Ο ΙΕΡΟΣ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΛΕ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

Απόσπασμα από το βιβλίο του Δρ. Αθανασίου Γουρίδη, Τα κρυμμένα πρόσωπα του Ιανού-Διδυμότειχο, μία αέναη περιπλάνηση, Έκδοση Δήμου Διδυμοτείχου 2018.

Ο ναός του Σωτήρος Χριστού είναι κτισμένος σε απόσταση 80 περίπου μέτρων βορειοδυτικά των Πυλών της Αγοράς. Έχει εξωτερικές διαστάσεις, μήκος 20,20 μ.(21,90 μ. με την κόγχη), πλάτος κυρίως ναού 12,50 μ. και πλάτος νάρθηκα 19,20 μ.

Ο μεταβυζαντινός ναός του Σωτήρος Χριστού.

Ο «Κώδηξ Δ΄» της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου μας πληροφορεί για την «ανακαίνισιν» του ναού στη θέση όπου πριν υπήρχε «μικρόν ευτελές και υπόσαθρον παρεκκλήσιον», όπως και για την ιστορία του ναού κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Πληροφορίες από τα τέλη του 18ου αιώνα, που αναφέρουν: «εκ της συνάξεως του Χριστού» και, κατά το έτος 1787 για τα έξοδα «εκ του μεκμετίου και του Χριστού»  μπορεί να σημαίνουν την πρώιμη, προσωρινή λειτουργία του ναού. Η θέση του κτίσματος στη διάταξη του βυζαντινού οικισμού του κάστρου, η καταγραφή των ιερών σκευών που προϋπήρχαν του ναού, αλλά και το πλήθος των παραδόσεων που σχετίζονται με τη θαυματουργή δράση του Χριστού του Κάστρου ενισχύουν την παραδοχή περί ύπαρξης στη θέση μονής, εκείνης του Χριστού Παντοκράτορος. Ο ηγούμενος της μονής κατά τα μέσα του 14ου αιώνα, αρχιμανδρίτης Γαβριήλ, εκ των ηγετών του Ησυχασμού, αναφέρεται από τον Ιωάννη Καντακουζηνό ως ένας από τους τρεις πνευματικούς ανθρώπους με θαυματουργικές ικανότητες και προφητικά χαρίσματα, τους οποίους είχε προσωπικά γνωρίσει, μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθανάσιο και τον μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ιλαρίωνα. Η Μονή θα αποτελούσε ένα από τα προπύργια του Παλαμισμού, άμεσα συνδεδεμένο με την Θεοδώρα Καντακουζηνή και την αυλή της.

Κεφαλαιογράμματη επιγραφή σε πλάκα επάνω από την κεντρική θύρα, παραδίδει ημερομηνία ίδρυσης την 2α Μαΐου, ημέρα ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Αθανασίου. Άλλη μαρμάρινη πλάκα με χρονολογία 1846 είναι εντοιχισμένη στην εξωτερική παρειά του ιερού. Η ανέγερση διαρκεί δύο έτη, μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 1848. Με την περάτωση του ναού αυτός γίνεται ενοριακός με παραχώρηση 100 και 160 οικογενειών, αντιστοίχως, από τις τότε υφιστάμενες ενορίες, του Αγίου Αθανασίου και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και εβδομαδιαία εναλλαγή των εφημερίων με τον ναό του  Αγίου Αθανασίου.

Ο ναός του Σωτήρος Χριστού σε παλιά φωτογραφία.

Η τρίκλιτη βασιλική στεγάζεται, όχι με ξύλινη στέγη, αλλά με βαριές λίθινες καμάρες. Με τον τρόπο αυτό ο ναός εντάσσεται στην ίδια ομάδα με το καθολικό της Παναγίας Πορταΐτισσας στην Κορνοφωλιά, τους ενοριακούς ναούς του Ασπρονερίου και των Βρυσικών, από το 1850 και το 1857, αντιστοίχως, αλλά και άλλους, των μέσων του 19ου αιώνα από τον Βόρειο Έβρο και την περιοχή του Ορτάκιοϊ (σημ. Ιβάιλοβγκραντ).  Το εγχείρημα εκτελέστηκε από «μαστόρους …. αλβανίτας»,  προερχόμενους από την περιοχή του Αχίρ (ή Αχή) Τσελεμπή, στην περιοχή του σημερινού Σμόλυαν. Η ανωδομή δέθηκε με ισχυρούς ξύλινους ελκυστήρες.

Ο καζάς του Αχή Τσελεμπή αποτελείται κυρίως από πομακοχώρια. Εν μέρει κατοικούνταν από Αρβανίτες που ήρθαν από την Ήπειρο στις αρχές του 19ου αιώνα και έγιναν οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές του ελληνισμού, ενώ ασχολούνταν με την οικοδομική, παράδοση που έφεραν από την πατρίδα τους. Με το Διδυμότειχο είχαν ιδιαίτερες σχέσεις και μάλιστα προς το τέλος του αιώνα αυτού η αστυνομία του καζά αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες Διδυμοτειχίτες.

Ο ναός είναι τρίκλιτος, με διπλή κιονοστοιχία από λίθινους κίονες οι οποίοι φέρουν την βαριά ανωδομή. Στο άνω μέρος τους, αντί για κιονόκρανο φέρουν δακτύλιο και ιδιάζουσα λεπτή, λίθινη «πλίνθο» με κοίλες πλευρές.

Η πρώτη επισκευή του ναού γίνεται μόλις το 1853, για να ακολουθήσουν και άλλες, μέσα στον 19ο αιώνα. Το κωδωνοστάσιο, κτισμένο επάνω σε εξαγωνικό βυζαντινό πύργο ανεγέρθηκε το 1873 και ανακατασκευάστηκε το 1894. Κατά τον μεσοπόλεμο, επί μητροπολίτου Ιωακείμ Σιγάλα, αντικαταστάθηκε από τη σημερινή κατασκευή.

Ο Ναός του Σωτήρος Χριστού στο Κάστρο του Διδυμοτείχου.

Εντός του ναού βρίσκονται δύο εικόνες, κειμήλια εξαιρετικής σημασίας για τους κατοίκους της πόλης  και ευρύτερα της Θράκης. Η πρώτη είναι μία βυζαντινή λιτανευτική αμφίγραπτη εικόνα: στη μία της όψη απεικονίζεται η αριστεροκρατούσα Βρεφοκρατούσα στον τύπο της Οδηγήτριας, πιθανώς τριχερούσας , περιβαλλόμενη από σεβίζοντες μικρογραφημένους αγγέλους. Στα δεξιά της και χαμηλά με μικρά ερυθρά γράμματα διαβάζουμε “Η ΔημοτυχΗ΄ΤΗσα”. Στην άλλη όψη αναπτύσσεται η Σταύρωση, όπου ο Ιησούς, ο Ιωάννης και η Θεοτόκος αποδίδονται λιτά, με συγκρατημένη έκφραση και βαθιά εσωτερική θλίψη που προσιδιάζει στον κλασικιστικό ιδεαλισμό των Παλαιολόγων και παραπέμπει σε αυτοκρατορικό εργαστήριο της Κωνσταντινούπολης,  στα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα. Η Ε.Παπαθεοφάνους – Τσουρή θεωρεί πιθανή τη σύνδεση της εικόνας με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο, ως συνοδεία του σε ειρήνη και πόλεμο, ένα θρησκευτικό, αλλά και πολιτικό σύμβολο, που θα υποκαθιστούσε για αυτόν την επίσης αμφιπρόσωπη εικόνα της Μονής των Οδηγών της Κωνσταντινούπολης. Η προσθήκη της προσωνυμίας “Η δημοτυχΗΤΗσα” θα είναι κατά τι μεταγενέστερη, όταν η εικόνα θα είχε καταστεί «παλλάδιο» της πόλης και δεσποτική εικόνα στο καθολικό της μονής του Χριστού Παντοκράτορα ή στον διάδοχο ναό.

Η δεύτερη  εικόνα είναι η δεσποτική του Παντοκράτορα Χριστού, για την οποία η παράδοση αναφέρει ότι ιστορήθηκε από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Μετά την απομάκρυνση της αργυρής επένδυσης η οποία επί μακρόν κάλυπτε το μεγαλύτερο τμήμα της εικόνας και τον καθαρισμό της αποκάλυψε ένα θαυμάσιο έργο, κλασικό δημιούργημα των Παλαιολόγειων χρόνων.

Αμφότερες οι εικόνες θεωρούνται θαυματουργές. Κατά την περίοδο της Πεντηκοστής, αλλά και τις άλλες εορτές του Κυρίου συνέρρεαν πιστοί, ιδιαιτέρως δε πνευματικά ασθενείς, «σεληνιαζόμενοι και παράφρονες» και συχνά διέμεναν για μέρες στο ναό ή στους ξενώνες των προσκυνητών, στην πίσω αυλή του ναού. Μέχρι σήμερα διατηρούνται στο νάρθηκα οι σιδερένιοι κρίκοι που χρησίμευαν για την πρόσδεση των ασθενών, χριστιανών, αλλά και αλλόθρησκων, μουσουλμάνων  και Ισραηλιτών. Τα θαύματα που αποδίδονταν στο Χριστό του Διδυμοτείχου ήταν πολλά και η φήμη του μεγάλη σε ολόκληρη τη Θράκη.

Το υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο του μεταβυζαντινού ναού του Σωτήρος Χριστού.

Το τρίζωνο τέμπλο του ναού αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα ώριμης τέχνης των μέσων  του 19ου αιώνα. Στην κάτω ζώνη αναπτύσσονται κομψά ξυλόγλυπτα θωράκια, ενώ οι κιονίσκοι που χωρίζουν τα διάχωρα φέρουν πλούσιο ελισσόμενο διάκοσμο. Επάνω από τις 8 δεσποτικές εικόνες της μεσαίας ζώνης το γείσο προεξέχει και ορίζει την ανώτερη ζώνη που φέρει 23 μικρές εικόνες. Το όλον επιστέφεται από δεύτερο προέχον γείσο. Στο μέσο και το ανώτερο σημείο του τέμπλου το καμπυλόμορφο αέτωμα υπό τον Εσταυρωμένο κοσμείται από πλούσια φορτωμένο καλάθι, ενώ ο Εσταυρωμένος κυριαρχεί στη σύνθεση. Στο ανώτερο αυτό τμήμα εφαρμόζεται η διάτρητη (αζούρ) τεχνική.

Με το τέμπλο συνανήκουν τα προσκυνητάρια και ο επισκοπικός θρόνος, ενώ αντιθέτως ο άμβωνας, αφιέρωμα των «ριτζηπέριδον» είναι απλούστερος. Στο Χριστό, όπως και στον Άγιο Αθανάσιο, τα κεντρικά βημόθυρα έχουν αντικατασταθεί με παραπέτασμα των μέσων του 19ου αιώνα, ενώ οι εικόνες από τα έτη 1847-1855 είναι στην πλειοψηφία τους αφιερώματα των συντεχνιών της πόλης. Διακρίνονται οι ζωγράφοι Παναγιώτης Αινείτης ή εξ Αγιάσματος, Στέφανος Αδριανουπολίτης, Χαράλαμπος, Ευστράτιος, Αγάπιος ιερομόναχος και σε μία περίπτωση πρώιμης εικόνας, από το 1827, ο Νικόλαος ο Αδριανουπολίτης. Ξεχωρίζει η εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνος, έργο του Παναγιώτου εξ Αγιάσματος, όπου ο Άγιος, ένθρονος σε χρυσοποίκιλτο θρόνο, φέρει πλούσια αρχιερατικά άμφια και περιβάλλεται από περίτεχνο μπαρόκ ρομβόσχημο κόσμημα, όπως και εικόνα του Αγίου Τρύφωνα, νέου αγένειου μπροστά σε εντυπωσιακό τοπίο, το οποίο μάλλον έλκει από χαρακτικά πρότυπα.

Επιτύμβια πλάκα στον αύλειο χώρο του ναού του Σωτήρος Χριστού.

Στον αύλειο χώρο βρισκόταν θαυμάσιος ξύλινος στεγασμένος εξώστης-κουβούκλιο, εδραζόμενος επί «βυζαντινών κιονοκράνων», ο οποίος χρησίμευε κυρίως κατά την λειτουργία της Αναστάσεως. Αντιθέτως, σώζεται ακόμη καμπυλόστεγο ξυλεπένδυτο στέγαστρο, το οποίο στο κέντρο του κοσμείται από διπλό ξυλόγλυπτο ήλιο. Την πρώιμη λειτουργία του μικρού αύλειου χώρου τονίζουν δεξαμενή ύδατος, αλλά και ημιυπόγειο λαξευτό αγίασμα στα δυτικά του, απέναντι από την είσοδο του ναού.

Στην ανατολική, πίσω αυλή του ναού υπάρχει ο τάφος της νεαρής Κλεάνθης από τη Σμύρνη και τα μέσα του 19ου αιώνα, πιθανώς συγγενούς του μητροπολίτου Μεθοδίου Αρώνη,   με μία έμμετρη επιγραφή και λιτό, αλλά κομψότατο λιθόγλυπτο διάκοσμο.

«Το θαύμα της Πεντηκοστής» στο Διδυμότειχο το 1205. Πίνακας του Αλέξανδρου Σιδοριάδη, τοιχογραφία από τον Τεχνοχώρο, υψηλής γαστρονομίας, διασκέδασης και πολιτισμού, «Άβατον» στο Διδυμότειχο.

H Πεντηκοστή του κάστρου: Ο ναός είναι συνδεδεμένος με τη μεγαλύτερη κατά παράδοση εορτή της πόλης, την πανήγυρη της Πεντηκοστής ή Καλέ-παναΐρ. Σύμφωνα με την παράδοση, το κάστρο του Διδυμοτείχου πολιορκήθηκε από τους Βουλγαροκουμάνους του τσάρου Ιωαννίτση (Καλογιάννη για τους συμπατριώτες του, Σκυλογιάννη για τους «Ρωμαίους»). Οι  πολιορκούμενοι, απελπισμένοι από την κατάσταση, εναπόθεσαν τις ελπίδες σωτηρίας τους στον Χριστό του Κάστρου. Τη νύκτα του Σαββάτου προς την Κυριακή της Πεντηκοστής οι αποκλεισμένοι αποφάσισαν να τολμήσουν έξοδο και προσευχήθηκαν μπροστά στην εικόνα του Χριστού. Ακολούθησε λιτανεία μεταξύ των δύο ναών του κάστρου. Μεταμεσονύκτια αιφνίδια καταρρακτώδης βροχή προκάλεσε πρωτοφανή πλημμύρα και οι επιτιθέμενοι βρέθηκαν ξαφνικά σε δεινή θέση, καθώς η τάφρος πλημμύρισε, ενώ ταυτοχρόνως οι πολιορκημένοι επιτέθηκαν εναντίον τους. Πολλοί χάθηκαν, ενώ όσοι σώθηκαν διέφυγαν πανικόβλητοι.

Από την άλλη, η ιστορία μας ενημερώνει ότι ήταν οι Λατίνοι Σταυροφόροι εκείνοι που το 1205 ηττήθηκαν από τους πολιορκημένους. Ο γράφων θεωρεί ότι στη συλλογική μνήμη του λαού του Διδυμοτείχου διατηρούνταν και γιορταζόταν η διπλή του σωτηρία, εκείνη από τους Λατίνους στα τέλη του καλοκαιριού του 1205, η οποία ημερολογιακά βρίσκεται κοντά στην Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και την οποία αναφέρει ο Δ.Μανάκας ως αρχική εορτή, και τη δεύτερη, από τους Βουλγάρους στα τέλη Ιουνίου του επόμενου έτους.

Η λιτανεία των ιερών εικόνων κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, από το ναό του Χριστό στο ναό του Αγίου Αθανασίου.

Κανένα από τα γεγονότα δεν συμπίπτει χρονικά με την εορτή της Πεντηκοστής, αφού το 1206 αυτή είχε εορτασθεί την 22η Μαΐου, ένα μήνα δηλαδή πριν από την επίθεση των Βουλγάρων. Εντούτοις ήταν εύλογη η χρονική «μεταφορά» ενός γεγονότος άμεσα συνδεδεμένου με την παρέμβαση του Χριστού με τον συνδυασμό της σωτηρίας της πόλης από τους Σταυροφόρους και εκείνης από τους Βουλγάρους, αφού μάλιστα χρονικά βρισκόταν εξαιρετικά κοντά, στον ίδιο κύκλο γεγονότων.

Σε ανάμνηση του γεγονότος καθιερώθηκε κάθε χρόνο την ημέρα της Πεντηκοστής να γίνεται λιτανεία μεταξύ των δύο ναών του κάστρου και να ακολουθεί πανήγυρις, που συνεχίστηκε και μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους. Χοροί, παλαιστικοί και άλλοι αγώνες και πολλά δρώμενα λάμβαναν χώρα στα νοτιοανατολικά της κορυφής του λόφου. Λόγω της στενότητας του χώρου, αλλά και της επέκτασης του χριστιανικού στοιχείου εκτός των τειχών κάποια στιγμή το πανηγύρι μεταφέρθηκε στη θέση Τσαΐρια ή Χλόη, στα βόρεια της έξω πόλης. Την τέλεση αρχιερατικής λειτουργίας και τις ευχές της γονυκλισίας στο ναό του Αγίου Αθανασίου ακολουθούσε η μετάβαση στο Χριστό. Από εκεί η εικόνα του Παντοκράτορα λιτανευόταν έως τον Άγιο Αθανάσιο  με την παλλαϊκή συμμετοχή των Διδυμοτειχιτών  και το ίδιο απόγεμα επέστρεφε στο Χριστό. Ακολουθούσε το πανηγύρι στα «Τσαΐρια», τα πλήρη από «πρόχειρα παραπήγματα, πρατήρια και καφενεία», που περιλάμβανε παλαιστικούς αγώνες με συμμετοχή των πλέον διάσημων «πεχλιβάνηδων», μουσική και χορούς, παζάρι, αγοραπωλησία ζώων. Η ευωχία συνεχιζόταν αργότερα και μέσα στην πόλη. Σχετιζόμενη με την εορτή ήταν η προσφορά από τους ποιμένες της πόλης μικρού αρνιού στο Χριστό για την τέλεση κουρμπανιού. Πολλά γεγονότα, ευχάριστα ή τραγικά είναι συνδεδεμένα με την εορτή, όπως ο πνιγμός των προσκυνητών από την ανατολική πλευρά του Έβρου, καθώς διέπλεαν με σχεδία τον ποταμό, το 1888. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η γιορτή περιορίστηκε στη λιτανεία και τη θρησκευτική μόνο προβολή του γεγονότος, ενώ για ένα διάστημα ο ναός εόρταζε στις 16 Αυγούστου, ημέρα του Αγίου Μανδηλίου.

Φωτογραφίες του ναού Σωτήρος Χριστού

Αφήστε ένα σχόλιο





Copyright © 2016 https://kastropolites.com/. All Rights Reserved