιάζει πολλές δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια.
[2] Νικ. Γρηγοράς, I ρ. 390-392.,.
[3] Η πρώτη του σύζυγος, Αδελαΐς- Ειρήνη του Μπρούνσβιγκ είχε πεθάνει στις 16/8/1324.
[4] Η Νίκαια πέφτει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων στα 1331 και ακολουθεί η Νικομήδεια στα 1337, κρίνοντας έτσι την τύχη της Μικράς Ασίας και θέτοντας νέους δυσμενείς όρους για την επιβίωση της αυτοκρατορίας.
[5] Βογιατζής Γ.Σ., Η πρώιμη Οθωμανοκρατία στη Θράκη. Άμεσες δημογραφικές συνέπειες, Θεσσαλονίκη, 1998. σ.328.
[6] Καντακουζηνός, I, 312.
[7] Γρηγοράς, 545.
[8] Η Δυναστεία των Παλαιολόγων αποτελείτο από τους ακόλουθους αυτοκράτορες (εντός παρενθέσεως η περίοδος βασιλείας τους):
-
Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος(1259-1282)
-
Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος(1282-1328), γιος του Μιχαήλ Η’
-
Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγος(1295-1320) συναυτοκράτορας, γιος του Ανδρόνικου Β’
-
Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος(1328-1341), γιος του Μιχαήλ Θ’
-
Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος(1341-1391), γιος του Ανδρόνικου Γ’
-
Ανδρόνικος Δ’ Παλαιολόγος(1376-1379), πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Ε’
-
Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος(1390), γιος του Ανδρόνικου Δ’
-
Ανδρόνικος Ε’ Παλαιολόγος(1403-1407) συναυτοκράτορας, γιος του Ιωάννη Ζ’
-
Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος(1391-1425), δευτερότοκος γιος του Ιωάννη Ε’
-
Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος(1425-1448), πρωτότοκος γιος του Μανουήλ Β’
-
Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος(1449-1453), τεταρτότοκος γιος του Μανουήλ Β’












