Ποίημα του Γιώργου Γιουρτσόγλου
Αγαπημένο χώμα μου σαν σε πατώ δακρύζω
την τέφρα των προγόνων μου με σεβασμό ποτίζω.
Κλαίω για σένα και πονώ μέσα απ’ τις διηγήσεις
σαν τη λαμπάδα καίγομαι ν’ ακούω στις ειδήσεις
πως έχεις στη φαρέτρα σου την πιό τρανή σημαία
να κυματίζει γαλανή πάνω στου Κάστρου την κορφή
και διαπερνούν το είναι μου χιλιάδες αναμνήσεις.
Βαδίζω και αποζητώ μες του Θεού την πλάση
από το φέγγος της αυγής μέχρι το σούρουπο της γης,
κυνηγημένος προσπαθώ στο βράχο σου να γαντζωθώ
και στις σπηλιές σου να κρυφτώ, εχθρός μη με προφθάσει.
Τα δίδυμα τα τείχη σου πετράδια συμπυκνώνουν
κτίσματα τόσο σπάνια μες του Καλέ τη γάστρα
μαέστροι τα λαξεύσανε, ν’ αστράφτουν, να μαγεύουνε,
στον κάμπο τον ανθόσπαρτο να λάμπανε σαν άστρα.

H χρυσή προτομή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου.
Σφύζεις ζωή απ’ τα νάματα, γέλια, χαρές και κλάματα
σπουδαίοι αρχιτέκτονες έκτισαν τους ναούς σου
άριστα διακόσμησαν των τέμπλων τα σκαλίσματα
κι άφησαν κληροδότημα στους τόσους Χριστιανούς σου.
Αρχαίων αναθήματα φήμη έφεραν στην πόλη
των σκαπανέων τα ευρήματα χάϊδεψαν τη θωριά σου
ενθύμια, κρήνες, κίονες από την Πλωτινούπολη
αγγεία και ψηφιδωτά αντλείς στο πέρασμα σου.
Τη χρυσαφένια προτομή του Σεπτίμιου Σεβήρου
τη δάνεισες απλόχερα σε αλλότριο μουσείο
μα σου ταξαν επάνοδο στον τόπο που ανήκει
γυρεύεις μες τον θρήνος σου και πνίγεις τον λυγμό σου
ώσπου να βρεις διέξοδο το δίκαιο αίτημα σου.
Τα πέτρινα ποδάρια σου κουλάδες αυλακώνουν
σκάβουν αργά τον ίσκιο σου σαν φίδια σε κυκλώνουν
κι από τις πολεμίστρες στο στόχαστρο ξένων πειρατών
θεριεύεις σαν βασίλισσα στον κάμπο των σταυραετών,
πνιγμένη μες το πράσινο και τους σιτοβολώνες
που αγρότες με τον ίδρω τους καλλιεργούν αιώνες
περήφανα κι ολημερίς για να τον κάνουν εύφορο
κι από το αλεύρι της κυράς να σου ζυμώσουν πρόσφορο.
Κάστρο μου απροσπέλαστο σε επιδρομές Σουλτάνων
δεν σου σκλαβώνουν την ψυχή, τη λεβεντιά σου, τη χλιδή
στα όσα δεινά έχει υποστεί η άφθαρτη πανοπλία.
Μόνο σαν πήραν το κλειδί απ’ τη βαλισοπούλα
με δόλο οι άπιστοι ωχθροί πανούργο βάλαν στόχο
και κτίσανε σαν τρόπαιο ένα τζαμί πελώριο
έξω απ’ τα τείχη κόσμημα στου Βαγιαζίτ τη δόξα.

Ψηφιδωτό δάπεδο : θεός Έβρος στην αρχαία Πλωτινόπολη.
Δίσεκτα χρόνια της σκλαβιάς μα οι Έλληνες αντέξαν
στα χώματα της Γκίμπρενας η λευτεριά ξανάρθε.
Το Διδυμότειχο μπορεί να καρπωθεί την αίγλη
μιας λαμπερής διαδρομής από τα περασμένα
και να ατενίσει αγέρωχα το μέλλον που του αρμόζει
φάρος να γίνει φωτεινός, του Έβρου το διαμάντι.
Μες της Ελευθερώτριας τον χρυσωμένο τρούλο
δεήσεις προς τον Ύψιστο οι ταπεινοί προσφέρουν,
τολμούν ανάταση ψυχών σιμά στ’ αγιάσματα
και τα χρηστά των πολιτών γαλουχημένα ήθη
θ’ αφιερώσουν τάματα, καντήλια, άνθη, γράμματα,
λιβάνια και θυμιάματα της Παναγιάς τα πλήθη.
Απ’ το άντρο το Βυζαντινό αγέρωχα αγναντεύεις
κι ανοίγεις τις φτερούγες σου, τη Θράκη κυριεύεις
σαν τον δικέφαλο αετό σε Ανατολή και Δύση
ελεύθερος σαν ίπταται καραδοκεί στη φύση
και προστατεύει όσα παιδιά φθάσαν κυνηγημένα
από τις αλησμόνητες πατρίδες τα καϋμένα
Αίνο, Ανδριανούπολη, Κεσσάνη, Συλιβρία
κι απ’ τις Σαράντα Εκκλησιές ήρθαν πεζοπορία
σαν διαβατάρικα πουλιά χωρίς να χάσουν τη λαλιά
αναζητώντας μια φωλιά με την ταλαιπωρία.
Διάβηκες σε αλγεινούς καιρούς, έτη βασανισμένα
μα κράτησες τα πιό ακριβά, φρόνημα και ταυτότητα
μίλαγες πάντα Ελληνικά και με βαθειά συνείδηση
κάτω απ’ του Μπέη τη μάσκα δυνάμωσες την πίστη.
Έτσι οι Ρωμνιοί κληρονομούν κι οι Καστρινοί γιορτάζουν
στις μνήμες των Αγίων τους σφάζουν και θυσιάζουν,
πληβείοι κι άρχοντες μαζί, όλοι τους μονιασμένοι
κουρμπάνια απ’ τα καζάνια τους εφραίνονται ενωμένοι.

Το Κάστρο του Διδυμοτείχου και ο Ερυθροπόταμος.
Μη μαραζώσεις στους καιρούς και μη φθαρείς στο χρόνο
κι άσε τον ψεύτη το ντουνιά να σε ζηλεύει μόνο.
Μην αυγατίσεις και μπλεχτείς σε ντέρτια και σαράκια
και χάσεις την πυξίδα σου στα ένδοξα δρομάκια.
Στοχάσου την κληρονομιά, πόση αίγλη και ιστορία
τα δοξασμένα σου σπαθιά κι η αστραφτερή σου φορεσιά
κρύβουν ανεπιφύλακτα μια υπέρλαμπρη πορεία.
Καμάρι των Βυζαντινών, πολιτισμού κοιτίδα
τις ρίζες σου έχωσες βαθειά στου ποταμού τις ξέρες
μάγεψες, με των Ορφικών τη λύρα σου, τις μέρες
και τυχοδιώκτες βάπτισες αλιείς σαν ήλιου αχτίδα,
ν’ αράξουν στα λημέρια σου αλλόθρησκοι σε κρύπτες
και γέφυρες στερέωσες στις δυό αντιπέρα όχθες,
να φτιάξει η ανθρωπότητα μια θαυμαστή ενότητα
πάνω απ’ τα καντερίμια σου ψάχνοντας την ποιότητα.
Με την πνοή σου ανάστησες και ζύμωσες τα έθιμα,
ειρηνικά κι υπέροχα στα σωθικά μας άσματα.
Πόσα τραγούδια εθνικά, κληροδοτημένα ήθη,
ζωντάνεψες δημοτικά με γκαϊντες και ζουρνάδες
τις παραδόσεις θέριεψες να μη θαφτούν στη λήθη.
Συ που καμπάνες σήμανες ψηλά στον Αή Θανάση
κι ορίζοντες μου φώτισες καθάριους να διαβώ,
πότισες με το αθάνατο νερό τους υπηκόους σου
κι απ’ το σγουρό βασιλικό ευώδιασεν η πλάση.
Πλέξε στεφάνια του Μαγιού στις γειτονιές σου τώρα,
τον αγιασμό σου πρόσφερε σε τούτη εδώ τη χώρα!
Επάλξεις μου πες να φυλώ στου λόφου σου το κλέος
και στου Σωτήρα το σταυρό αιώνια πίστη θα ορκιστώ
την αγία εικόνα του Χριστού να προσκηνώ με δέος.
Την τρίχειρη την Παναγιά την Διδυμοτειχίτισσα
γονυπετής θε ν’ ασπαστώ κι ολόκληρος να βαπτιστώ
σιμά στο εξαίσιο τέμπλο της στη θεία κολυμβήθρα.
Τις εντολές της θα τηρώ ν’ αντλώ κουράγιο στωϊκό
σαν κατηχήτρια κι οδηγό, σαν ερυθροσταυρίτισσα,
υψίστου ελέους αδερφή, στον κόσμο αγνή παντάνασσα
και φάρμακο της γιατρειάς που ορμήνευσε τα πλήθη
κι αλήθειες μύριες έγνεψε για να σωθεί η πόλη
και ν’ ανασάνει ελεύθερη απ’ τα μακάβρια πάθη.

Αρμενικός ναός Αγίου Γεωργίου.
Φρουρός σε Αρμένικη Εκκλησία στου Αή Γιωργιού τη χάρη
που διαφεντεύει απ’ τ’ άλογο λεβέντης σαν λιοντάρι.
Κειμήλια μύρια απ’ τα θεριά, ενθύμια τόσα βάσταξες
στης μάχης το παράλογο, δόρυ και συναξάρι.
Δράκους κι απίστους έδιωξες βράχε παλιοκαστρίτη,
με λύσσα επολέμησες της φύσης τ’ άγρια κτήνη
κι όσους εχθρούς εζύγωσαν έξω από τα τείχη
στο έρεβος τους πέταξες μια νύχτα αποσπερίτη
στην πλέον κακοτράχαλη κι απρόσιτη πλευρά.
Βατάτζη, Ορφέως, Τσιμισκή και στην οδό Βισβύζη
ήρωες σου στήσανε γιορτή κι οι άνθρωποι μετερίζι.
Εμπρός στης Βέμπως τ’ άγαλμα υμνούν την ιστορία
άντρες και γυναικόπαιδα θυμούνται τη Σοφία,
με μια φωνή όλο σάλπισμα ν’ ανδρειεύει παληκάρια
ν’ αντιλαλούν με ιαχές οι απότομες ραχούλες
φυντάνια για τη ‘λευθεριά να δίνουν τις ψυχούλες.
Μέριασε στο λημέρι σου, γαλήνεψε αφουγκράσου
άσε τα πλήθη να διαβούν, τα χελιδόνια να ‘ρθουν.
Τα χρόνια είναι ειρηνικά, οι άνθρωποι μονιασμένοι
η πολιπολιτισμικότητα σε χρήζει πρωτοπόρο
ζεις με καινούργια οράματα κι έχεις για δορυφόρο
τα όμορφα σου τα χωριά να σε ακολουθούνε
και να σε θέλουν οδηγό, προστάση στο τιμόνι,
ενάρετο πολεμιστή κι αγνό σημαιοφόρο.
Ψαθάδες και Κουφόβουνο, Μάνη, Πραγγί, Πετράδες,
Ελληνοχώρι, Καρωτή σε στεφανώνουν νύφη
με φορεσιές πολύχρωμες και πόρπες σκαλισμένες
ποδιές και κεφαλόδεσμους, πούλιες να λαμπιρίζουν
χορευτικά περίφημα του Έβρου μας πετράδια.
Σε κάθε επέτειο και γιορτή τρελλό είν’ το πανηγύρι
βήμα περήφανο κρατούν μες του χορού τη ζάλη,
λικνίζονται χαμογελούν και ξεδιπλώνουν αρετές,
κορμοστασιές καμαρωτές με μια περίσσεια χάρη.
Στα ακριτικά τα μέρη μας νταούλια ξεφαντώνουν,
Θρακιώτικα είναι τ’ άσματα στου κύκλου την κραιπάλη,
όταν σεμνά κοράσια κρατούν λεβεντονιούς
χοροπηδάνε με ρυθμό και ψιθυρίζουν λόγια,
τα καρδιοχτύπια τους μετρούν σαν τα παλιά ρολόγια
κι όταν εναγκαλίζονται ή αντικρυστά ανταμώνουν
φωτιές τα βλέμματα πετούν κι άτυπα ζευγαρώνουν.

Η λιτανεία των ιερών εικόνων κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, από το ναό του Χριστό στο ναό του Αγίου Αθανασίου.
Παραμονή Πεντηκοστής των Χριστιανών τα πλήθη
κοιμούνται έξω απ’ το Ναό του πάνσεπτου Σωτήρα.
Ψέλνουν τροπάρια οι ιερείς, εκπέμπουν ικεσίες
υμνεί ο λαός την Παναγιά, περιφορά της κάνουν
με σεβασμό την προσκυνούν ξάγρυπνοι και την ραίνουν
με άνθη, την εκλιπαρούν τη λύτρωση για να βρουν
από τις αμαρτίες τους, τ’ ανθρώπινα τους λάθη.
Την ευλογία παίρνουνε όλοι οι Καστροπολίτες
ξεχύνονται στις γειτονιές και πρώτα στην Καϊντρα
όπου Αρμεναίοι έζησαν χρόνια ευτυχισμένα.
Ξαναθυμούνται δρώμενα και ανασύρουν μνήμες
που βιρτουόζοι μουσικοί απ’ τους αστούς της πόλης
με τις κιθάρες, τα βιολιά και τ’ ακορντεόν τους
σκορπούσαν κέφι τις βραδιές χορεύοντας βαλσάκια
σε ανθοστόλιστες αυλές και πέτρινα σοκκάκια.

Παλιά αρχοντική κατοικία μοναδικό δείγμα αρμενικής κατοικίας. Έτος κατασκευής 1893. Ανήκει στην οικογένεια Θεοδοσίου Πυλούδη.
Ο φωτισμένος λόφος σου μαγεύει τις αισθήσεις
πλέον οι επισκέπτες σου βιώνουν συγκινήσεις.
Στους δώδεκα κουλάδες σου και στα διπλά σου τείχη
υπάρχουν τόσα σύμβολα κι επιγραφές ανάγλυφες
που μαρτυρούν το κύρος σου ώς Κάστρο Αυτοκρατόρων.
Από τις πολεμίστρες σου μάχονταν σαν λιοντάρια
φουροί, λαός, υπήκοοι με λεβεντιά και φρόνημα
πιστοί σ’ ένα δικέφαλο αητό του Έθνους καύχημα.
Είσαι η αρχόντισσα του νου στο κάλλος των αιώνων
σε κτίσανε για να γεννείς αστέρι μεγατόνων.
Οι μόνιμες ανηφοριές τη μέρα σε κουράζουν
το δείλι σου χαμογελούν σαν σε γλυκοκοιτάζουν.
Όμως στο φέγγος της νυχτιάς
και στο άγγιγμα μιας αγκαλιάς
με θέα τον παράδεισο, πόση ευτυχία βγάζουν.
Δεν σου αποσπούν μια σπιθαμή, μια αψίδα, μια μετώπη
απ’ την παρθένα σου θωριά και την αιώνια νειότη.
Σαν γλάστρα με βασιλικό μοσχοβολάς στην πλάση
και σε παγκόσμιους δίαυλους εκπέμπεις το άρωμα σου,
κρύβεις τα κάλλη σου σεμνά σαν τ’ ανομήματα σου.
Άνοιξε τις φτερούγες σου, ξελόγιασε τα πλήθη
ορκίσου πως σε κούρασε ο λήθαργος της πλάνης.
Δείξε με εξωστρέφεια όλα σου τα προσόντα
πρόβαλε την κληρονομιά, τη φήμη, τα ταλέντα.
Στάσου στο ύψος σου ξανά με σθένος και μεράκι
άστους νωθρούς, μικρόψυχους να τρώει το σαράκι.
Στάθηκες να συλλογισθείς. Πήρες σοφία γνώση.
Τρόμαξες και κουράσθηκες. Δείλιασες κάποιαν ώρα.
Πληγώθηκες και σκέφθηκες: Τι θ’ απογίνω τώρα;
Σκουμπώσου κι αναθάρρησε! Ξεκίνα, πάρε φόρα!
Δώσε το λόγο της τιμής. Πάλεψε μες τη μπόρα.
Γενέθλια πόλη πάτησες σε παρελθούσες δάφνες.
Άδικα μελαγχόλησες, άοπλη αντιστάθηκες
και μόνη βρήκες δύναμη, ψάχνοντας μες τις στάχτες.
Απλώσου, μεγαλούργησε και γκρέμισε τους φράχτες!
Γιατί είσαι έμβλημα ψυχής, ορόσημο στη χώρα
Γενναίο Διδυμότειχο, πιο τολμηρά προχώρα!
- Κάστρο Διδυμοτείχου













