ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ ΓΙΟΥΡΤΣΟΓΛΟΥ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΒΑΤΑΤΖΗ ΕΝΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟ ΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΙΟΥΡΤΣΟΓΛΟΥ ΕΓΓΟΝΟΥ ΤΟΥ ΚΤΗΤΟΡΑ ΤΟΥ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΒΑΤΑΤΖΗ ΣΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ

Εικόνες, συνήθειες και δρώμενα εντός της οικίας που έζησε, της γειτονιάς του και της πόλης των Κάστρων όπου κινήθηκε ως παιδί και ως έφηβος τον περασμένο αιώνα.

Το κείμενο αποτελεί ομιλία του κ. Γιώργου Γιουρτσόγλου, η οποία εκφωνήθηκε στην εκδήλωση που πραγματοποίησε το Λαογραφικό Μουσείο Διδυμοτείχου στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2025 με θέμα : “Αρχιτεκτονική μιας άλλης εποχής στην οδό Ιωάννη Βατάτζη στο Διδυμότειχο”.

Αγαπητοί συμπολίτες ντόπιοι και ξένοι νοσταλγοί της παράδοσης και του πολιτισμού, σας καλωσορίζω στην εκδήλωση που τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και έχει στόχο την ανάδειξη του αρχιτεκτονικού πλούτο της χώρας.

Απόψε έχω τη χαρά και την τιμή να σας ξεναγήσω νοερά στο ένα από τα τρία νεοκλασικά κτίρια της οδού Βατάτζη.

Ο Ευάγγελος Γιουρτσόγλου.

Το εν λόγω οικοδόμημα κτίσθηκε την πρώτη δεκαετία του 1900 δηλαδή στις αρχές του εικοστού αιώνα από τον παππού μου Ευάγγελο Γιουρτσόγλου, που ήρθε από την Ανδριάνουπολη φέρνοντας από εκεί σπουδαίους μαστόρους με εμπειρία σε κατασκευές τέτοιας εμβέλειας.

Το σπίτι αυτό, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, σήμερα ανήκει, εκ κληρονομιάς, σ’ εμένα και τον ανηψιό μου Χρήστο Γιουρτσόγλου. Σε αυτό έζησαν οι γονείς μου μέχρι το τέλος του περασμένου αιώνα. Είναι ένα κτίριο – κατοικία που εκτείνεται σε τρία επίπεδα, έχοντας υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο.

Είναι κατασκευασμένο από πέτρα στην εμπρόσθια πρόσοψη, τούβλα και πλίνθους στις πλαϊνες πλευρές του. Η οπίσθια όψη του είναι κτισμένη από πλίνθους και τσατμά έχοντας από έξω ξύλινη επένδυση. Μάλιστα βλέπει σ’ ευρύχωρη εσωτερική αυλή με πρόσβαση από το σαλόνι του ισογείου. Μια δίφυλλη πόρτα με υαλοπίνακες οδηγεί στην αυλή μέσω τεσσάρων μονολιθικών σκαλοπατιών. Στα δεξιά τους υπάρχουν, σε στέρεο πέτρινο περίβλημα, δυο ευμεγέθεις στέρνες. Σε αυτές, σαν σε παιχνίδι, έριχνα μικρός, με σκοινί και κουβά τα καρπούζα για να κρυώνουν στη διάρκεια του θέρους.

Η οικία Γιουρτσόγλου από την μπροστινή πλευρά επί της οδού Βατάτζη.

Η κύρια είσοδος του νεοκλασικού βρίσκεται επί της οδού Βατάτζη. Η δίφυλλη ξύλινη θύρα εντοπίζεται σ’ εσοχή της πρόσοψης βάθους περίπου δυο μέτρων. Αρχικά υπήρχαν επτά στενόμακρα πέτρινα σκαλοπάτια και δύο πλαϊνά παράθυρα εκατέρωθεν της πόρτας στην εσοχή. Μεταγενέστερα αυτά κτίσθηκαν και έκλεισαν ενώ τα πέτρινα σκαλιά αντικαταστάθηκαν από περισσότερα πιο στένα από μωσαϊκό. Αυτό έγινε κατ’ ανάγκην επειδή η χωμάτινη οδός ασφαλτοστρώθηκε και το επίπεδο του οδοστρώματος κατέβηκε αρκετά.

Εισερχόμενος στο κτίριο ο επισκέπτης αντικρύζει μια τετράγωνη είσοδο και το ψηλοτάβανο σαλόνι του ισογείου.

Εντύπωση κάνουν το ξύλινο μασίφ πάτωμα και η ξύλινη διακοσμημένη οροφή. Στην πρόσοψη επί της οδού Βατάτζη εμφανίζονται τα τετράγωνα δωμάτια του ισογείου, δεξιά και αριστερά της εισόδου. Το καθένα διαθέτει δύο ψηλά ορθογώνια παράθυρα που βλέπουν κατάφατσα απέναντι το παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους.

Η θέση του κτίσματος καταλαμβάνει τον χώρο σε σχήμα γράμματος γάμμα κεφαλαίου με βορειοδυτικό προσανατολισμό έμπροσθεν και νοτιοανατολικό όπισθεν. Στην δεξιά πλευρά του σαλονιού πλαγίως και στην αριστερή προς τα πίσω, μετά τη σκάλα προς το υπόγειο, σχηματίζονται δύο μικρά δωμάτια που βλέπουν την εσωτερική αυλή.

Από το σαλόνι στ’ αριστερά του ισογείου ξεκινά μια ξύλινη περίτεχνη καμπυλωτή σκάλα με κουπαστή που φθάνει έως το αρχικό πλάτωμα του πρώτου ορόφου. Ομοίως από την ίδια αριστερή πλευρά του σαλονιού του ισογείου μια πόρτα με υαλοπίνακα οδηγεί σε ξύλινα σκαλοπάτια στο υπόγειο.

Το έδαφος του υπογείου είναι χωμάτινο. Ο χώρος διαιρείται στα τρία με γερά ξύλινα δοκάρια και πέτρινη τοιχοποιϊα. Σχηματίζονται δύο εμπρόσθια δωμάτια και ένα ευρύχωρο σαλόνι που ακολουθεί το σχήμα γάμμα. Το υπόγειο φωτίζεται μερικώς από μικρά υπερυψωμένα παραθυράκια που βλέπουν στην εσωτερική αυλή. Στο έδαφος υπάρχουν ενσωματωμένα δύο ευμεγέθη πήλινα αγγεία όπου φυλάσσονταν το λάδι και το κρασί της οικογένειας. Στο φαρδύτερο τμήμα της αριστερής πλευράς υπάρχει βαθύ πηγάδι με αυτοσχέδια τροχαλία για την άντληση νερού. Σε βαθούλωμα του εδάφους παρατηρείται σωρός από κάρβουνα, που χρησίμευαν για την τροφοδοσία στα μαγκάλια της εποχής. Στ’ αριστερά της εξωτερικής πρόσοψης του κτιρίου διακρίνεται, χαμηλά, τετράγωνο μικρό άνοιγμα με μεταλλικό παραθυράκι. Από αυτό γίνονταν η προμήθεια με τα καυσόξυλα στο ένα δωμάτιο του υπογείου.

Τα πατώματα του ισογείου και του πρώτου ορόφου είναι συμπαγή ξύλινα με αρκετό πάχος. Είναι πολύ ανθεκτικά και δοκιμασμένα στις δονήσεις. Πάνω τους καταγράφηκαν στο παρελθόν τα συγχρονισμένα ποδοπατήματα δεκάδων χορευτών σε πάρτυ και γιορτές.

Τα ξύλινα ταβάνια των χώρων του ισογείου και του πρώτου ορόφου είναι περίτεχνα σκαλισμένα. Στο σαλόνι του ισογείου και στο δωμάτιο υποδοχής των ξένων από την κεντρική ξυλόγλυπτη ροζέτα κρέμονταν πολυέλαιοι, αμέσως με την άφιξη του ηλεκτρικού ρεύματος. Επίσης στην βορεινή πλευρά αμφότερων τοποθετήθηκαν από ένα ζεύγος απλίκες.

Στο πέρασμα των χρόνων το δάπεδο του ισογείου καλύφθηκε με μουσαμά και οι λευκοί τοίχοι με επένδυση ταπετσαρίας.

Η πίσω πλευρά της οικίας Γιουρτσόγλου.

Από την αριστερή μεριά του ισόγειου σαλονιού ανηφορίζουμε προς τον πρώτο όροφο μέσω μιας καμπυλωτής ξύλινης σκάλας με γυαλιστερή κουπαστή. Στο κάθε σκαλοπάτι διακρίνουμε δύο πλαϊνές οπές που υποδέχονται ισάριθμες ειδικές μεταλλικές βίδες. Σε αυτές εισχωρούν οι μπρούντζινες βέργες που συγκρατούσαν τους υφασμάτινους διαδρόμους ώστε να μην γλιστρούν προς τα κάτω.

Ο πρώτος όροφος ξεκινά με μικρή τετράγωνη είσοδο και εκατέρωθεν δύο δωμάτια το δεξί εμπρός, που βλέπει στην οδό Βατάτζη και το αριστερό πίσω, που βλέπει στην εσωτερική αυλή με ανεμπόδιστη θέα στην πόλη.

Έν συνέχεια μια δίφυλλη πόρτα, με ιδιαίτερο πόμολο πορσελάνης μας οδηγεί στο μεγάλο σαλόνι του πρώτου ορόφου. Αυτό είναι σαφώς φαρδύτερο από το αντίστοιχο του ισογείου, καθώς εκτείνεται και πάνω από τα σαχνισιά της αυλής.

Τα σαχνισιά, που αποτελούν κομψοτέχνημα της Βαλκανικής και της Μικρασιατικής Αρχιτεκτονικής, δημιουργούν επί πλέον ωφέλιμο χώρο. Είναι ξύλινες καμπυλωτές προεξωχές και στηρίζονται στα δοκάρια του ισογείου. Η λέξη σαχνισί έχει περσική προέλευση και σημαίνει: κάθισμα του Σάχη. Στην τούρκικη γλώσσα λέγεται τσικμάς.

Στη δεξιά πλευρά του σαλονιού υπάρχει πρώτα η είσοδος στο μικρό δωμάτιο που διαθέτει το εμπρόσθιο μπαλκόνι του κτίριου. Αυτό βλέπει στην οδό Βατάτζη και σε όλο το πρανές του Καλέ με τμήμα των τειχών του Κάστρου. Στην άκρη του μπαλκονιού υπάρχει στον τοίχο η μεταλλική υποδοχή για την σημαία. Πρίν από κάθε Εθνική εορτή ή επέτειο απελευθέρωσης θυμάμαι πως μαζί με τον πατέρα μου υψώναμε την Ελληνική σημαία με σταυρό ξηρά στο μπαλκόνι να κυματίζει περήφανη. Με την πάροδο των χρόνων η σιδεριά του μπαλκονιού διαβρώθηκε από τη σκουριά. Δυστυχώς αντικαταστάθηκε πρόχειρα με νέα χωρίς ν’ ακολουθεί η αρχική διακοσμητική τεχνοτροπία.

Το επόμενο δωμάτιο στα δεξιά είναι γωνιακό και μεγάλο. Διαθέτει τρία υψηλά ορθογώνια παράθυρα, δύο μπροστινά και ένα στο πλαϊ. Αυτό μάλιστα έχει ανεμπόδιστη θέα στον Καλέ και στο καμπαναριό της Εκκλησίας του Σωτήρος Χριστού.

Η αριστερή πλευρά του σαλονιού έχει τέσσερα μεγάλα παράθυρα που έχουν ανατολικό προσανατολισμό και άπλετη θέα στην πόλη. Διακρίνονται ευκρινώς ανάμεσα στις πολυάριθμες κεραμοσκεπές των σπιτιών το επιβλητικό Πρώτο Δημοτικό Σχολείο, το Τέμενος του Σουλτάνου Βαγιαζίτ, η υπέρλαμπρη Εκκλησία της Παναγίας Ελευθερώτριας, το Νοσοκομείο και το Δημοτικό Στάδιο.

Πλέον ήρθε η ώρα ν’ αναφερθούμε στον κτήτορα του κτιρίου και τη χρήση αυτού στο πέρασμα των χρόνων. Ο παππούς μου Ευάγγελος Γιουρτσόγλου ήρθε από την γειτονική Ανδριανούπολη. Έκτισε αυτό το νεοκλασικό οίκημα, στο οποίο εγκαταστάθηκε και έζησε με την Θρακιώτισσα σύζυγο του Ελένη Κουημτζή. Απέκτησαν τρία παιδιά, την Άννα, τον Δημήτριο και τον Χρήστο.

Η Άννα προικοδοτήθηκε από τους γονείς της με την απέναντι διώροφη οικία, που διατηρείται ως τις μέρες μας. Βέβαια η κόρη ερωτεύθηκε τον καθηγητή της Παναγιώτη Γούτα, τον παντρεύτηκε και τον ακολούθησε ώς Γυμνασιάρχη στην Πάτρα.

Ο Δημήτριος, ώς πρώτος διάδοχος, ανέλαβε τα ηνία της πατρικής εμπορικής επιχείρησης όταν ο γονιός του ασθένησε και απεσύρθη. Ατυχώς δεν μακροημέρευσε ούτε πρόφθασε να κάνει οικογένεια. Σε μια έξοδο για κυνήγι στον παγωμένο Έβρο με έλκηθρο βούλιαξε στα νερά και χάθηκε. Το στερεό επιφανειακό στρώμα του ποταμού υποχώρησε. Πνίγηκε και παρασύρθηκε το πτώμα του στη θάλασσα χωρίς να βρεθεί ποτέ.

Ο μικρότερος αδερφός Χρήστος, που φοιτούσε στην Εμπορική Σχολή της Θεσσαλονίκης, κλήθηκε ν’ αναλάβει την εμπορική επιχείρηση και να συντηρήσει την πατρική οικογένεια. Μάλιστα επειδή το κέντρο της πόλης μεταφέρθηκε πιο χαμηλά μετέφερε το εμπορικό του κατάστημα από την οδό Βατάτζη στην οδό Βασιλέως Αλεξάνδρου.

Ο Χρήστος Γιουρτζόγλου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την απελευθέρωση παντρεύτηκε την Αναστασία Ανθρακίδου από την Αλεξανδρούπολη. Απέκτησαν δύο αγόρια, τον αδερφό μου Βαγγέλη πρωτότοκο και εμένα τον Γιώργο δευτερότοκο. Στο τέλος του περασμένου αιώνα οι γονείς μου άφησαν το νεοκλασικό σπίτι μετακομίζοντας σε μικρό διαμέρισμα, λόγω γήρατος, επειδή αυτό τους παρείχε σύγχρονες ανέσεις.

Εγώ έζησα όλη την παιδική και εφηβική μου ηλικιά στην οικία της οδού Βατάτζη. Μολονότι σπούδασα και εργάστηκα σε άλλες πόλεις επέστρεφα τακτικά στο πατρικό της γειτονιάς του Αή Χαράλαμπου. Βίωνα τα σημαντικά γεγονότα στα δρώμενα του σπιτιού, ενώ παράλληλα ακολουθούσα, στο μέτρο του εφικτού, τον παλμό της πόλης των Κάστρων.

Ανεξίτηλες εικόνες έχουν χαρακτεί στη μνήμη μου από την ζωή και την καθημερινότητα στο διατηρητέο σπίτι μας. Πρωταρχικά θυμάμαι τις διηγήσεις συγγενών, φίλων και γειτόνων που έζησαν τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου.

Η πλατεία του Διδυμοτείχου επί κατοχής (φωτο από Παντελή Αθανασιάδη).

Στη διάρκεια της Κατοχής το κτίριο κατασχέθηκε από τους Γερμανούς. Εγκαταστάθηκε σε αυτό το Φρουραρχείο του κατακτητή. Λειτούργησε στους χώρους η λεγόμενη Κομαντατούρα. Η μυστική κρατική αστυνομία, αποκαλούμενη Γκεστάπο, μαζί με την αστυνομία των Ες Ες, χρησιμοποίησε το υπόγειο του κτιρίου ώς φυλακή και κολαστήριο. Υπήρξαν δεκάδες μαρτυρίες κατοίκων που μίλησαν για βασανισμούς πολιτών που συνελήφθησαν. Συνήθως επρόκειτο γι’ αντίποινα σε δολιοφθορές ντόπιων αντιστασιακών. Σε μια περίπτωση μάλιστα συνέλαβαν τυχαία δέκα πολίτες. Τους προσήγαγαν ενώπιον του Γερμανού αρχηγού της Κομαντατούρ. Μπήκαν στη σειρά. Όγδοος ήταν ο πατέρας μου Χρήστος. Για καλή του τύχη μόνο οι έξι οδηγήθηκαν στο απόσπασμα. Έτσι γλίτωσε από την καλή του μοίρα. Το συμβάν κρατήθηκε μυστικό από εμάς επί χρόνια όσο είμασταν παιδιά. Όταν ο αδερφός μου Βαγγέλης ενηλικιώθηκε ο πατέρας του το ανέφερε συγκινημένος. Μετά περιήλθε εις γνώση μου.

Βέβαια αψευδής μάρτυς υπήρξε η Γαβριήλαινα γειτόνισσα από το απέναντι μας ξύλινο διώροφο σπίτι. Η κυρά Βασιλική ήταν μια χήρα με δύο μεγάλα παιδιά. Αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της γειτονιάς. Μια γυναίκα χαρισματική που έχαιρε υπόληψης και σεβασμού απ’ όλους, εξαιτίας της στάσης ζωής, των εμπειριών και της αμεροληψίας στις κρίσεις της.

Οι Γερμανοί δεν έδιωξαν εντελώς την οικογένεια Γιουρτσόγλου μετά την επίταξη της νεοκλασικής οικίας. Απλά τους παραχώρησαν ένα δωμάτιο για να κοιμούνται. Στοιβάχθηκαν όλοι αναγκαστικά στο οπίσθιο δώμα του ισογείου. Ως κατακτητές οι Γερμανοί διαμόρφωσαν τους χώρους κατά το δοκούν. Στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου ύψωσαν τη σημαία με τη σβάστικα. Το διπλανό γωνιακό δωμάτιο του πρώτου ορόφου το διαμόρφωσαν σε ταχυδρομείο. Γι’ αυτό άνοιξαν ένα μικρό παραθυράκι στον ενδιάμεσο τοίχο προς το σαλόνι ώς θυρίδα. Από εκεί όλοι οι ένστολοι του Τρίτου Ραϊχ έστελναν και λάμβαναν τις επιστολές τους. Το ξύλινο πορτάκι της θυρίδας παραμένει ακόμη κατεβασμένο για να θυμίζει την Γερμανική Κατοχή της πατρίδος μας.

Όμως στο νεοκλασικό σπίτι υπήρξαν γεγονότα, ενασχολήσεις και δρώμενα τόσο στον εσωτερικό χώρο όσο και στην ευρύχωρη αυλή. Αρχικά με την ολοκλήρωση του κτιρίου και την εγκατάσταση του ζεύγους σε αυτό η γιαγιά Ελένη έφερε στον κόσμο τα τρία παιδιά γεννώντας τα κατ’ οίκον. Μεταγενέστερα, παρομοίως, στην επόμενη γενιά η νύφη της Αναστασία, με την συνδρομή της μαμής Μελπομένης Σεϊτανίδου, έτεκε στο μπροστινό υπνοδωμάτιο πρώτα τον Βαγγέλη και κατόπιν τον υποφαινόμενο Γιώργο.

Οι αναμνήσεις από την εσωτερική αυλή ξεχειλίζουν.

Θυμάμαι πως συχνά – πυκνά μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι σφάζαμε τα ορνίθια. Το εκάστοτε ζωντανό κότα ή κόκορας, ξεψυχούσε σκορπίζοντας ακέφαλο το αίμα παντού. Ευτυχώς στο κέντρο της αυλής υπήρχε ένα τσιμεντένιο σούελο με πέντε – έξι τρύπες. Έτσι ξεπλέναμε με άφθονο νερό τη ντροπή μας για την ορνιθοθυσία. Μετά γίνονταν τα ξεπουπούλισμα, η καύση με βαμβάκι και οινόπνευμα, ώς το βράσιμο στον τέντζερη. Τελικό αποτέλεσμα ήταν η γευστική κοτόσουπα.

Στην αυλή μια φορά το χρόνο γίνονταν σε καζάνια με καυτό νερό το βάψιμο τεμαχισμένων υφασμάτων. Αυτά κατόπιν ενώνονταν στην Σίνγκερ ραπτομηχανή και δημιουργούσαν πολύχρωμες κουρελούδες. Το θέρος όταν ωρίμαζαν τα φρούτα, σε μεγάλες τσίγκινες λεκάνες γίνονταν στην αυλή η εμβάπτιση τους σε αραιωμένο ασβέστη. Έτσι τα καϊσια και τα σύκα είχαν την τιμητική τους. Μετά τη βράση στη φλόγα του πετρογκάζ γίνονταν λαμπερά γλυκά κουταλιού. Η μάνα, σαν όλες τις νοικοκυρές, τοποθετούσε σε βάζα τα γλυκά και τ’ αράδιαζε στα ράφια του μπουφέ. Κάθε φορά που δέχονταν επισκέπτες είχε έτοιμο το χειροποίητο κέρασμα. Όμως η άγνοια των παιδιών και η λαιμαργιά τους τα οδηγούσε να βάλουν στα κρυφά το δάχτυλο και ν’ αφαιρέσουν ένα σύκο ή ένα καϊσι. Η συνέπεια φυσικά να ζαχαρώσει το σιροπιαστό γλυκό. Τότε ξεσπούσε ο καβγάς και ο κλέφτης είχε όνομα. Θυμάμαι ακόμη με τρόμο τα κοσμητικά επίθετα που εισέπρατα από τη μάνα: κακορίζικο, διαβολεμένο, αφορισμένο, άγουρο σατανά. Και δως του οι στριφτές τιμπιές στα μπράτσα, τους μηρούς και τα κωλομέρια.

Η έκφραση της απόλυτης νεανικής ελευθερίας συντελείτο στο σαλόνι του πρώτου ορόφου. Εκεί όπου υπήρχε ένα τεράστιο επίμηκες τραπέζι με φτερά στις δύο άκρες. Βάζαμε στο μέσον το πράσινο χαμηλό διχτάκι του πίνγκ πόνγκ και παίζαμε όλοι οι φίλοι μέχρι τελικής πτώσεως για τη νίκη. Κάποια φορά το πλαστικό μπαλάκι εκσφενδονίζονταν μακριά και κρύβονταν πίσω από τα μπαούλα με τις προβιές και τις σκουλωτές.

Το εσωτερικό της οικίας Γιουρτσόγλου.

Οι χειμώνες ήταν άγριοι στο Κάστρο με κρύο και παγωμένο χιόνι. Όμως η θαλπωρή της μασίνας αξέχαστη. Δεν κρατούσε ζεστή μονάχα την φασολάδα της Τεράρτης και της Παρασκευής. Θυμάμαι την εκ μητρός γιαγιά Σμαρώ μαζί με την Γαβριήλαινα ν’ ανοίγουν το πορτάκι της μασίνας και να βάζουν τη μασιά, φορτωμένη φέτες ψωμιού με κασέρι, πάνω στα κάρβουνα. Η κάμαρα μοσχοβολούσε καθώς πότιζε η ψύχα από το λυωμένο τυρί και η παιδική σιελόρροια χτυπούσε κόκκινο. Κρίμα που το λιγοστό κασέρι δεν κάλυπτε ολότελα την πλεονεξία μας.

Στην έναρξη κάθε σχολικής χρονιάς όλοι οι μαθητές αγοράζαμε δύο με τρια μέτρα χοντρό μπλε χαρτί για να καπλαντίσουμε βιβλία και τετράδια. Οι προνομιούχοι τα έβαζαν μέσα στη σάκα ενώ οι υπόλοιποι, μη έχοντες, τα κρατούσαν υπό μάλης. Τ’ αγόρια κάθε πρωί πρόβαραν στον καθρέφτη το πηλίκιο με την κουκουβάγια. Κάλυπταν τα κοντοκουρεμένα μαλλιά ή τον γλόμπο στο κεφάλι τους. Τα κορίτσια φορούσαν άσπρο γιακαδάκι πάνω στην μπλέ ποδιά. Έβαζαν κορδέλα στα μαλλιά ή στέκα κοκκαλάκι κατά τα ειωθότα.

Όλοι ανεξαιρέτως οι μαθητές της γειτονιάς όταν δίναμε εξετάσεις σπεύδαμε ευλαβικά στην εικόνα του Αή Χαράλαμπου, προσκυνούσαμε, ανάβαμε κεράκι και ζητούσαμε, με το βιβλίο ανά χείρας, να μας φανερώσει τα θέματα του διαγωνισμού.

Προς το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους περιμέναμε ανυπόμονα τις εορτές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων για να πούμε τα κάλαντα. Βγαίναμε στη γύρα ανεξαρτήτως καιρού να μαζέψουμε λίγα χρήματα για τις προσωπικές μας ανάγκες. Ήταν το χαρτζιλίκι για ν’ αγοράσουμε ότι τραβούσε η ψυχή μας. Έτσι οι παράδες έβγαιναν από τις τσέπες, το πουγγί ή τον κουμπαρά και γίνονταν μπίλιες, σφενδόνες, σβούρες, βατραχάκια, αυτοκινητάκια, τάκα – τάκα, κούκλες, μπάλες, σχοινάκια, χουλαχούπ αλλά και βιπεράκια, Κόμικς, Μίκυ Μάους, Ταρζάν, Σεραφίνο, Ποπάϋ ή Σούπερ Κατερίνα.

Παλιά φωτογραφία με μέλη της οικογενείας Γιουρτσόγλου.

Στη γειτονιά του Αή Χαράλαμπου τα σπίτια γύρω από το νεοκλασικό ήταν όμορφα μ’ εσωτερικές αυλές επί το πλείστον μονοκατοικίες. Οι νοικοκυρές τα φρόντιζαν να είναι παστρικά όπως έλεγαν. Η χλωρίνη και το λουλάκι ήταν σε ημερήσια διάταξη. Όταν έβρισκαν αφορμή πήγαιναν στα γειτόνια δήθεν να γυρέψουν κάτι ένα αυγό, ένα λεμόνι, λίγο αλεύρι ή ζάχαρη. Έτσι άρχιζαν το κουβεντολόϊ με τις ποδιές της κουζίνας χωρίς παρεξήγηση. Τ’ απογεύματα έπιναν αναμεταξύ τους καφέ και έλεγαν το φλυτζάνι. Τα χειμωνιάτικα βράδια άπλωναν τον τραχανά ή έσπαγαν καρύδια και αμύγδαλα καθαρίζοντας την ψύχα.

Όμως από την άνοιξη, μετά το Πάσχα ώς τον Αή Δημήτρη και τα χρυσάνθεμα, ζωντάνευαν στα φαρδιά σκαλοπάτια κάποιων σπιτιών τα νυχτέρια. Ήταν η μάζωξη με τα γυναικόπαιδα. Τότε μπορούσαν να κουβεντιάσουν ελεύθερα με αστεία και χωρατά, να πουν ανέκδοτα, να μεταδώσουν ειδήσεις, να κάνουν κριτική στα κακώς κείμενα της πόλης ή να τραγουδήσουν.

Στα πέτρινα σκαλιά της Γαβριήλαινας γίνονταν στριμωξίδι και το αδιαχώρητο κάθε σούρουπο. Έπεφταν βροχή οι πληροφορίες για γεννήσεις, γάμους, βαφτίσεις, χορούς, εράνους, φιλανθρωπικές δράσεις, γιορτές και πανηγύρια. Όμως δεν υπήρχαν μόνο τα ευχάριστα. Υπήρχαν τα σχόλια για ξυλοδαρμούς, απόπειρες αυτοκτονίας, εξώγαμα τέκνα, παράνομους δεσμούς, ενδοοικογενιακή βία, πορνεία και οικονομικά φαλιρίσματα.

Η έννοια του μαχαλά ήταν συνώνυμο της προσφοράς και της αλληλεγγύης. Κάποιες ανάγκες που προέκυπταν απαιτούσαν την συμμετοχή όλων. Το πιο συνηθισμένο απρόοπτο ήταν να ξεφύγει ένας ατίθασος κόκορας ή μια αλανιάρα κότα από το κοτέτσι της κυρά Κυριακούλας. Μόλις μας ενημέρωναν πως τ’ ορνίθι λουϊρνά ελεύθερο στο δρόμο γίνονταν επιστράτευση. Μικροί και μεγάλοι την κυνηγούσαν φτιάχνοντας έναν ασφυκτικό κλοιό ώστε να την τσακώσουν και να ξαναμπεί στο κοτέτσι. Τα παιδιά κάναμε μπλονζόν απελπισίας. Καλύτερη τύχη όμως είχαν οι κυράδες με τις φαρδιές φούστες που τις μπαγλάρωναν πιο εύκολα.

Χαρά μεγάλη είχαμε όταν έφθανε η σοδειά με τα καλαμπόκια της Γιαντσάδαινας πίσω από το Πρώτο Δημοτικό Σχολείο. Κάποιος έδινε το σύνθημα και όλα τα γυναικόπαιδα ξεχυνόμασταν να καθήσουμε οκλαδόν δίπλα στους σωρούς. Καθαρίζανε τα μπασιάκια τοποθετώντας τα πάνω σε απλωμένα λευκά σεντόνια. Η πληρωμή σε είδος ήταν λίγα τεμάχια αραβόσιτου, τα όποια βρασμένα ή ψητά αποτελούσαν εξαίρετη λιχουδιά.

Στην προέκταση της οδού Βατάτζη, ακριβώς πάνω από τα σκαλάκια του σημερινού Λαογραφικού Μουσείου, η οικογένεια Κυριαλάνη δούλευαν το σκουπόχορτο. Όταν έφθανε το φορτίο σπεύδαμε να βοηθήσουμε φτιάχνοντας μικρές δεσμίδες, που κόβονταν στις άκρες και ράβονταν για να γίνουν σκούπες καθαριότητας. Τα επιδέξια χέρια του αντρόγυνου με σπάγγους και σακοράφες τελειοποιούσαν το προϊόν φτιάχνοντας χερούλι και κοντάρι.

Διάφορα αντικείμενα από την οικία Γιουρτσόγλου.

Μια άλλη συχνή ομαδική συνεργασία των γειτόνων είχε να κάνει με το κουβάλημα των κασόξυλων από τον δρόμο στον εσωτερικό χώρο των σπιτιών που ήταν υπόγεια, υπόστεγα ή κλειστές αποθήκες. Όταν ο μαχαλάς γέμιζε από κορμούς και κλωνάρια δέντρων τα γυναικόπαιδα σήκωναν τα μανίκια να βοηθήσουν στη μεταφορά. Οι εργάτες με τσεκούρια και πριόνια τεμάχιζαν τους κορμούς των ξύλων. Ο δρόμος γέμιζε πριονίδι και κομμάτια φλοιού που χρησίμευαν για προσάναμμα στις σόμπες. Αυτά έμπαιναν σε τσουβάλια. Πριν νυχτώσει όλα τα καυσόξυλα έστεκαν στοιβαγμένα σε ιδιωτικό χώρο ώστε να μην αποτελέσουν λεία κλεφτών στη διάρκεια της νύχτας.

Βέβαια υπήρχαν σημεία αναφοράς για τους κατοίκους που διέμεναν στη γειτονιά του Αή Χαράλαμαπου. Πλέον εμφατικό ήταν ο φούρνος του κυρ Δημητρού. Έψηνε τα ζυμωτά ψωμιά, τα φαγητά κάθε λογής, τις διάφορες πίτες στα ταψιά και τα τσουρέκια στις λαμαρίνες. Γυναίκες, παιδιά και υπηρέτριες στέκονταν σε αναμονή την ώρα του μεσημεριού να παραλάβουν τα ψημένα τους εδέσματα. Οι ποικίλες μυρωδιές έλουζαν τις μύτες ευχάριστα. Ο φούρναρης της καρδιάς μας, καλόκαρδος και υπομονετικός, άφηνε τα πιτσιρίκια να κλέψουν κάποια ξεροψημένη πατάτα ή μπάμια από τις πήλινες γαβάθες. Συχνά μάλιστα έκλεινε το μάτι συνομωτικά όταν έλειπε η κάτοχος του φαγητού. “Παιδούδια είναι και λιμπίζονται” έλεγε.

Ένα άλλο στέκι που προξενούσε ευχαρίστηση ήταν το τυροκομείο του κυρ Φώτη, επειδή πουλούσε χύμα γιαούρτι τσανάκας. Με μια πιατέλα ανά χείρας μικροί και μεγάλοι, ένας για κάθε οικογένεια, πήγαιναν πρίν νυχτώσει ν’ αγοράσουν το πρόβειο γιαούρτι με την παχιά κρούστα. Ήταν εξαίσιο, όλο νοστιμιά.

Ατραξιόν στην οδό Βατάτζη αποτελούσαν και τα περήφανα άλογα που κατηφόριζαν από τ’ αχούρια του Ναλμπάντη με τον δυνατό καλπασμό των οπλών τους. Πορεύονταν προς την Εκκλησία της Θεοτόκου. Περνώντας μπροστά από το γειτονικό στάβλο του κυρ Αχιλλέα κινητοποιούσαν τις φοράδες του. Σύσσωμα τα ιπποειδή χλιμίντριζαν έντονα φλερτάροντας στον άτυπο χαιρετισμό τους. Τα θηλυκά χρησίμευαν για ζέψιμο στο κάρο που μετέφερε χρήσιμα φορτία, ενώ τ’ αρσενικά προσφέρονταν για ιππασία στη φύση.

Η πιο έντονη και χαρακτηριστική ανάμνηση προέρχεται από την βουκολική εικόνα της εποχής του τρύγου. Μια ευλογημένη μέρα έφθαναν σε κοφίνια τα σταφύλια από το αμπέλι του παππού Ευάγγελου. Σε ειδικό κλειστό κάρο με ξύλινα πλαϊνά τοιχώματα άδειαζαν τα τσαμπιά με τα σταφίλια. Άντρες, γυναίκες και παιδιά έπλεναν τα γυμνά πόδια τους κι ανέβαιναν, με σηκωμένα τα μπατζάκια των παντελονιών ή τις φούστες, να πατήσουν τα σταφύλια επάνω στο κάρο. Χοροπηδούσαν με κέφι και συχνά τραγουδούσαν. Το ζουμί έρεε σε ανοιχτά δοχεία από κάτω και στην πορεία θα γίνονταν μούστος και κρασί. Ενίοτε ξίδι.

Όμως υπήρχαν δραστηριότητες καθημερινές που διαρκούσαν όλο το έτος και άλλες που ήταν αμιγώς εποχιακές.

Ο γαλατάς περνούσε κάθε πρωί με τον γαϊδαρό του και αναφωνούσε με στόμφο την επαγγελματική του ιδιότητα. Είχε δύο γκιούμια κρεμασμένα αμφίπλευρα στο ανοιχτό δισάκι του. Με το αλουμινένιο ογκομετρικό δράμι της μιάς ή μισής οκάς τροφοδοτούσε με γάλα τα τεντζεράκια των νοικοκυριών έξω από πόρτες ή παράθυρα. Οι μανάδες έβραζαν το ρόφημα πρίν δοθεί στα παιδιά. Άν τυχόν περίσσευε το έκαναν κρέμα ή ρυζόγαλο. Πιό αραιά μία ή δύο φορές την εβδομάδα περνούσε ο γανωτζής. Αυτός γιάλιζε με το καλαϊ τα μεταλλικά σκεύη. Όσα τσαγκλιά απαιτούσαν μικρά μπαλώματα τα έφτιαχνε επί τόπου. Τα υπόλοιπα, που ήθελαν αρκετή δουλειά, τα κρεμούσε στο γαϊδούρι. Όταν επέστρεφε λαμποκοπούσαν, ήταν τσίλικα σαν καινούργια.

Το καλοκαίρι κάθε απόγευμα περνούσε ο παγοπώλης. Είχε τον πάγο σε κολώνες σκεπασμένες με χοντρή λινάτσα. Πωλούσε στα νοικοκυριά μισό ή ένα μέτρο παγοκολώνα. Στο παγοποιείο, που ήταν εργοστάσιο – ψυγείο, πολλές οικογένειες άφηναν προς φύλαξη τενεκέδες με τυρί ώστε να καταναλώσουν το προϊόν κατά το δοκούν όλο το χρόνο.

H οικία Γιουρτσόγλου.

Ένας άλλος εποχιακός ντελάλης και παραγωγός αγρότης ήταν ο καρπουζάς. Διαφήμιζε φωναχτά την πραγμάτια του. Καρπούζια στρογγυλά ή στενόμακρα, καούνια κίτρινα ή πεπόνια ριγωτά από το Τυχερό Έβρου. Διέθετε τροχοφόρο και παλαιού τύπου ζυγαριά με βραχίονα ή σταθμά. Αποστολή του να δροσίζει τα λαρύγγια των ανθρώπων. Ανάμεσα σε κομμάτια πάγου ή σε κρύο πηγάδι το καρπούζι ήταν πάντα φθηνό και ευφραντικό για κάθε ηλικία. Όμως μετά το μεσημβρινό γεύμα γινόταν μάχη από τις γυναίκες, που έτρεφαν γουρούνια, για τις καρπουζόφλουδες. Υπήρχε δεινός ανταγωνισμός και συχνά προσυνενόηση παράδοσης. Τίποτε δεν κατέληγε στα σκουπίδια. Αλλά εκτός από τα στενόμαρκα ριγωτά που τα ονόμαζαν ώς ποικιλία Αμερικάνικα, κυκλοφορούσαν τα μικρά πράσινο στρογγυλά σαν μπάλες. Αυτά είχαν διαφορετική τύχη και αποτελούσαν τη χαρά των παιδιών. Οι γονείς έκοβαν μια οριζόντια πλάκα με το κοτσάνι. Έβγαζαν με κουτάλι όλο το κόκκινο περιεχόμενο να φαγωθεί. Κατόπιν άνοιγαν με μαχαίρι τριγωνάκια στα τοιχώματα. Τοποθετούσαν στο βάθος ένα κεράκι τύπου ρεσώ και ολοκλήρωναν ένα ιδιαίτερο φαναράκι. Τέλος έφτιαχναν με σπάγγο μια κρεμαστή χειρολαβή συμπληρώνοντας το πόνημα. Πλέον ο κάθε πιτσιρικάς κυκλοφορούσε στα δρομάκια της πόλης κομπάζοντας για τον προσφερόμενο φωτισμό.

Το παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους ήταν τότε μικρό και ταπεινό. Βρίσκονταν στο βάθος ενός πευκώνα. Τα καλοκαίρια βούιζε η γειτονιά από τον ήχο των τζιτζικιών και το βράδυ έβριθε ο περιβάλλων χώρος από πυγολαμπίδες. Σαν παιχνίδι τα μικρά σχολιαρόπαιδα έπιαναν τον εκάστοτε τζίτζικα, του έδεναν το ποδάρι με σπάγγο και τον στριφογύριζαν στον αέρα σε κυκλική τροχιά εντοπισμού. Ομοίως με την παλάμη έριχναν στο έδαφος τις πυγολαμπίδες, που αποκαλούσαν κωλοφωτιές επειδή εξέπεμπαν φωσφορίζον φως στο οπίσθιο τμήμα τους. Έπειτα σάλιωναν το μέτωπο τους και τις κολλούσαν σε αυτό που ονόμαζαν τσιακάτι, κομπάζοντας από χαρά για το κατόρθωμα τους.

Την εποχή που γεννούσαν ασύστολα οι κότες της κυρίας Κυριακούλας οι προνομιούχοι της γειτονιάς έδιναν παραγγελία για φρέσκα αυγά. Κάθε απόγευμα οι μανάδες χτυπούσαν, στις περιβόητες πορτοκαλί φλιτζάνες, ένα αυγό με ζάχαρη και ελάχιστο κακάο. Ήταν μια εύκολη θεσπέσια λιχουδιά που ζωογονούσε τα παιδιά. Συχνά όμως οι νοικοκυρές έφτιαχναν τις περιβόητες αυγόφετες στο τηγάνι που πρόσφεραν με ζάχαρη ή μέλι σε όλη την οικογένεια.

Άλλωστε τα παιδικά παιχνίδια στον χωμάτινο δρόμο και στα μικρά οικόπεδα απαιτούσαν κίνηση και κατανάλωση θερμίδων. Εκτός από κυνηγητό και κρυφτό αγόρια και κορίτσια διασκέδαζαν παίζοντας ομαδικά τα μήλα, το τζίζ και το τσιλίκι. Δύσκολη ήταν η μακριά γαϊδούρα που επέλεγαν οι άρρενες έφηβοι καθώς και το χούλα χούπ της μέσης που ξετρέλαινε τις έφηβες θηλυκές.

Αρκετές φορές το χρόνο στην άκρη της πόλης επί τη ευκαιρία εκκλησιαστικών εορτών και εμπορικών πανηγύρεων κατέφθαναν κούνιες, τσίρκο και λούνα πάρκ. Τότε η γειτονιά μετακόμιζε στην κυριολεξία. Οι γυναίκες για ψώνια, σε είδη προικός, ρούχα, αξεσουάρ και κουζινικά. Οι άντρες για να επιδείξουν την δύναμη της γροθιάς ή την τέχνη στη σκοποβολή. Τα παιδιά επιλέγαμε να ρίχνουμε κρίκους στα παπάκια ή να κουνηθούμε στις βάρκες αντικρυστά. Με το λιγοστό χαρτζιλίκι του παππού ή του νονού αγοράζαμε κόκκινο γλασσωμένο μήλο, γλυφιτζούρι σε σχήμα πετεινού ή μαλλί της γριάς. Άν παρ’ ελπίδα βρίσκαμε τους γονείς μας ανάμεσα στο πλήθος ζητούσαμε να φάμε τουλούμπες, λουκουμάδες, σάμαλι, ψητά κάστανα, καλαμπόκια, αράπικο φυστίκι ή χαλβά Φαρσάλων. Φυσικά οι πιο τολμηροί επέλεγαν να πάρουν εισητήριο να μπουν στην τέντα όπου θα διεξαγόνταν ο γύρος του θανάτου.

Τις πρώτες δεκαετίες μετά τον εμφύλιο δεν υπήρχε στα σπίτια εσωτερική υδροδότηση και ηλεκτροδότηση. Η φύλαξη των τροφίμων γίνονταν στο μεταλλικό φανάρι με σίτα. Ήταν από αλουμίνιο με δύο οριζόντιες θέσεις και προστατευμένο από τις μύγες. Όσο για το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου υπήρχε η τενεκεδένια βρυσούλα καρφωμένη σε τοίχο ή δέντρο της αυλής.

Στο τριγωνικό άνοιγμα διασταύρωσης δρόμων στη γειτονιά του Αή Χαράλαμπου υπήρχε κοινόχρηστη βρύση με τουλούμπα. Οι φτωχές νοικοκυρές και οι υπηρέτριες των πλούσιων οικογενειών περίμεναν στη σειρά με στάμνες και ντενεκέδες να γεμίσουν νερό για τις καθημερινές ανάγκες. Εκεί έβρισκαν την ευκαιρία για συνομιλίες, σχόλια και ειδήσεις που αφορούσαν την κοινωνία.

Στα σπίτια οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν σίδερο με πυρωμένα κάρβουνα και κόλλα κολλαρίσματος για τα υποκάμισα, τα παντελόνια με την τσάκιση, τις πλισέ φούστες, τα γιακαδάκια και τις μαθητικές ποδιές.

H oικία Γιουρτσόγλου.

Οι τουαλέτες για την σωματική ανάγκη βρίσκονταν εκτός οικίας συνήθως στην αυλή και είχαν μια κεντρική οπή που επικοινωνούσε με βόθρο. Τις ονόμαζαν καμπινέδες και η στάση αφόδευσης ήταν κουκουνιαστή με λυγισμένα γόνατα στον αέρα. Ευγενικά στα σχολεία οι μαθητές, με σηκωμένο χέρι, ζητούσαν από τον δάσκαλο να πάνε στο μέρος. Καθημερινά οι μάνες ή οι υπηρέτριες έκοβαν με το ψαλίδι τετράγωνα χαρτάκια από εφημερίδες και τα σκάλωναν σε καρφί στον τοίχο του καμπινέ. Έτσι σκουπιζόσουν από τις ακαθαρσίες αλλά άφηνες ίχνη μελάνης στον πισινό. Ευνόητο πως οι μύγες βούϊζαν μπαινοβγαίνοντας στην τρύπα αφόδευσης.

Οι χωμάτινοι δρόμοι στις γειτονιές έβριθαν από ζωϊκές ακαθαρσίες αγελάδων, αλόγων και αδέσποτων σκύλων. Ο κόσμος ήταν εθισμένος στις οσμές των ζωϊκών αποβλήτων. Όμως ήταν άκρως χιουμοριστικό να βλέπεις ατσαλάκωτους, κουστουμαρισμένους άντρες με γραβάτα ή κομψές κυρίες με ταγεράκια, τακούνια, κομμώσεις και κραγιόν να βαδίζουν σε πατημασιές ζίγκ ζάγκ για ν’ αποφύγουν τα κάθε λογής περιττώματα. Επακόλουθο της γελοιότητας ήταν η κοινωνία να χρησιμοποιεί συχνά τον όρο σκατένιος για τ’ άθλια υποκείμενα.

Οι δυσκολίες της καθημερινής ζωής δεν αποστερούσαν τους ανθρώπους από το κέφι, το τραγούδι, το γλέντι και το φλέρτ. Τα βράδια με φεγγάρι ή έναστρο ουρανό κυκλοφορούσαν νεαροί κανταδόροι που, με συνοδεία ακορντεόν, βιολιού ή κιθάρας, τραγουδούσαν μελωδίες κάτω από μπαλκόνια θηλυκών υπάρξεων. Ο έρωτας είχε ρομαντισμό και αγνότητα στην έκφραση του. Στις ηλιόλουστες μέρες από τ’ ανοικτά παράθυρα άκουγες τραγούδια από ραδιόφωνα ή δίσκους γραμμοφώνου με νοσταλγικούς σκοπούς.

Αρχές Φεβρουαρίου στο νεοκλασικό ή μάνα είχε φούριες. Με την υπηρέτρια έκαναν γενική καθαριότητα και ετοίμαζαν κεράσματα για την γιορτή στο παρεκκλήσι. Την παραμονή και ανήμερα του Αγίου Χαραλάμπους η γειτονιά ήταν στολισμένη. Όλοι οι πιστοί από το Κάστρο και την γύρω περιοχή έρχονταν να προσκυνήσουν και ν’ ανάψουν μια λαμπάδα στη χάρη του. Από βραδίς τελείτο ο εσπερινός και ανήμερα στις 10 Φεβρουαρίου η θεία λειτουργία. Οι ιερείς όλων των εκκλησιών με τους ψαλτάδες ευλογούσαν το πλήθος επί δύο συνεχόμενες ημέρες. Η μάνα είχε την έγνοια να προσφέρει καφέδες, γλυκά και δροσερό νερό σε παπάδες και ψάλτες. Συγχρόνως να υποδεχθεί στο σπίτι και να κεράσει λικέρ και κέϊκ στους επισκέπτες του παρεκκλησιού από άλλες συνοικίες της πόλης.

Από τις αναμνήσεις μου δεν μπορώ να διαγράψω τα κρύα χειμωνιάτικα πρωϊνά των παιδικών μου χρόνων στο σχολείο. Θυμάμαι πως κουκουλωμένος με παλτό και γάντια έφθανα στο προαύλιο του Πρώτου Δημοτικού Σχολείου μ’ ένα ξύλο υπό μάλης. Όλοι οι μαθητές, με εξαίρεση παιδιά των απόρων οικογενειών, έπρεπε κάθε μέρα να προσφέρουν ένα κούτσουρο για την τροφοδοσία της θερμάστρας της τάξης τους με καύσιμη ύλη. Πρίν χτυπήσει το πρώτο κουδούνι μας πρόσφεραν στον δικό μας μαστραπά σκόνη γάλα από το τεράστιο καζάνι και μαζί μια φέτα ψωμί και κίτρινο τυρί προσφορά της Ούντρα. Ακολουθούσε η πρωϊνή προσευχή, σε παράταξη, κατά σειρά όλων των τάξεων, στον αύλειο χώρο πριν την είσοδο στην αίθουσα διδασκαλία. Μια Δευτέρα πρωϊ, μαζί έναν συμμαθητή, κάναμε την πρώτη μας κοπάνα για να παρακολουθήσουμε εκ του σύνεγγυς την περιφορά του Μπέη. Τον είδαμε, άγριο μουστακαλή, καμαρωτό πάνω στο άλογο με γυριστά κέρατα, να κομπάζει στο πλήθος. Η συνοδεία του εκτόξευε βωμολοχίες και παρενοχλούσε κυρίως γυναίκες και κοριτσόπουλα, που έτρεχαν να κρυφτούν μέσα στα καταστήματα. Ως τότε έδινα το παρόν μόνο στην καύση των κεράτων του τις βραδινές ώρες στα Τσαϊρια.

Το έθιμο της μεταμφίεσης μας συνεπήρε και στην εφηβεία μας αρχίσαμε να ντυνόμαστε καρναβάλια. Έτσι κάθε χρόνο η εκ μητρός γιαγιά Σμαρώ μου έκανε το χατίρι να μου φτιάξει μια πρόχειρη παράξενη φορεσιά. Μου έστελνε στα μπαούλα του πρώτου ορόφου του νεοκλασικού σπιτιού μας να της φέρω ότι γυαλιστερό ύφασμα έβρισκα. Ήμουν περιχαρής γιατί μου έφτιαξε, αρκετά χρόνια, διαφορετικές αυτοσχέδιες στολές μάγου, κλόουν, Άραβα, κουρσάρου αλλά και Τσιγγάνας, νοσοκόμας, χανούμισσας με στήθη από πορτοκάλια.

Ως ομάδα καρναβαλιών πηγαίναμε για φωτογραφίες στου Γκιδίκα ή στου Κομνηνάκη. Κατόπιν μια γυροβολιά στον κεντρικό δρόμο και επισκέψεις σε σπίτια γνωστών και αγνώστων. Για να μας ανοίξουν βέβαια έπρεπε ένας να αποκαλύψει το πρόσωπο και να την δηλώσει την ταυτότητα του. Τέλος όλοι οι μασκαράδες καταλήγαμε σε σπίτι με ευρύχωρο σαλόνι. Ξεφαντώναμε με χορό, βερμούτ, πειράγματα και αστεία σόκιν, αφού λόγω αποκριάς όλα επιτρέπονταν.

Κατόπιν ακολουθούσε χρονικά η Σαρακοστή. Νήστευαν σχεδόν όλη η γειτονιά του Αή Χαράλαμπου. Ο πατέρας μου και η Γαβριήλαινα σαράντα μέρες. Η μητέρα μου, εγώ κι ο αδερφός μου Τετάρτη και Παρασκευή. Η φασολάδα, το εθνικό μας φαγητό, είχε την τιμητική του, όπως και οι ελιές. Φυσικά η Μεγάλη Εβδομάδα ήταν αυστηρή νηστεία γι’ άπαντες τους Ορθόδοξους Χριστιανούς πλην βεβαίως ασθενών και οδοιπόρων.

Την Μεγάλη Πέμπτη κοινωνούσαμε αφού πρώτα φιλούσαμε το χέρι της κυρά Βασιλικής ζητώντας συγχώρεση. Αργότερα πήγαμε στο κατηχητικό και μάθαμε να τηρούμε το μυστήριο της εξομολόγησης. Έτσι λαμβάναμε συγχώρεση για τις κακές πράξεις μας με άφεση αμαρτιών.

Αξιοσημείωτο των δεκατιών εξήντα και εβδομήντα ήταν η τότε ασημαντότητα των γενεθλίων. Βαρύτητα είχαν οι ονομαστικές εορτές. Ο Χριστός, η Παναγία και οι εξέχοντες άγιοι της εκκλησίας τιμώνταν μεγαλοπρεπώς. Γι’ αυτό ο Χρήστος, η Μαρία, ο Δημήτρης, ο Γιώργος, ο Γιάννης, ο Κώστας, η Ελένη και πλείστοι άλλοι δέχονταν επισκέψεις και ευχές με δώρα την μέρα της εορτής των.

Στο δωμάτιο υποδοχής του νεοκλασικού της οδού Βατάτζη ο πατέρας Χρήστος δέχονταν ευχές τρεις μέρες κάθε Χριστούγεννα. Παρήλαυναν σε ζεύγη ή κατά μόνας συγγενείς, φίλοι και γνωστοί ολόκληρης της πόλης του Κάστρου. Ήθελαν να ευχηθούν υγεία, μακροημέρευση, οικογενειακή ευτυχία και καλά μπερεκέτια στην εμπορική δραστηριότητα. Το κέρασμα τους ήταν λικέρ ή κονιάκ και μια τυλιχτή τρούφα ή καριόκα ή αμυγδαλωτό.

Αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα όλα αλλάζουν. Η πρόοδος φέρνει τα πάνω – κάτω σε αυτά που ξέραμε και ζούσαμε. Το νερό και το ρεύμα μπαίνουν στα σπίτια. Δειλά – δειλά εμφανίζονται και οι τηλεφωνικές συσκευές κατ’ οίκον. Τα νοικοκυριά αποκτούν ψυγείο, κουζίνα, μίξερ, πιστολάκι μαλλιών. Δημιουργείται δωμάτιο λουτρού σε εσωτερικό χώρο. Μπαίνουν νιπτήρες, μπανιέρες και θερμοσίφωνες. Οι οροφές στολίζονται με κρεμασμένα πολύφωτα, τα κομοδίνα με γουστόζικα πορτατίφ και κάποιοι τοίχοι με απλίκες. Η καθημερινότητα αλλάζει ριζικά. Το λούσιμο στη σκάφη όπως και η μπουγάδα λόγω πλυντηρίου καθίστανται παρελθόν. Η ηλεκτρική σκούπα κάνει θαύματα. Οι γυναίκες ανακαλύπτουν το μπιντέ. Βάζουν στο πατάρι τις γκαζόλαμπες. Ο πατέρας δεν πουλά πλέον λαμπογιάλια, το φιτίλι και το πετρέλαιο όπως παλαιότερα. Οι στάμνες παραγκωνίζονται και οι νοικοκυρές τις σπάνε μ’ ευκολία στο δρόμο για γούρι πρίν από γάμο ή ταξίδι προσφιλούς ατόμου. Τα περίπτερα χάνουν μέρος της πελατείας που τηλεφωνεί από κοινόχρηστη συσκευή. Στα σπίτι εγκαθίσταται το έπιπλο που ονομάζεται κουτσομπόλα. Η τηλεόραση με ασπρόμαυρη οθόνη φέρνει επανάσταση στη διασκέδαση κι ο Τσελεμεντές με τις συνταγές μαγειρικής κάνει θραύση. Ευτυχώς που διατηρούνται τα πατροπαράδοτα έθιμα. Οι νοικοκυρές φτιάχνουν ακόμα στη Θράκη μας Βαρβάρες, Φανουρόπιτες, Βασιλόπιτα και τσουρέκια, μηκύκια και μουσταλευριές, κανταϊφια και λουκουμάδες. Αφήνουν μόνο τα χαζουρλόπια για τα ζαχαροπλαστεία.

Επιπροσθέτως ξεκινά η διεκδίκηση ισότητας των γυναικών με το αντρικό φύλλο. Το φεμινιστικό κίνημα επιτυγχάνει την απελευθέρωση σε επαγγέλματα ώς τότε ταμπού. Πολλές κακές συνήθειες όπως το κάπνισμα και η χαρτοπαιξία αφορούν πλέον κυρίες και δεσποινίδες. Απαραίτητα αξεσουάρ στη γυναικεία τσάντα, εκτός από το καθεφτάκι, το κραγιόν, τη χτένα και το ρούζ, είναι πλέον ένας αναπτήρας μ’ ένα κουτί τσιγάρα. Τα πυρρεία των μονοπωλείων ατονούν σε πωλήσεις. Αντιθέτως στα παιγνιόχαρτα έχουμε έξαρση. Οι τράπουλες και οι τζόκερ μέσω του Κουμκάν και οι πράσινες τσόχες γίνονται οικιακά αξεσουάρ στα συρτάρια πολλών νοικοκυριών. Τι κι αν η Εκκλησία δαιμονοποιεί τράπουλες και μπαλαντέρ. Τι κι αν οι ιερείς κατακεραυνώνουν τα θηλυκά που φορούν μίνι φούστες, βάφονται σαν Καραγκιόζες και τζογάρουν στα σπίτια με την χαρτοπαιξία.

Συχνά τα απογεύματα οι περισσότερες κυρίες συναθροίζονται για να ξύσουν την ψώρα της ντάμας και του βαλέ. Βέβαια υπάρχουν λίγες, πιο συντηρητικές, που ανθίστανται στον πειρασμό αλλά συμμετέχουν στις επισκέψεις. Αυτές ονομάζονται “ομιλούσες” καθότι κουβεντιάζουν πίνοντας τον καφέ και απολαμβάνοντας τα εθιμοτυπικά κεράσματα, κεϊκ, κουλουράκια, αλμυρά, πίτες και τυροπιτάκια κουρού. Δεν τις πτοούν οι καιρικές συνθήκες. Με κρύο, χιονοθύελλα και καταιγίδα οι προσκλήσεις είναι ισχυρές. Στην προκαθορισμένη ώρα οι χαρτοπαίχτες καθαρίζουν τις γόβες στα ποδόμακτρα, αφήνουν τις ομπρέλες στις εισόδους και παίρνουν την τυχερή τους θέση στο τραπέζι ανάμεσα στις φίλες που τις φέρνουν γούρι.

Αυτές είναι μερικές από τις θύμισες που έχω εντός του αιωνόβιου νεοκλασικού και σιμά στη γειτονιά του Αή Χαράλαμπου. Τότε που το κουλούρι κόστιζε μισή δραχμή και η τυρόπιτα ολόκληρη. Τότε που στο γήπεδο τρώγαμε σπόρια για να μετριάσουμε την αγωνία μας και οι μικροπωλητές, στο κασελάκι με τον πάγο, ξεφώνιζαν βυσσινάδα και μπυράλ. Τότε που το καπέλο στα χαρτιά κόστιζε ένα δίφραγκο. Κι έπειτα η κοινωνία άλλαξε το ντουνιά. Τα σύνορα άνοιξαν διάπλατα. Οι νέοι έφυγαν, εργάτες στο Βέλγιο και την Γερμανία, μετανάστες, για ν’ αποφύγουν τη φτώχεια. Μαζί έφυγαν και οι τελευταίες υπηρέτριες από το Κάστρο για καλύτερη τύχη.

Φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του κ. Γιώργου Γιουρτσόγλου :

Copyright © 2016 https://kastropolites.com/. All Rights Reserved