Ένα από τα σημαντικότερα και συνάμα πλέον γοητευτικά γεγονότα που συνδέονται με το μεταβυζαντινό Διδυμότειχο είναι αναμφισβήτητα η διαμονή του βασιλέως της Σουηδίας, Καρόλου του 12ου στην πόλη. Ο Κάρολος, εθνικός ήρωας των Σουηδών και μία από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας κατά το α΄ μισό του 18ου αιώνα, αποδύθηκε σε πολυετείς σκληρούς αγώνες εναντίον συμμαχίας χωρών, της Δανίας, Σαξωνίας και Πολωνίας, με επικεφαλής το Βασίλειο της Ρωσίας. Ο καλούμενος Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος με τις διάφορες φάσεις του διήρκεσε από το 1700 μέχρι το 1721. Μετά την ήττα του από τον Μεγάλο Πέτρο στην Πολτάβα της Ουκρανίας, στις 28 Ιουνίου 1709 (με το παλιό ημερολόγιο), ο Κάρολος βρέθηκε στην τουρκική Βεσσαραβία, στην περιοχή της πόλης Μπέντερ, όπου αρχικά έτυχε της υποστήριξης του σουλτάνου Αχμέντ Γ΄ και του Χάνου των Τατάρων της Κριμαίας, Dewlet Giray Β΄. Εκεί παρέμεινε επί τριάμισι χρόνια, διοικώντας από μακριά το κράτος του και προσπαθώντας να στρέψει την Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον των Ρώσων, κάτι που πέτυχε προσωρινά το Νοέμβριο του 1710. Εντούτοις, τη μεγάλη Οθωμανική νίκη του Προύθου, τον Ιούλιο του 1711, γρήγορα διαδέχθηκε η ομώνυμη συνθήκη, προς μεγάλη απογοήτευση του Καρόλου. Η προσπάθεια του σουλτάνου να τον απομακρύνει έγινε πιο έντονη κατά τις αρχές του 1713, αλλά συνάντησε την αντίδραση του Σουηδού βασιλέως. Η τελική επίθεση μεγάλου και επίλεκτου τουρκοταταρικού σώματος την 1η Φεβρουαρίου 1713 εναντίον της εγκατάστασης των Σουηδών στη λεγόμενη Καρλόπολη, στη γειτονική Βαρνίτσα, παρά την πεισματική και γενναία άμυνα του ολιγάριθμου σώματος υπό τον Κάρολο, κατέληξε στην αιχμαλωσία του βασιλέως και των ανδρών του. Λίγες ημέρες μετά ο Κάρολος αναχώρησε από τη Βεσσαραβία προς άγνωστη αρχικά κατεύθυνση, για να οδηγηθεί μετά από 38 ημέρες στο Διδυμότειχο.
Πηγές, αδημοσίευτες στην Ελλάδα, ημερολόγια, απομνημονεύματα, επιστολές και ιστορήματα συντρόφων του Καρόλου στο Διδυμότειχο, όπως ήταν ο πνευματικός του κατά το διάστημα παραμονής του στην πόλη, ο τραπεζοκόμος του, ο διοικητής των δραγώνων, ο γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου στην πόλη, απεσταλμένων και πρεσβευτών, αλλά και μεταγενέστερων, οι περισσότεροι των οποίων επισκέφθηκαν το Διδυμότειχο, συγκροτούν μία πλουσιότατη βιβλιογραφία για την περίοδο διαμονής του Καρόλου εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ειδικότερα στην παλαιά Βυζαντινή και Οθωμανική πρωτεύουσα του Διδυμοτείχο. Να σημειώσουμε εδώ ότι εν μέρει αυτή η βιβλιογραφία ήταν γνωστή ήδη προπολεμικά, στη Βαλκανική βιβλιογραφία, πλην, βεβαίως, της Ελλάδας.
Έτσι, πληροφορούμαστε ότι ο Κάρολος πρωτόφτασε στο Διδυμότειχο το απόγευμα της 17ης Μαρτίου 1713, αφού διάβηκε τον ποταμό Άρδα στο ύψος του χωριού Κομαρλή, των σημερινών Κομάρων, όπου είχε διανυκτερεύσει. Κατά την εξάωρη πορεία του ο βασιλεύς μετακινούνταν επί «τούρκικης» άμαξας, συρόμενης από τρία ζεύγη αλόγων και καλυμμένης με ερυθρό, αυτοκρατορικό ύφασμα. Η ακολουθία του αποτελούνταν από 80-100 Σουηδούς, έφιππους ή επιβαίνοντες σε άμαξες, στελέχη της διοίκησης, υπουργούς, ιερωμένους, αξιωματικούς και στρατιώτες. Ακολουθούσαν, ακόμη, 30-40 έφιπποι Ουκρανοί Κοζάκοι υπό τον νέο αταμάνο τους, Pylyp Orlyk, αλλά και 200 σπαχήδες και 100 γενίτσαροι, που περιστοίχιζαν την πομπή. Επικεφαλής βρίσκονταν δύο πασάδες και δώδεκα μουσικοί, που έπαιζαν ζουρνάδες και νταούλια σχεδόν ακατάπαυστα. Κατά το μακρό του ταξίδι από το Bender ο αριθμός των μελών της φρουράς του Καρόλου μεγάλωνε, από αιχμαλώτους που είχαν εξαγοράσει την ελευθερία τους.
Μετά από διαμονή τριών εβδομάδων στο Διδυμότειχο ο Κάρολος μεταφέρθηκε στο σουλτανικό «Περίπτερο των Απολαύσεων», στο Ντεμιρ-Τάς ή Τιμουρτάς, που βρισκόταν πλησιέστερα στον τότε τόπο διαμονής του σουλτάνου Αχμέντ Γ΄, τη δεύτερη πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, την Αδριανούπολη. Ο βασιλέας επέστρεψε εκ νέου στο Διδυμότειχο στις 3 (ή 5) Νοεμβρίου, καθώς ο Αχμέντ θα επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη και επιπλέον για λόγους ασφάλειας και απομόνωσης, λόγω της ευχερέστερης επικοινωνίας με τη Σουηδία και τους φίλους στη Δύση, αλλά και λόγω του οικείου περιβάλλοντος εντός των τειχών, όπου κατοικούσαν αποκλειστικά χριστιανοί.
Στο Διδυμότειχο ο βασιλέας και οι πλησιέστεροί του μένουν σε ένα αρχοντικό, που ανήκει στον επιφανή Αρμένιο, Ισμαήλ Εφέντη. Το κτίριο, που «επιπλώθηκε με τον σουηδικό τρόπο», όπως μας μεταφέρει ο τραπεζοκόμος του Καρόλου, στο Διδυμότειχο, Johan Hultman, περιλαμβάνει μεγάλες σάλες, κουζίνες, αποθήκες, κελάρια, στάβλο, περίπτερο, θησαυροφυλάκιο, φούρνο, ζυθοποιείο και φυλάκιο φρουράς. Βεβαίως, οι ευκολίες σε σχέση με το Bender είναι κατά πολύ μειωμένες, καθώς, μάλιστα, κατά την τουρκική επίθεση εκεί, το περίφημο «καλαμπαλίκι», είχαν καεί ή λεηλατηθεί όλα τα βασιλικά είδη πολυτελείας. Προσφέρεται από την Υψηλή Πύλη στον Κάρολο και τους άνδρες του πλήρης κάλυψη των διατροφικών και λοιπών αναγκών και επιπλέον, κατά τον Βολταίρο, μικρό επίδομα 25 γροσίων ημερησίως για το χοιρινό και το κρασί, που ήταν τα μόνα είδη που για ευνόητους λόγους δεν παρέχονταν από τους Οθωμανούς, ποσό, εντούτοις, το οποίο ήταν αρκετά μικρότερο από εκείνο που χορηγούνταν στη Βαρνίτσα, όπου, από την άλλη, έπρεπε να διατραφεί ουσιαστικά ολόκληρη πόλη. Λεπτομέρειες που αντλούνται από επιστολές και ενθυμήσεις, όπως των δείπνων στο σοφρά που διαρκούσαν μέχρι τα μεσάνυχτα, χρωματίζουν τις συνθήκες διαμονής στο Διδυμότειχο.
Έτσι, ο βασιλικός επιτετραμμένος στον Κάρολο εκ μέρους της βασίλισσας Άννας της Αγγλίας, James Jefferyes αναφέρει, τον Μάιο του 1714 τον έφιππο, δις της ημέρας, περίπατο του Καρόλου, αλλά και ότι ο βασιλεύς ήταν «τόσο ευχαριστημένος στο μικρό του ενδιαίτημα στο Διδυμότειχο που ήταν σαν να βρισκόταν στο ανάκτορό του, στη Στοκχόλμη». Για τον διάσημο Γερμανό ιστορικό Franz Babinger, στην επίσημη Εγκυκλοπαίδεια του Ισλάμ, «ο Κάρολος μάλλον περνούσε καλύτερα … όταν διέμενε στο Διδυμότειχο», ενώ για τον βαρώνο Fabricius, απεσταλμένο του δουκάτου του Holstein-Gottorp και έναν εκ των πλέον οικείων του Καρόλου, ο οποίος διέμενε σε πλουσιόσπιτο, σε χωριό κοντά στο Διδυμότειχο, πιθανώς στο σημερινό Νεοχώρι ή τη Στέρνα, «στο ομορφότερο πεδινό μέρος του κόσμου», ο βασιλεύς ήταν «πολύ καλά τακτοποιημένος».
Λίγο πριν από την επιστροφή στο Διδυμότειχο, τον Οκτώβριο του 1713 αναδιοργανώνεται το Υπουργικό Συμβούλιο Εκστρατείας σε μία ισχυρή και ευέλικτη μορφή, που απαρτίζεται από πέντε Διευθύνσεις-Υπουργεία και ένα Αυτόνομο Ελεγκτικό Γραφείο- Διεύθυνση Δικαιοσύνης. Έτσι, κατά το διάστημα παραμονής του Καρόλου στο Διδυμότειχο, εδώ ασκούνται ο σχεδιασμός, η υλοποίηση της κρατικής πολιτικής και η κρατική διοίκηση. Κυρίαρχη μορφή της κυβέρνησης είναι ο Casten Feif. Καγκελάριος, αλλά με μικρότερη επιρροή στον Κάρολο, με υπόγεια έως συνωμοτική συμπεριφορά και ελάχιστη «εξωτερική» διπλωματική δραστηριότητα, είναι ο «Υπουργός» Εξωτερικών, Henrik Gustaf von Müllern. Άλλοι αξιωματούχοι, Σουηδοί και μη, χρησιμοποιούνται στις πυκνές διπλωματικές αποστολές˙ ξεχωρίζουν, πλην του Fabricius, ο Πολωνός κόμης-στρατηγός του σουηδικού στρατού Stanislaw Poniatowski και κυρίως ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, κόμης Dèssaleurs. Ληξίαρχος είναι ο Samuel Åkerhielm και γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου και πρακτικογράφος των συνεδριάσεών του ο Johan Henrik von Kochen, ενώ θησαυροφύλακας είναι ο Christian Albert von Gröthusen. Ο βασιλέας είναι τόσο ισχυρογνώμων που δεν δέχεται την οποιαδήποτε παρέμβαση στο απόλυτο καθεστώς του. Ταυτοχρόνως, όμως, εν αγνοία του εξυφαίνονται στο Διδυμότειχο σκοτεινά παιχνίδια, όπως πληροφορούμαστε κυρίως από τις δημοσιευμένες επιστολές, που προβάλλουν μία εικόνα απόκρυψης ή και διαστρέβλωσης στοιχείων και γεγονότων από τους ίδιους τους οικείους του εις βάρος του Καρόλου.
Η άμεση συνοδεία του βασιλέως, που μοιράζεται μαζί του τη διαμονή και το φαγητό, αποτελείται, κατά τον Βολταίρο, από τον καγκελάριο von Müllern, ο οποίος ενίοτε εκτελεί και χρέη μάγειρα, τον von Gröthusen και τον αξιωματικό von Düben. Ο βασιλεύς αλληλογραφεί με την αδελφή του, Urlique-Eleonore, η οποία διαχειρίζεται τις κρατικές υποθέσεις στη Σουηδία κατά την απουσία του αδελφού της, μέσω τακτικού ταχυδρομικού συστήματος, το οποίο συνδέεται με το αυστριακό μέσω Βιέννης, ήδη από το 1710. Προσκαλείται σε κοινωνικές συγκεντρώσεις, στις οποίες μετέχουν ο νέος Χάνος των Τατάρων της Κριμαίας, Kaplan Ghirai και ο Γάλλος πρεσβευτής, αλλά όχι και ο Κάρολος, ο οποίος στέλνει στη θέση του τον Müllern, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 1713, όταν επιστρέφει από το Τιμουρτάς. Στο Διδυμότειχο συρρέουν διπλωμάτες και λοιποί υψηλοί αξιωματούχοι, οι απεσταλμένοι του Σάχη της Περσίας και του Πάπα, οι πρέσβεις ή οι εντεταλμένοι των Μεγάλων Δυνάμεων, Αγγλίας και Γαλλίας, αλλά και οι απεσταλμένοι της Πολωνίας, του Χολστάιν, της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ολλανδίας. Πολύπλοκα διπλωματικά παιχνίδια εκτυλίσσονται στην πόλη, όπως και στο κοντινό Τιμουρτάς, στο διάστημα παραμονής του βασιλέως εκεί: η Αγγλία που βαθμιαία προσεταιρίζεται την αδύναμη πια Σουηδία, για να περιορίσει την αυξανόμενη επιθετικότητα του νέου μεγάλου αντιπάλου, της Ρωσίας στη Βαλτική θάλασσα και τις βόρειες χώρες, όπου και τα συμφέροντα της νέας μεγάλης ναυτικής δύναμης, η Γαλλία που μέσω της Σουηδίας επιδιώκει να διατηρήσει μέρος της λαβωμένης από τον Πόλεμο της Διαδοχής ισχύος της και μοιράζεται τον κοινό εχθρό, την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που επιβουλεύεται τα εδάφη της Γερμανίας. Κύριο πεδίο πολεμικής μεταξύ Ρωσίας και Σουηδίας είναι, πλην της Βαλτικής και της Καρελίας, η Πολωνία στην οποία δύο δελφίνοι ανταγωνίζονται για τον θρόνο, εκ των οποίων ο ένας υποστηρίζεται από τον Κάρολο και ο άλλος από τον Πέτρο. Το μέλλον της Ουκρανίας, εκτός του συμμάχου του Καρόλου, Πίλιπ Ορλύκ και των κοζάκων του που συνοδεύουν τον Σουηδό βασιλέα, φέρνει στο Διδυμότειχο και τον διαμεσολαβητή αρχιρραβίνο από την Παλαιστίνη. Τα τεράστια συγκρουόμενα συμφέροντα Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδηγούν επίσης εδώ τον διάδοχο του Σάχη, αλλά και τον πρεσβευτή της Περσίας, κάτι που σχετίζεται με τις προ ολίγων ετών επανειλημμένες επισκέψεις του ειδικού απεσταλμένου του σουηδικού θρόνου στην Περσία και την προσπάθεια διάνοιξης εμπορικών δρόμων για τη Σουηδία, πίσω από την Κασπία, μέσω των λιμανιών του Αρχαγγέλου και της Ινγκρίας (σήμερα περιοχή Αγίας Πετρούπολης). Τέλος, η καθημερινή επαφή με τον Χάνο της Κριμαίας, του μαλακού υπογαστρίου της Ρωσίας και κύριου συμμάχου της Υψηλής Πύλης, αλλά και οι επικίνδυνοι ελιγμοί των χριστιανών ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας οδηγούν στο Διδυμότειχο. Ο Σουηδός βασιλεύς αλληλογραφεί με τη μητέρα του Σουλτάνου, αλλά και με τους ηγεμόνες των μεγάλων Δυνάμεων.
Σύμφωνα με τον Βολταίρο ο Κάρολος παραμένει επί δέκα μήνες άρρωστος. Εντούτοις, μετά την επιστροφή του στο Διδυμότειχο, στις αρχές Νοεμβρίου του 1713, ο Κάρολος εγκαταλείπει την πρακτική της παραμονής στο κρεβάτι. Τον χαρακτηρίζουν πλέον τα πρωινά ξυπνήματα, από τις 3 το πρωί και η εντατική εργασία. Από την 1η Ιανουαρίου 1714, για πρώτη φορά μετά τον τραυματισμό του στο Καλαμπαλίκι του Μπέντερ, ο βασιλεύς ιππεύει και ξεκινά τους καθημερινούς έφιππους περιπάτους του. Ο ασκητικός τρόπος ζωής, η θρησκευτικότητα, η αποφυγή συναναστροφής με το αντίθετο φύλο και η απέχθειά του για το αλκοόλ εντυπωσιάζουν τους Μουσουλμάνους της πόλης. Από την άλλη, οι αλόγιστες αγορές και οι συνεχείς δανεισμοί, συνήθως σε υψηλούς τόκους, προκειμένου να επιτευχθούν οι κύριοι βασιλικοί στόχοι πλουτίζουν Έλληνες, Τούρκους, Εβραίους και Δυτικούς δανειστές και ιδιαιτέρως κάποιον Mr Cook, Άγγλο τραπεζίτη της Κων/πολης, ο οποίος έχει αναπτύξει εγκάρδιες και αρκούντως προσοδοφόρες για αυτόν σχέσεις με άτομα του άμεσου περιβάλλοντος του Καρόλου.
Η διαμονή εντός των Οθωμανικών εδαφών δίνει στον Κάρολο την ευκαιρία να ασχοληθεί με μη πολεμικά θέματα και μαζί με το Υπουργικό του Συμβούλιο, το οποίο συνεδριάζει σε τακτά διαστήματα στο Διδυμότειχο, όπως διακρίνεται ευκρινώς στο ημερολόγιο του von Kochen, να προχωρήσει σε διοικητικές, οικονομικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις και καινοτομίες, κάποιες από τις οποίες ακόμη και σήμερα βρίσκονται σε ισχύ. Αναφέρουμε ενδεικτικά τη δημοσιονομική μεταρρύθμιση, τα σχέδια για το ανάκτορο του Καρόλου στη Στοκχόλμη ή την ίδρυση της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών. Πίσω από τα περισσότερα βρίσκεται ο οξύτατος νους του σκωτικής καταγωγής Casten Feif (ή Fyfe). Ο Henric Benzelius, αργότερα αρχιεπίσκοπος της Σουηδίας είναι από το Διδυμότειχο που αποστέλλεται σε μακροχρόνια εξερευνητική αποστολή στην Ανατολή. Τον ελεύθερο χρόνο του περνά ο βασιλεύς παίζοντας σκάκι με τον βαρώνο Gröthusen και μελετώντας τις τραγωδίες του Racine, του Corneile, την ποίηση του D’ Esperai και μία βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον οποίο θαυμάζει, ενώ ακόμη αρέσκεται στην αφήγηση ιπποτικών περιπετειών από τον Hultman.
Εντούτοις, ήδη από τα τέλη του 1713 και τις αρχές του 1714 τα νέα είναι άσχημα̇ η ήττα και παράδοση του στρατηγού Stenbock στο Τӧnning, η απώλεια της Φινλανδίας, Ινγκρίας, Λιβονίας, Εσθονίας, Καρελίας και άλλων χωρών από τους Ρώσους και Γερμανικών εδαφών από τους άλλους συμμάχους των Ρώσων απελπίζουν τους Σουηδούς στην πατρίδα τους, που επανειλημμένα ζητούν από τον Κάρολο να επιστρέψει. Στις αρχές Μαρτίου φθάνει στο Διδυμότειχο, μετά από περιπέτειες, λόγω της εύλογης σκλήρυνσης της στάσης της Υψηλής Πύλης, ο στρατηγός Liewen, με καθήκον να πείσει πάση θυσία τον Κάρολο να επιστρέψει, επιτέλους, στην αιμάσσουσα πατρίδα του, ή να παραχωρήσει τη διοίκηση της χώρας. O Κάρολος αντιλαμβάνεται ότι οι προσπάθειές του αποβαίνουν μάταιες, λόγω της αλλαγής της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων, Αγγλίας και Γαλλίας και της ρωσόφιλης στάσης του Μεγάλου Βεζύρη Ali Coumourgi πασά, ο οποίος είχε καταλάβειι τη θέση του συμμάχου του Καρόλου, Ibrahim Molla μετά τον τραγικό και ύποπτο θάνατο του τελευταίου, ελάχιστες ημέρες μετά την ανάρρησή του. Ίσως διαισθάνεται αυτό που διατυπώνει ο Jefferyes, ότι πλέον «λίγοι εκτιμούν το ενδιαφέρον του (Καρόλου)… χρησιμοποιούν τους Σουηδούς μόνον ως εργαλεία» (για την επίτευξη των στόχων τους). Τι κατάπτωση για τη μεγάλη Αυτοκρατορία του Βορρά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα!
Λίγο πριν από την αναχώρησή του ο βασιλέας αποστέλλει επίσημη πρεσβεία στο Σουλτάνο υπό τον Gröthusen και εβδομηνταδύο εντυπωσιακά ενδεδυμένους συνοδούς, Σουηδούς αξιωματούχους, αλλά κυρίως εύπορους κατοίκους του Διδυμοτείχου. Εν τέλει, μετά από διαπραγματεύσεις και επανειλημμένη άρνηση της Υψηλής Πύλης να συναινέσει στην εκ νέου επιχορήγηση του βασιλέως, αλλά με την «ευγενή» ενίσχυση από τον κ.Cook, ο Κάρολος αναχωρεί την 20η Σεπτεμβρίου 1714 ή, κατ’ άλλους, την 1η ή 2η Οκτωβρίου από το Διδυμότειχο. Στις 10 η ώρα το πρωί ιππεύει, ενώ ένα μεγάλο πλήθος ντόπιων τον αποχαιρετά και τον επευφημεί. Μία ημέρα μετά αναχωρεί από το Τιμουρτάς, όπου διασταθμεύει, για τη Σουηδία με πολυάριθμη συνοδεία, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και ευάριθμοι πιστωτές, που φθάνουν έως τη Στοκχόλμη προκειμένου να αποπληρωθούν, αλλά και με άφθονα και πολυτελή δώρα εκ μέρους του Σουλτάνου, ο οποίος ήταν ευτυχής που αποδεσμευόταν από έναν τέτοιο «φιλοξενούμενο». Στο Tergowitz, στα σύνορα με την Τρανσυλβανία, αφήνει τη συνοδεία του και με δύο μόνον αξιωματικούς του, τους Duhring και Rosen, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Peter Frisk, συνεχίζει ταχύτατα προς τη Stralsund της Σουηδικής Πομερανίας, όπου φθάνει μετά από 13 ημέρες. Μαζί με το κύριο σώμα των Σουηδών οκτώ μεγάλα βαγόνια που περιέχουν τα κρατικά αρχεία οδηγούνται από το Διδυμότειχο και αυτά προς τη Σουηδία, όπου η αποστολή φθάνει στις αρχές του 1715.
Δυτικοί μεταγενέστεροι περιηγητές και αξιωματούχοι εμπλουτίζουν με τις πληροφορίες που παρέχουν την εικόνα που διαθέτουμε για τη διαμονή του Καρόλου και των ανθρώπων του στο Διδυμότειχο.
Ο Άγγλος επίσκοπος RichardPockocke, ο οποίος επισκέπτεται την πόλη το 1736, μόλις 22 χρόνια μετά την αναχώρηση του Καρόλου, μας πληροφορεί ότι η ανάμνηση του βασιλέως ήταν έντονη στους κατοίκους της πόλης. Οι καλελήδες έφερναν στη μνήμη τους ιδιαιτέρως τα σπουδαιότατα άτομα της Υψηλής Πύλης τα οποία έρχονταν συχνά για να τον συναντήσουν, τον καθημερινό μεταμεσημβρινό του έφιππο περίπατο, όπως και την αυστηρή του στάση απέναντι στις ερωτοτροπίες των ακολούθων του με τις νέες Διδυμοτειχίτισες, που ήταν υποχρεωμένοι να κρύβονται για να μην τους ανακαλύψει ο βασιλέας.
Για τον Άγγλο φιλέλληνα λόρδο Guilford, κόμη του North, που επισκέπτεται την πόλη τον Αύγουστο του 1811, αυτή «τιμάται ως η κατοικία του Καρόλου ΙΒ΄, όταν αποπέμφθηκε από το Μπέντερ της Βεσσαραβίας». Εντόπιος κληρικός τον πληροφορεί ότι ο Κάρολος με τους ακολούθους του είχε καταλύσει σε οικήματα που ανεγέρθηκαν ειδικά για τη διαμονή τους μεταξύ του κάστρου και της έδρας της επισκοπής και που ήδη ήταν τότε κατεστραμμένα. Ο C.Sayger βρίσκεται στο Διδυμότειχο το Σεπτέμβριο του 1829 ως «Αυτού Υψηλότης» Βιβλιοθηκάριος-Αυλικός Σύμβουλος του ρωσικού στρατού κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829, μαζί με τον αυτοκρατορικό ζωγράφο Α.Desarnod. Οι δύο τους διασχίζουν τα ερείπια του αρχαίου κάστρου και σταματούν με ενδιαφέρον μπροστά σε ό,τι είχε απομείνει από το κτίριο στο οποίο είχε καταλύσει ο Κάρολος ο 12ος, που εδώ «είχε βρει καταφύγιο μετά την καταστροφή της Πολτάβα». Το ερείπιο σχεδιάζει, διασώζοντάς το για την κοινή μνήμη, ο Desarnod. Ρολόι επάνω σε εκκλησιαστικό πύργο κτυπά 5 η ώρα καθώς οι αξιωματούχοι εισέρχονται στο Διδυμότειχο, πράγμα που εντυπωσιάζει, καθώς είναι το μοναδικό που λειτουργεί στα Βαλκάνια εκτός από εκείνο της Σούμλα (Σούμεν). Ντόπιος πληροφορεί ότι η κατασκευή είναι γνωστή ως το ρολόι του Καρόλου, δώρο-απόδειξη ότι ο βασιλεάς δεν είχε λησμονήσει την πόλη φεύγοντας από αυτήν.
Ο αξιωματικός του ρωσικού στρατού, G.Eneholm, που επισκέπτεται την πόλη κατά τις ίδιες ημέρες, αναφέρει ότι αυτή χρησίμευσε ως άσυλο του Καρόλου της Σουηδίας, από το ενδιαίτημα του οποίου σώζονται μόνο οι τοίχοι και τα θεμέλια, ενώ η ερειπωμένη ακρόπολη στην κορυφή του λόφου φέρει ακόμη, πάνω από έναν αιώνα μετά, το όνομα «Κορόλ-σαράι» προς τιμήν του βασιλέως,.
Με τη διαμονή του Καρόλου στο Διδυμότειχο είναι συνδεδεμένη η παράδοση περί της «φυλακής» του. Δίπλα στο ναό του Αγίου Αθανασίου, λαξευτά τεχνητά υπόσκαφα, που ήταν αποθηκευτικοί χώροι και δεξαμενές αλλά και υπόγεια λαξευτά οστεοφυλάκια-κρύπτες Βυζαντινής Μονής, που ο γράφων ταυτίζει με την Πατριαρχική Μονή της Παναγίας της Οδηγήτριας, ήταν γνωστά κατά την ύστερη Τουρκοκρατία ως Ζιντάν, δηλαδή σκοτεινές ειρκτές, καθώς εκεί είχαν φυλακιστεί πολλοί εχθροί της Υψηλής Πύλης. Στα δωμάτια αυτά και ιδιαιτέρως στη μικρή κινστέρνα ήταν, σύμφωνα με προφορική παράδοση, φυλακισμένος ο Κάρολος κατά το διάστημα της παραμονής του στο Διδυμότειχο. Ο Γάλλος αρχαιολόγος AlbertDumont, ο οποίος περιηγήθηκε τη Θράκη το φθινόπωρο του 1868 θεωρεί ότι η ανάμνηση του Καρόλου προσθέτει στην πόλη ένα νέο είδος ενδιαφέροντος. Εντούτοις, δημιουργεί ή παγιώνει την ιστορία περί φυλάκισης του Καρόλου εντός της ειρκτής, παρότι την αναφέρει απλώς ως τοπική ελληνική παράδοση. Βεβαίως, τα πλούσια στοιχεία που πλέον διαθέτουμε αρκούν για να αποκλεισθεί κατηγορηματικά μία τέτοια υπόθεση η οποία, όπως θεωρεί, ήδη παλαιόθεν, ο σοφός μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος Βαφείδης, οφειλόταν σε τουρκική και όχι ελληνική παράδοση, απορρίπτοντας πλήρως, αυτός, όπως και όλοι οι άλλοι που ασχολήθηκαν πριν και μετά, την ασαφή, ούτως ή άλλως, αναφορά του A.Dumont. Η παρανόηση καθίσταται κραυγαλέα τώρα πλέον που έχουν γίνει γνωστά σε μας, με καθυστέρηση, ως συνήθως δεκαετιών, σε σχέση ακόμη και με τους γείτονές μας, οι πραγματικές συνθήκες διαβίωσης του Καρόλου στην πόλη, αλλά και η σημασία που εκ νέου είχε αποκτήσει, έστω για λίγο, η παλαιά βυζαντινή και οθωμανική πρωτεύουσα, γεγονός σαφώς όχι τυχαίο.
Όπως, λοιπόν, σωστά είχε υποθέσει ο δάσκαλος Γ. Τολίδης, ο Κάρολος είχε «το δικαίωμα να μένει με το μικρό του επιτελείο σε κάποιο ευπρεπές οίκημα της Ακροπόλεως», όχι όμως, όπως αυτός θεωρεί, στο παλαιό ημιδιώροφο κτίσμα στο κοινό προαύλιο εκκλησίας και μητροπολιτικού μεγάρου, αλλά σε πυργόσπιτο, στα βορειοδυτικά του περιβόλου του Αγίου Γεωργίου.
Με την περίοδο διαμονής του Καρόλου στο Διδυμότειχο σχετίζεται η ιστορία του Έλληνα Αναστασίου Διμόστικα, προφανούς καταγωγής, που ακολούθησε τον βασιλέα στη Σουηδία ως υπασπιστής του και στη συνέχεια, μετά από χρόνια, επέστρεψε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου εργάστηκε στο Σουηδικό Προξενείο, στη Σμύρνη. Γοητευτική είναι,μ ακόμη η ιστορία, όπως την εξιστορεί ο Johan Hultmann, για τις δύο Ελληνοπούλες, δεσποσύνες του κάστρου, την Αθανασία και τη Σοφία που παντρεύτηκαν τους αξιωματικούς της βασιλικής φρουράς, Fox και Bohman, και τους ακολούθησαν στη Στοκχόλμη, όπου έμειναν μαζί ως το θάνατό τους. Ενδιαφέρον θα έχει, τέλος, να ερευνηθεί ο τόπος του σουηδικού νεκροταφείου, σε λόφο «όπου σμίγουν τρα δύο ποτάμια» και, κυρίως, να ανασκαφεί ο χώρος όπου βρισκόταν το σπίτι του Καρόλου και όπου οι εμφανείς και σήμερα επιχώσεις σίγουρα κρύβουν θεμέλια και υπόγεια, μαζί με άλλες υλικές μνήμες της τρίτης περιόδου που το Διδυμότειχο ήταν, έστω για λίγο, έδρα αυτοκρατορίας.
Ο Κάρολος σκοτώθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1718 σε πολιορκία πόλης της Νορβηγίας, σε ηλικία μόλις 36 ετών.