ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΙΤΙΣΣΑΣ

Το κείμενο συνέγραψε η Διδυμοτειχίτισσα κ. Αντιγόνη Ιωαννίδου – Τερζούδη (αδελφή του ποιητή Ιάσωνα Ιωαννίδη) και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Δήμου Διδυμοτείχου «Εν Διδυμοτείχω» Οκτώβριος 2006 με τίτλο : «Αναμνήσεις από την Πατρίδα».

Είναι κι εγώ ένα παιδί του Διδυμοτείχου, γέννημα θρέμμα, αλλά λείπω πάρα πολλά χρόνια από την πατρίδα μου. Οι ρίζες μου ξεκινούν πάνω από τον καλέ. Στο κτίριο του Γκαρίλη, το οποίο ήταν κάποτε Γυμνάσιο και σήμερα αρχαιολογικός χώρος, εκεί σ΄ αυτό το κτίριο γεννήθηκε και μεγάλωσε η μοναχοκόρη του Γκαρίλη, η Μελπομένη, η μητέρα του πατέρα μου, δηλαδή η γιαγιά μου.

Φωτογραφία η οδός Καντακουζηνού στο παλιό Διδυμότειχο.

Τα αδέλφια μου κι εγώ γεννηθήκαμε πιο κάτω, στην οδό Καντακουζηνού, στο δρόμο που βρίσκεται το μικρό Τζαμί. Όταν ήμουνα μικρή, ακόμα λειτουργούσε για τους πιστούς του. Κάθε Παρασκευή ερχόταν ένα χότζας, γλυκύτατος γέροντας γύρω στα 85-90 χρονών, με μια μακριά άσπρη γενειάδα και μία δυνατή φωνή, τελείως δυσανάλογη με την ηλικία του και έψελνε την προσευχή τους. Έτρεχα κάθε φορά στο μπαλκόνι μας, το οποίο βρισκόταν σχεδόν απέναντι και τον παρατηρούσα ε την παιδιάστικη αφέλεια και περιέργειά μου.

Αναπαλαίωση σησαμοτριβείου το οποίο ανήκει στο Λαογραφικό Μουσείο Διδυμοτείχου.

Ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας, είχαμε δύο σησαμελαιοτριβεία, που δούλευαν όλο το χειμώνα και η γειτονιά μας μοσκοβόλαγε ψημένο σουσάμι. Μεγάλωσα με αυτή τη μυρωδιά. Την άνοιξη όμως, άλλαζε η ατμόσφαιρα και μύριζε άρωμα από τις δύο ακακίες που είχαμε φυτέψει στη γωνιά των σπιτιών μας. Πλημμύριζε το άρωμα τους μέσα στην καθαρή ατμόσφαιρα και ήταν το στολίδι της γειτονιάς μας. Τα κλωνάρια μάλιστα της μίας ακακίας, έφθαναν μέχρι επάνω στο γωνιακό παράθυρο του αγαπημένου μου δωματίου. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια αναπολώ όλες αυτές τις εικόνες, καθώς και τις μυρωδιές της πατρίδας μου. Άλλωστε όπως λένε, πάντα όταν γερνάει ο άνθρωπος γυρνάει στις ρίζες του. Έτσι κι εγώ.

Στο αγαπημένο μου δωμάτιο υπήρχε ένα μπαουλάκι που καθόμουν και διάβαζα τα μαθήματά μου. Όταν άκουγα από μακριά το τρένο να πλησιάζει, σήκωνα τα μάτια μου και ενώ το έβλεπα από το παράθυρό μου να διασχίζει τη γέφυρα που υπήρχε πάνω από το ποτάμι, διάφορα συναισθήματα γεννιόντουσαν στην ψυχή μου. Πιο έντονο απ’ όλα, το συναίσθημα της φυγής.

Βαρκάδα στον Ερυθροπόταμο, παλιά φωτο από το αρχείο του Γ. Αγγέλη.

Όταν όμως έβγαινα με τις φίλες μου και πηγαίναμε να παίξουμε στο ποτάμι, που λάτρευα, άλλαζαν όλα αμέσως. Τι όμορφο ήταν τότε το ποτάμι μας με τις πυκνές λεύκες του στις δύο όχθες του που καθρεπτιζόταν μέσα στα νερά του, σαν να πέφτανε για να δροσιστούν! Το ασημοπράσινο χρώμα τους άλλαζε συνέχεια στο παραμικρό φύσημα του ανέμου και στο πέρασμα της ημέρας! Άλλο χρώμα έπαιρναν το πρωί με την δροσούλα τα φύλλα τους, άλλο χρώμα το μεσημέρι με την ακτινοβολία του ήλιου, κι άλλο χρώμα το σούρουπο με το μουντό της ατμόσφαιρας. Το λάτρευα αυτό το ποτάμι…. Το θυμάμαι τόσο όμορφο, σαν ένα πραγματικό πίνακα! Το χειμώνα, που εκείνα τα χρόνια ήταν βαρύς και διαρκούσε πολύ, το ποτάμι πάγωνε μαζί με τις ψυχές μας. Την άνοιξη, όμως, όλα ξαναζωντάνευαν. Μόλις τα δενδράκια «πέταγαν» τα πρώτα φυλλαράκια τους, ξεκινούσαν δειλά – δειλά και τα κουάξ των βατράχων και όταν καλοκαίριαζε άρχιζαν το τρελό τραγούδι. Πόσο μελωδικό είναι να τα’ ακούς αλήθεια όλα μαζί να τραγουδούν ευτυχισμένα! Πότε πολύ δυνατά, άλλοτε πάλι πιο σιγά, σαν τον αέρα. Ήταν κάτι υπέροχο! Όταν περνούσε όμως καμιά βαρκούλα με κάποιο ψαρά που ψάρευε για το μεροκάματό του, τότε σταματούσαν αυτόματα όλα μαζί τρομαγμένα και μετά μόλις η βάρκα απομακρυνόταν, ξανάρχιζαν πάλι τον ίδιο σκοπό.

Το Χιονισμένο Διδυμότειχο όπως φαίνεται πάνω από Κάστρο.

Το χειμώνα όταν έπεφταν τα χιόνια κι όλα ήταν κάτασπρα και παγωμένα και οι κρυστάλλινες λαμπάδες κρέμονταν από τα κεραμίδια των σπιτιών μας, τότε αυτό το ίδιο όμορφο ποτάμι μετατρεπόταν σ’ ένα τεράστιο παγωμένο άσπρο δρόμο. Απ’ εκεί περνούσαν τα αμάξια με τα ζώα τους φορτωμένα με διάφορα προϊόντα, που τα έφερναν από τα γύρω χωριά για να τα εκθέσουν στο παζάρι, που γινόταν κάθε Τρίτη. Τότε, θυμάμαι, υπήρχε κι ένα βαθύ υπόγειο στη γειτονιά μας, που το γέμιζαν με μεγάλα κομμάτια πάγου από το ποτάμι, για να διατηρήσουν οι παραγωγοί τα προϊόντα τους (τότε δεν υπήρχαν ψυγεία).

Το Γυμνάσιο επάνω στο Κάστρο του Διδυμοτείχου (το κτίριο δεξιά επάνω στη φωτογραφία).

Σ’ αυτό το αγαπημένο ποτάμι παίζαμε πάρα πολύ όλα τα παιδάκια της γειτονιάς. Από εκεί βλέπαμε το Κάστρο μας ψηλό, επιβλητικό, με τα διπλά του τείχη, που στα παιδικά μας μάτια φάνταζε ακόμα πιο ψηλό και με τις διάφορες ιστορίες που μας είχαν διηγηθεί οι γονείς μας, τρομακτικό και γεμάτο μυστήριο. Το σούρουπο, όταν αντίκριζα τις σπηλιές του Κάστρου, μου φαινόταν σαν ανοιγμένα στόματα που έσκουζαν από τους πόνους των ανθρώπων που το κατοίκισαν επί Βυζαντινών χρόνων. Πόσα κρύβει αλήθεια αυτό το Κάστρο μας! Με τις διπλές πύλες του, μα τα φρούριά του, τις πολεμίστρες του, η κάθε του γωνία και μια ιστορία!

Τώρα είμαι τόσο μακριά, αλλά αναπολώ συχνά και με νοσταλγία αυτές τις ανεξίτηλες εικόνες από την πόλη μας που τη γνώρισα, γνωρίζοντας τον εαυτό μου. Ευτυχισμένα χρόνια!

Ο Ερυθροπόταμο Πλημμυρισμένος σε παλιά φωτογραφία.

Υπήρχε όμως και η άσχημη όψη. Όταν έλιωναν τα χιόνια τότε αυτό το όμορφο ποτάμι μετατρεπόταν σε άγριο θηρίο, που έτρεχε μουγκρίζοντας για να αρπάξει ότι έβρισκε στο διάβα του. Σάρωνε τα πάντα στο πέρασμα του. Οι άνθρωποι που είχαν την ατυχία να φθάσει ως την πόρτα τους, το αντίκριζαν με απόγνωση, χωρίς να είναι ικανοί να το αντιμετωπίσουν. Γιατί τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος την τελευταία στιγμή απέναντι σ’ ένα τεράστιο αγριεμένο θεριό που του επιτίθεται αλύπητα;

Οι αναμνήσεις είναι πολλές από τον τόπο που γεννιέσαι και μεγαλώνεις, ειδικά όταν είναι τόσο όμορφος, όπως το Διδυμότειχο μας και θα έρχονται συνέχειά στο μυαλό μου όσο ζω.

Copyright © 2016 https://kastropolites.com/. All Rights Reserved