Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ «ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΙΤΩΝ» : ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΛΑΣΚΑΡΗ ΚΑΙ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΕΤΟΧΙΤΗ

Κείμενο Ιωάννης Α. Σαρσάκης (Καστροπολίτης)

Το κείμενο αποτέλεσε την ομιλία του γράφοντος στις εορταστικές εκδηλώσεις της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου Ορεστιάδος και Σουφλίου «Βατάτζεια 2025», με κεντρική θεματολογία : «Η Νίκαια της Βιθυνίας από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο μέχρι την εποχή της δυναστείας των Λασκαριδών», λόγω της συμπλήρωσης των 1700 ετών από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325.

Περισσότερα για τα “Βατάτζεια 2025” στον παρακάτω σύνδεσμοΒΑΤΑΤΖΕΙΑ 25

Η Νίκαια υπήρξε : «η επισημωτάτη των πόλεων της Βιθυνίας»[1] κτισμένη στην ανατολική ακτή της λίμνης Ασκανίας, μεταξύ : «του Παρθενίου όρους και του Ρυνδάκου ποταμού»[2].

Ο Κωνσταντίνος Γ. Κουρτίδης (1870 – 23 Νοεμβρίου 1944) ιατρός, διδάσκαλος, πολιτικός, βουλευτής και συγγραφέας από τη Θράκη.

Σχετικά με την περιοχή της Βιθυνίας η οποία βρίσκεται στη βορειοδυτική Μικρά Ασία να αναφέρουμε ότι : «Αρχαιότατοι κάτοικοι της Βιθυνίας ήσαν οι Μυσοί, διπεραιωθέντες προ του Τρωϊκου πολέμου εις την Ασίαν διά του Βοσπόρου εκ της Θράκης»[3]. Στο βιβλίο του ιατροφιλόσοφου Κωνσταντίνου Κουρτίδη «Ιστορία της Θράκης» διαβάζουμε σχετικά με τους Θράκες και την περιοχή της Βιθυνίας, ότι : «ο Γερμανός Β. Giseke (Γκίσεκε) διαιρεί τους Θράκας μόνον εις οκτώ μεγάλας και διακεκριμένας φυλάς, εις Λίους, Βησσούς, Σάτρας, Σαπαίους, Μαίδους, Βισάλτας, Τράλλεις και Βιθυνούς»[4], απ’ τους οποίους έλαβε το όνομα η εν λόγω περιοχή : «Έξ αρχαιοτάτου πιθανώς Θρακός τίνος δυνάστου, όστις ωνομάζετο Βίθυς, ωνομάσθη το Θρακικόν έθνος Βιθυνοί και εξ αυτών ή χώρα Βιθυνία»[5].

Όσον αφορά την πόλη της Νίκαιας, πριν ακόμη κτιστεί : «υπήρχε στο μέρος εκείνο μια αρχαιότερη ελληνική αποικία (σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο) ονόματι Ολβία που κτίστηκε επί του παλαιοτέρου φρυγικού χωρίου Αγκώρη ή Ελικώρη. Κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς ανατολάς, Μακεδόνες άποικοι από τη Βοττιαία (περιοχή γύρω από την Πέλλα) εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ολβίας και μετονόμασαν την πόλη σε Βοττίειον, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί Δίων ο Χρυσόστομος και Στέφανος ο Βυζάντιος»[6].

Τους Βοτιαίους όμως : «οι περίοικοι Μυσοί κατεπολέμησαν και διεσκόρπισαν εις τας πέριξ πόλεις»[7]. Η πόλη καταστράφηκε πριν από τον 4ο αι. π.Χ. και επανακτίσθηκε από τον Αντίγονο το 316 π.Χ. και ονομάσθηκε Αντιγόνεια. Μετά την ήττα του Αντιγόνου από τον Λυσίμαχο το 301 π.Χ. μετονομάστηκε σε Νίκαια, ο οποίος της έδωσε το όνομα της πρώτης συζύγου του. Από τότε η πόλη ¨άνθισε¨ και κατέστη πρωτεύουσα του βασιλείου της Βιθυνίας. Στους Ρωμαϊκούς χρόνους υπήρξε σημαντικό οδικό και εμπορικό κέντρο, που σαν αποτέλεσμα είχε οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες να την ανοικοδομήσουν και να την οχυρώσουν κατάλληλα[8]. Από τα πρώτα χρόνια της ανεξιθρησκείας η Νίκαια έγινε έδρα επισκόπου, και το 325 συνήλθε στη Νίκαια η πρώτη Οικουμενική σύνοδος, υπό την εποπτεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επίσης η Νίκαια φιλοξένησε και την έβδομη Οικουμενική σύνοδο το 787. Το 368 καταστράφηκε από σεισμό και ανοικοδομήθηκε από τον αυτοκράτορα Ουάλεντα. Στη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας υπήρξε ισχυρότατο προπύργιο κατά των Αράβων. Το 1078 καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους, αλλά ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς το 1097 επί αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού[9]. Το 1330 την πόλη κατέλαβε ο σουλτάνος Ορχάν (ο οποίος ήταν ο γαμπρός του Ιωάννη Καντακουζηνού, καθώς παντρεύτηκε την κόρη του Θεοδώρα) και κατέστη πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους, αργότερα παρακμάσασα, την διαδέχθη εις την θέσιν αυτή η Προύσα»[10].

Το κράτος της Νίκαιας στη Μικρά Ασία κατά την εποχή του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη.

Γενικότερα η Νίκαια ήταν μία από τις πιο σημαντικές πόλεις της μεσόγειας Μικράς Ασίας. Υπήρξε το σταυροδρόμι πέντε η έξι δρόμων, γεγονός που συνετέλεσε στην ανάπτυξη του εμπορίου. Είχε συγκεντρώσει πολύ μεγάλο πλούτο, όχι μόνο από το εμπόριο αλλά και από την βιοτεχνία και την υφαντουργία. Επίσης διέθετε ισχυρή οχύρωση, έτσι η Νίκαια εκπλήρωνε όλες τις προϋποθέσεις και στις αρχές του 13ου αιώνα, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) έγινε η πρωτεύουσα του Ελληνικού βασιλείου, που εξελίχθηκε σε αυτοκρατορία της Νίκαιας. Τοποθετημένη στην καρδιά του ζωτικού εδάφους της Μικράς Ασίας, περιελάμβανε τη Λυδία, τη Βιθυνία, τμήμα της Φρυγίας και μερικά νησιά του Αιγαίου. Κύρια αποστολή της είχε την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, καθώς επίσης και να εξασφαλίσει την ενότητα του Βυζαντινού κόσμου. Η άμεση γειτνίαση με την βασιλεύουσα, μόλις 60 χλμ, αλλά και η συνείδηση της θείας αποστολής των αυτοκρατόρων της Νίκαιας, τους επέτρεπαν να οραματίζονται την ανακατάληψη της Πόλης, περισσότερο από τα άλλα Ελληνικά βασίλεια (το Δεσποτάτο της Ηπείρου και την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας)[11].

Ο ιδρυτής της σχολής της Βιέννης Χέρμπερτ Χούνγκερ στο περισπούδαστο έργο του ¨Βυζαντινή Λογοτεχνία¨ στο κεφάλαιο Ρητορική (Ρητορική Πρακτική : Εκφράσεις) παραθέτει αποσπάσματα από δύο εγκωμιαστικά έργα για την πόλη της Νίκαιας, τα συγγράμματα αυτά ανήκουν στον Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη και στον Θεόδωρο Μετοχίτη, και μας βοηθούν να σχηματίσουμε μια εικόνα σχετικά με την πόλη (τοπογραφία, πολεοδομία, οχύρωση, εμπορικές δραστηριότητες, πλούτος, παιδεία, ιστορικά στοιχεία και λαογραφία), κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα θα μνημονεύσουμε παρακάτω :

Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, αυτοκράτωρ Ρωμαίων και υμνογράφος του μεγάλου παρακλητικού κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο.

Το ¨Εγκώμιον εις την μεγαλόπολην Νίκαιαν¨ του Θεοδώρου Λάσκαρη γράφτηκε μεταξύ των ετών 1246 – 1252 με πιο πιθανή ημερομηνία το 1246, με αφορμή τη θριαμβευτική άφιξη του Ιωάννη Βατάτζη από τη νικηφόρα εκστρατεία κατά των Βουλγάρων και την προσάρτηση εδαφών από την Μακεδονία και την Θράκη, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης[12]. «Στην εισαγωγή αναφέρεται σύντομα η θέση της πόλης και μνημονεύεται η ισχυρή οχύρωση. Μετά τις γενικές εγκωμιαστικές εκφράσεις (πόλις πόλεων κ.α.), την αναφορά στον πλούτο και στις ευνοϊκές συνθήκες εμπορίου, ο συγγραφέας έρχεται γρήγορα στο κύριο θέμα του, τον έπαινο της παιδείας και της επιστήμης, όπως και των φορέων τους. Και η Βαβυλώνα (αναφέρει ο εγκωμιαστής) υπήρξε μια ωραία και πλούσια μητρόπολη, αλλά το στολίδι μιας πόλης είναι οι ρήτορες και οι επιστήμονες. Ο σκοπός πρέπει να είναι η συγχώνευση της ελληνικής φιλοσοφίας, του Πλατωνισμού και Αριστοτελισμού, με την χριστιανική φιλοσοφία. Έτσι όχι μόνο θα ανθεί η ευσέβεια, αλλά και η ίδια η Νίκαια θα πάρει ηγετική θέση ανάμεσα στις πόλεις. Έχει κανείς βέβαια επίσης την εκλογή να ζει σε πολυτέλεια και ευημερία (τροφαί και τρυφαί) αντί να υπηρετεί την επιστήμη. Η παραδεισιακή αφθονία των φυτών, τα ωραία κτίσματα, οι πολυάριθμες εκκλησίες έκαναν τη Νίκαια να εμφανίζεται πιο ωραία κι από τη χώρα των μακάρων. Μετά την καταστροφή του 1204 η πόλη έσωσε την αυτοκρατορία και απώθησε τους εχθρούς. Ενώ η Κωνσταντινούπολη, όπως ο μισθωτής στο ευαγγέλιο, τράπηκε σε φυγή, στη Νίκαια ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης και ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης με τις στρατιωτικές τους επιτυχίες έβαλαν τα θεμέλια για την εδραίωση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, πράγμα για το οποίο και το όνομα της πόλης ήδη πρόσφερε μια καλή προϋπόθεση (Νίκαια ~ νίκη). Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και μια εικόνα από τη φυσιολογία : όπως το αίμα γυρίζει πίσω σε όλα τα μέλη του σώματος, και τα ζεσταίνει και τα ζωογονεί μετά την διατάραξη της κυκλοφορίας, έτσι και η Νίκαια επανακυρίευσε πόλη – πόλη τις περιοχές που είχαν καταλάβει οι Λατίνοι. Ο αυτοκράτορας, ως νυμφίος της πόλης, πρέπει να απλώσει τα φτερά του σαν αετός πάνω από γέρους και νέους. Και η Νίκαια όμως πρέπει να του προσφέρει τις πιο ωραίες «φωλιές» (κατοικίες) για τους πολίτες. Η πόλη μπορεί να συγκριθεί με τροφό (κουροτρόφος), μια και δέχτηκε τους Βυζαντινούς, που έπεσαν από τη φωλιά τους, και τους έθρεψε σαν μητέρα»[13].

Εικόνα που αγιογράφησε η Δέσποινα Χατζηιωαννίδου Σαρσάκη, με θέμα τη Μεγάλη Παράκληση προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Κάτω αριστερά απεικονίζεται ο υμνογράφος της παράκλησης Θεόδωρος Β’ Δούκας Λάσκαρης, υιός και διάδοχος του Ιωάννη Δούκα Βατάτζη, ο οποίος απεικονίζεται δεξιά, και βεβαίως στο επάνω μέρος η Παναγία με τον Χριστό, αναγράφοντας : «Η Φως Τετοκυία» φράση που υπάρχει μέσα στη Μεγάλη Παράκληση. 

Μελετώντας το κυβερνητικό έργο του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη από το 1254 έως το 1258, προκύπτει το συμπέρασμα, ότι : «το εγκώμιο εις την μεγαλόπολιν Νίκαιαν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως γραπτή ένδειξη και πρόγραμμα της καινοτόμου πολιτικής»[14] που άσκησε κατά την διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Επίσης : «Ο Θεόδωρος Β´ Λάσκαρης ενίσχυσε µέσω του είδους του εγκωµίου τις προσπάθειες που καταβάλλονταν από το 1204 και εξής από τους προκατόχους του για τη θεσµική κατοχύρωση του κράτους της Νίκαιας ως νόµιµου συνεχιστή του διαµελισµένου Βυζαντίου και για τον εξοβελισµό της απειλής των ανταγωνιστικών κρατών της Ηπείρου και της Τραπεζούντας»[15]. Επικεντρωμένος στους ανωτέρω λόγους συγγραφής του εγκωμίου, δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός, ότι ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, αν και εξαίρετος και πολυγραφότατος θεολόγος και υμνογράφος, δεν έκανε καμία αναφορά στις δύο Οικουμενικές Συνόδους (την Α’ και την Ζ΄) που πραγματοποιήθηκαν στη Νίκαια. Αναφορά που έκανε ο Θεόδωρος Μετοχίτης, όπως θα δούμε παρακάτω.

Σχετικά με το κάπως μεγαλύτερο εγκωμιαστικό έργο ¨Νικαεύς¨ του Θεόδωρου Μετοχίτη, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι : «Μια από τις βασικές πηγές συγγραφής του ¨Νικαέως¨ ήταν το εγκώμιο της πόλης από τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Β΄ τον Λάσκαρη»[16].

Ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1270-1332) λόγιος, ανώτατος αξιωματούχος και πανεπιστήμων, από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του Βυζαντίου, πρόδρομος της ανθρωπιστικής αναγέννησης του 15ου αι.

Το εν λόγω εγκώμιο : «απαγγέλθηκε πιθανότατα το 1290 μπροστά στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄, όταν επισκέφθηκε την πόλη (της Νίκαιας) κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στη Μικρά Ασία (1290-1293)»[17]. Από το προαναφερθέν έργο του Χέρμπερτ Χούνγκερ παραθέτουμε μια σύνοψη του εγκωμίου : «Ήδη από την αρχή μαθαίνουμε ότι η Νίκαια δεν ήταν η γενέτειρα αλλά η δεύτερη πατρίδα του συγγραφέα. Μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση περιορίζεται στην οικοδομική δραστηριότητα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού, που μ΄ αυτή δεν έστησε μόνο ένα μνημείο (στήλη), αλλά συνέδεσε σε μια ενότητα μια παλιά και μια νέα πόλη. Η θέση υπολογίζει τόσο την ασφάλεια όσο και τη χάρη. Η ελάχιστη απόσταση από τη θάλασσα προσφέρει προστασία από ξαφνικές επιθέσεις, δίνει όμως και τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί κανείς τα οικονομικά πλεονεκτήματα της (εμπόριο). Η μεγάλη λίμνη κοντά στην πόλη είναι ένα σανατόριο (ιατρείον) για τους κατοίκους και χαρακτηρίζεται από τον πλούτο της σε ψάρια. Τα περίχωρα προσφέρουν μια πλούσια εναλλασσόμενη εικόνα με πεδιάδες και βουνά. Γόνιμοι αγροί, αμπέλια και ανθοστόλιστα λιβάδια δίνουν χαρά στον θεατή. Στο ισχυρό εξωτερικό στεφάνι του τείχους γύρω από την πόλη η ομορφιά συνδυάζεται με την ασφάλεια, που την εξασφαλίζει η τεχνική. Μια τάφρος γεμάτη λάσπη ενισχύει την οχύρωση. Η περιγραφή στρέφεται (πράγμα που σημειώνεται ευκρινώς) προς την εσωτερική εικόνα της πόλης και τονίζει καταρχήν τη μεγάλη έκταση, τον αριθμό των πολυόροφων σπιτιών, τα πολλά λουτρά, τα νοσοκομεία και πτωχοκομεία. Πολυάριθμα είναι τα περιφανή μνημεία του ασκητικού τρόπου ζωής, τα αντρικά μοναστήρια. Βέβαια ο ανθρωπιστής Μετοχίτης δεν αισθάνεται αρμόδιος να περιγράψει λεπτομερέστερα τη ζωή του μοναστηριού, θα μπορούσε ωστόσο κανείς να χαρακτηρίσει τα κτίρια αυτά ως ασφαλή και χαριτωμένα. Οι μοναστηριακές εκκλησίες περιγράφονται γενικά κατά το σχήμα από πάνω προς τα κάτω : πολύχρωμα ψηφιδωτά σε χρυσό φόντο στους τρούλους και στις αψίδες, πλούτος χρωμάτων στις γυάλινες ψηφίδες των ψηφιδωτών και στις επενδύσεις των τοίχων, όπως και στις επιστρώσεις του δαπέδου. Στήλες συνδυάζουν τον πρακτικό σκοπό τους, τη στήριξη, με το στοιχείο της πολυτέλειας. Κιονόκρανα και βάσεις είναι καλλιτεχνικά φτιαγμένα. Εικόνες (και ψηφιδωτές εικόνες), άγια σκεύη και πολύτιμα λειτουργικά βιβλία πλουτίζουν τα θησαυροφυλάκια αυτά της βυζαντινής ορθοδοξίας. Αυτός που εγκαταλείπει το χώρο της εκκλησίας μπορεί να χαρεί την πλούσια βλάστηση των λιβαδιών και τα κυπαρίσσια, που για τους μοναχούς αντιπροσωπεύουν μια ζωντανή υπόδειξη για τον δρόμο (προς τα πάνω) προς τον ουρανό. Κρήνες και πηγές συμπληρώνουν αυτές τις οάσεις για την ανακούφιση του σώματος και της ψυχής. Στη Νίκαια ήταν πολύ αγαπητός ο άγιος Τρύφωνας (πολιούχος), που η μνήμη του γιορταζόταν κάθε χρόνο ιδιαίτερα πανηγυρικά. Μεγαλύτερη έκταση αφιερώνει ο Μετοχίτης σε μια σκιαγραφία της Νίκαιας ως συνοδικής πόλης. Αναφερόμενος στη Σύνοδο του 325 υπογραμμίζει τη σημασία του Κωνσταντίνου και της Συνόδου εκείνης για την ιστορία της ορθοδοξίας. Η αποκατάσταση της λατρείας των εικόνων στη σύνοδο του 787 χαρακτηρίζεται ως το ¨τέλος του αγώνα κατά των αιρετικών¨. Το 1204 η Νίκαια έγινε η ακρόπολη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Και το εκκλησιαστικό κέντρο (Πατριαρχείο) μεταφέρθηκε εδώ. Με τη φιλοξενία των επιστημών η πόλη μπόρεσε να διασώσει τα σπέρματα για την κατοπινή πνευματική αναγέννηση : (διέσωσε δε υστέρας αναβιώσεως σπέρματα). Κατά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης η Νίκαια επέστρεψε στην παλιά μητρόπολη την παρακαταθήκη που της είχαν εμπιστευθεί, την Εκκλησία, τις επιστήμες και τις τέχνες. Παρά ταύτα η πόλη διατήρησε πολλά πλεονεκτήματα. Το τελευταίο μέρος του λόγου είναι αφιερωμένο σε έναν έπαινο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β, που ήρθε στη Νίκαια και ενίσχυσε τη φρουρά με στρατιώτες αλλά και με άλογα και άλλα ζώα»[18].

Ο Άγιος Ιωάννης Βατάτζης εκ Διδυμοτείχου, διά χειρός Δέσποινας Χ”ιωαννίδου Σαρσάκη.

Μεταξύ των έργων και κατασκευών που απαριθμεί ο Μετοχίτης : «αναφέρει το δεύτερο τείχος με την τάφρο, που έκτισε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης (1222-1254), όπως επίσης και τα γυναικεία και ανδρικά μοναστήρια, που είχε ιδρύσει ο Ιουστινιανός».

Παρόλο που ο Μετοχίτης συμπεριλαμβάνει στο εγκώμιό του τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, τους ναούς , τα μοναστήρια και άλλα δημόσια έργα (πολιτικά και στρατιωτικά), στα οποία σημαντικότατο ρόλο από άποψη ανέγερσης και συντήρησης διαδραμάτισε ο Ιωάννης Βατάτζης, εντούτοις δεν κάνει καμία ονομαστική αναφορά στον ίδιο, αλλά ούτε σε άλλον αυτοκράτορα των Λασκαριδών.

Ο λόγος που δεν αναφέρθηκαν τα ονόματα των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Λασκαρέων στον «Νικαέα», κατά την προσωπική μου άποψη, είναι διότι ο πατέρας του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ (ενώπιον του οποίου εκφωνήθηκε το εγκώμιο), ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος ήταν αυτός που ανέτρεψε τη δυναστεία των Λασκαρέων, τυφλώνοντας τον διάδοχο του Θεοδώρου Λάσκαρη και εγγονό του Ιωάννη Βατάτζη τον νεαρό Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη Βατάτζη. Οπότε δεν θα ήταν αρεστό σ’ έναν Παλαιολόγο να ακούγονται τα σημαντικότατα έργα των Λασκαρέων και καλό ήταν να μην υπενθυμίζονται και προς τον λαό της Μικράς Ασίας, ο οποίος βίωσε για μισό αιώνα περίπου τις ευεργεσίες τους.

Μάλιστα στην ίδια περιοδεία που έκανε ο Ανδρόνικος Β΄ περνώντας και από τη Νίκαια, σε κάποια πολίχνη της Βιθυνίας συνάντησε και τον Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη που ζούσε υπό φρούρηση. Ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει ότι ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος υπέφερε από τύψεις συνειδήσεως γι΄ αυτό που έκανε ο πατέρας του και έδωσε εντολές να του προσφέρονται όσα θα είχε ανάγκη ισοβίως, προκειμένου να βελτιωθεί η ζωή του τυφλού διαδόχου. Ένας άλλος ιστορικός ο Γεώργιος Φραντζής αναφέρει ότι του πρότεινε αν θέλει να συγκυβερνήσουν μαζί, πρόταση που τελικά δεν έγινε αποδεκτή[19].

Ο Όσιος Ιωάννης ο Νέος, σε επεξεργασμένη μορφή από την εικόνα των Εν Διδυμοτείχω Διαλαμψάντων Αγίων, διά χειρός Σοφίας Παπάζογλου.

Αυτά τα δύο πρόσωπα, οι δύο Θεόδωροι, Λάσκαρης και Μετοχίτης, που συνέγραψαν τα εγκώμια για την πόλη της Νίκαιας στην οποία έλαβε χώρα η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος το 325 και που φέτος συμπληρώνονται 1700 χρόνια και για τον λόγο αυτό τα φετινά Βατάτζεια είναι αφιερωμένα στο γεγονός αυτό, σχετίζονται με την ιστορική πόλη του Διδυμοτείχου. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης ως υιός του Διδυμοτειχίτη Ιωάννη Βατάτζη αλλά και ως ένας αυτοκράτορας που κατά τις εκστρατείες του πέρασε και διέμεινε στην Καστροπολιτεία μας. Και ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ο οποίος έζησε για λίγα χρόνια στο Διδυμότειχο καθώς είχε περιοριστεί από τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο από το 1328 έως το 1330, και λόγω ενός προβλήματος υγείας που είχε, παρακινούμενος από τους μοναχούς της περιοχής μας συνέγραψε τον βίο ενός τοπικού μας αγίου του Οσίου Ιωάννου του Νέου[20], για τον οποίο αν δεν είχε περιορισθεί ο Μετοχίτης στο Διδυμότειχο, σήμερα δεν θα γνωρίζαμε τίποτα.

Αυτή είναι λοιπόν η πλούσια ιστορική κληρονομιά της πόλης μας, που πολλές φορές ερευνώντας για άλλα θέματα εκτός Διδυμοτείχου, συναντάμε σημαίνουσες μορφές της ιστορίας που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την Καστροπολιτεία μας. Όπως είδατε κάνοντας λόγο για τα εγκώμια της Νίκαιας αναφερθήκαμε στους : Τραϊανό, Ιουστινιανό, Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη, Θεόδωρο Μετοχίτη και στον Ιωάννη Καντακουζηνό, Δηλαδή σε πέντε αυτοκράτορες και σε έναν λόγιο και πολιτικό.

Βασικές πηγές κειμένου

– Αλεξάνδρας Βουδούρη, Αυτοτελή εγκώμια πόλεων της ύστερης βυζαντινής περιόδου υπό το πρίσμα της προγενέστερης παράδοσής τους, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2016, ΕΚΠΑ.

– Εβελίνα Μίνεβα, Ο «Νικαεύς» του Θεοδώρου Μετοχίτου, Δίπτυχα τόμος 6ος, Αθήναι 1994-95.

– Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια Δομή, λήμμα Νίκαια.

– Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 10ος, Νίκαια, Αθήναι 1966.

– Κωνσταντίνου Γ. Κουρτίδου, Ιστορία της Θράκης, εκδόσεις Δίον, Θεσσαλονίκη 2006.

– Μητροπολίτου Κυζίκου Καλλινίκου, Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, Εν Κωνσταντινουπόλει 1930.

– Μπάνεβ Γκέντσο, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, Εγκώμιον εις την Μεγαλόπολιν Νίκαιαν, http://constantinople.ehw.gr.

– Χέρμπερτ Χούνγκερ, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Τόμος Α΄, Εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1991.

Υποσημειώσεις κειμένου

[1]. Βλ. Μητροπολίτου Κυζίκου Καλλινίκου, Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, Εν Κωνσταντινουπόλει 1930, σ.45.

[2]. Βλ. Στο ίδιο, σ.45.

[3].  Βλ. Στο ίδιο, σ.45.

[4]. Βλ. Κωνσταντίνου Γ. Κουρτίδου, Ιστορία της Θράκης, εκδόσεις Δίον, Θεσ/νίκη 2006, σ. 30.

[5]. Βλ. Στο ίδιο, σ. 183.

[6]. Βλ. el.wikipedia.org/wiki/Νίκαια (Βιθυνίας).

[7].  Βλ. Μητροπολίτου Κυζίκου Καλλινίκου, Ό.π., σ. 45.

[8]. Βλ. Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 10ος, Νίκαια, Αθήναι 1966 σ. 457.

[9]. Βλ. Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια Δομή, λήμμα Νίκαια.

[10].  Βλ. Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, Ό.π., σ. 457.

[11]. Βλ. Ιωάννη Α. Σαρσάκη, Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης ο Άγιος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 31.

[12]. Βλ. Αλεξάνδρας Βουδούρη, Αυτοτελή εγκώμια πόλεων της ύστερης βυζαντινής περιόδου υπό το πρίσμα της προγενέστερης παράδοσής τους, Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2016, σσ. 293-294.

[13]. Βλ. Χέρμπερτ Χούνγκερ, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Τόμος Α΄, Εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1991, σ. 266.

[14]. Βλ. Μπάνεβ Γκέντσο, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, Εγκώμιον εις την Μεγαλόπολιν Νίκαιαν, http://constantinople.ehw.gr.

[15]. Βλ. Αλεξάνδρας Βουδούρη, Ό.π., σ. 317.

[16]. Βλ. Εβελίνα Μίνεβα, Ο «Νικαεύς» του Θεοδώρου Μετοχίτου, Δίπτυχα τόμος 6ος, Αθήναι 1994-95, σ. 309.

[17]. Βλ. Εβελίνα Μίνεβα, Στο ίδιο, σ. 307.

[18]. Βλ. Χέρμπερτ Χούνγκερ, Ό.π., σσ. 266-268.

[19]. Βλ. Ιωάννη Α. Σαρσάκη, Ο πάμμεγας σκηπτούχος Άγιος Ιωάννης Βατάτζης ο εκ Διδυμοτείχου, εκδόσεις iWrite, Θεσσαλονίκη 2019, σ. 327.

[20]. Βλ. Ιωάννη Α. Σαρσάκη, Καστρινό Συναξάρι, εκδόσεις iWrite, Θεσσαλονίκη 2023, σσ. 21-37.

Copyright © 2016 https://kastropolites.com/. All Rights Reserved