ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ ΕΒΡΟΥ: ΑΠΟ ΤΗ “ΜΑΡΙΤΑ” ΣΤΗ “ΜΑΡΙΤΣΑ”

ΜΕΤΚΕ

ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ ΕΒΡΟΥ: ΑΠΟ ΤΗ “ΜΑΡΙΤΑ” ΣΤΗ “ΜΑΡΙΤΣΑ”

ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΒΡΟ ΚΑΙ ΤΗ ΡΟΔΟΠΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΡΗΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ ΕΒΡΟΥ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ. Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΗΡΩΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ. ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ, ΚΑΚΟΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ.

Κείμενο – έρευνα: Ευάγγελος Σ. Σοβαράς 

ΕΒΡΟΣ – ΡΟΔΟΠΗ (1940-41)

Η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940, βρήκε τον τομέα Έβρου – Ροδόπης με αναπτυγμένες τις δυνάμεις του Ε΄ Σώματος Στρατού, που είχε την έδρα του στην Αλεξανδρούπολη.

Το Ε΄ Σώμα Στρατού (Ε΄ ΣΣ) διέθετε δύο Μεραρχίες, την ΧΙΙ (12η) με έδρα στην Κομοτηνή και την ΧΙΙΙ (13η) με έδρα στην Αλεξανδρούπολη. Στον Έβρο διέθετε επίσης δυο Διοικήσεις επιπέδου Συντάγματος, τον Συνοριακό Τομέα Έβρου με έδρα το Διδυμότειχο και τον Συνοριακό Τομέα Σουφλίου με έδρα το Σουφλί.

Κατόπιν της εξέλιξης των επιχειρήσεων, δυνάμεις από το μέτωπο Θράκης και Μακεδονίας διατέθηκαν στο θέατρο επιχειρήσεων της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Έτσι διατέθηκε η ΧΙΙΙ Μεραρχία (4 Νοεμβρίου 1940) και η ΧΙΙ Μεραρχία (14 Νοεμβρίου 1940), ενώ το Στρατηγείο του Ε΄ ΣΣ αποδόθηκε (23 Δεκεμβρίου 1940) στο Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) στο Αλβανικό μέτωπο.

Μετακίνηση στρατευμάτων με συνοδεία γερμανικών δυνάμεων μετά την Μάχη των Οχυρών

Επιπλέον μέχρι το τέλος του 1940 μετακινήθηκαν στο μέτωπο του πολέμου από τις Μονάδες της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης, συνολικά: 97 Αξιωματικοί, 1.100 οπλίτες, 850 κτήνη και 20 ορειβατικά πυροβόλα.

Από τα οχυρά της περιοχής διατέθηκαν δύο αντιαεροπορικές πολυβολαρχίες και το σύνολο (25) των υπαρχόντων αντιαρματικών πυροβόλων.

Το κενό από τη μετακίνηση του Στρατηγείου του Ε΄ ΣΣ καλύφθηκε με τη συγκρότηση της Ε΄ Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοίκησης από τις 23 Δεκεμβρίου 1940 μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου 1941, οπότε ανασυγκροτήθηκε σε Τμήμα Στρατιάς Θράκης (ΤΣΘ) με έδρα την Αλεξανδρούπολη.

Το ΤΣΘ υπήρξε ιδιαίτερα βραχύβιο, καθώς διαλύθηκε στις 6 Μαρτίου 1941 και το Στρατηγείο του μετακινήθηκε και συγκρότησε το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ).

Οι δυνάμεις που παρέμειναν τελικά στην περιοχή Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης περιορίστηκαν στην ανασυγκρότησή και στην ανακατανομή τους, καθώς επίσης επιδιώχθηκε η συμπλήρωση του εκπαιδευτικού επιπέδου του προσωπικού, η εκτέλεση αναγνωρίσεων, η βελτίωση του δικτύου συγκοινωνιών και διαβιβάσεων και εκπονήθηκαν σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων και πιθανής εκκένωσης της παραμεθόριας ζώνης από τον τοπικό πληθυσμό.

Τέλος, η σπουδαιότερη ενέργεια των δυνάμεων στην εν λόγω περιοχή αφορούσε στην βελτίωση και ενίσχυση της οχύρωσης των συνόρων. Από την κήρυξη του πολέμου συνεχίστηκαν τα έργα οχύρωσης σε όλο τον τομέα.

Γερμανικά στρατεύματα μετακινούνται στα σύνορα με την Ελλάδα στο πλαίσιο της επιχείρησης “ΜΑΡΙΤΑ”

ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ ΕΒΡΟΥ

Έτσι λοιπόν, ένα μήνα πριν τη Γερμανική εισβολή, με τις εναπομείνασες δυνάμεις συγκροτήθηκε ένας νέος Σχηματισμός που κάλυψε τους τομείς άμυνας στους Νομούς Έβρου και Ροδόπης, με αρμοδιότητα την ασφάλεια προκαλύψεως στα ελληνοτουρκικά και ελληνοβουλγαρικά σύνορα, με την επωνυμία “Ταξιαρχία Έβρου” με έδρα στην Αλεξανδρούπολη. Διοικητής της Ταξιαρχίας τοποθετήθηκε ο ανακληθείς εξ αποστράτων, έφεδρος Υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης. Ενώ Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας ανέλαβε ο Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Ρώτας.

Η Ταξιαρχία διέθετε 3 Τάγματα, ως εξής:

  • 1ο Τάγμα Προκαλύψεως (δύναμη 4 Λόχων) στην Κομοτηνή. Διοικητής ο Ταγματάρχης Χαράλαμπος Κολοκούρης.

  • 2ο Τάγμα Προκαλύψεως (δύναμη 2 Λόχων) στο Σουφλί. Διοικητής ο Ταγματάρχης Χαράλαμπος Αρτέμης.

  • 3ο Τάγμα Προκαλύψεως (δύναμη 3 Λόχων) στο Διδυμότειχο και Πύθιο. Διοικητής ο Ταγματάρχης Γεώργιος Καραθανάσης.

Επίσης στην Ταξιαρχία είχε υπό τη διοίκησή της, τα παρακάτω:

  • Οχυρό Νυμφαίας: Διοικητής ο Ταγματάρχης Αλέξανδρος Αναγνωστός.

  • Λόχος Πολυβόλων θέσεως: Διοικητής ο Έφεδρος Υπολοχαγός Αθανασιάδης.

Ιωάννης Ζήσης, Διοικητής της Ταξιαρχίας Έβρου

ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΗΣΗΣ – Ο ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

Οι δύσκολες στιγμές επιβάλλουν και αναδεικνύουν τους ήρωες, που θα σηκώσουν στις πλάτες τους τις ευθύνες και με το παράδειγμά τους θα λύσουν το δεσμό. Τέτοιος άνδρας αναδείχθηκε ο ένδοξος και εμπειροπόλεμος Στρατηγός Ιωάννης Ζήσης, που κλήθηκε να συγκροτήσει, να διοικήσει και να περισώσει την από έσχατης ανάγκης δημιουργηθείσα Ταξιαρχία Έβρου. Έναν Στρατιωτικό Σχηματισμό θνησιγενές, που με τη συγκρότησή του είχε τη μέγιστη αποστολή, σε λίγες ημέρες να ταχθεί, να αντισταθεί και (ω του θαύματος!) να σταματήσει την υπερπολλαπλάσια δυνάμεων και υπεροπλίας, γερμανική πολεμική μηχανή.

Ο Ιωάννης Ζήσης του Δημητρίου γεννήθηκε στη Μάκρη (πρώην Μάκρυσι) του Νομού Φθιώτιδας το 1888. Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και σταδιοδρόμησε ως Μόνιμος Αξιωματικός του Πυροβολικού.

Ως νεαρός Αξιωματικός έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και το 1916 όταν η Ελλάδα περιήλθε στη δίνη του Εθνικού Διχασμού και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρετούσε στο Δ΄ Σώμα Στρατού το οποίο αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς στην Καβάλα (Αύγουστος 1916) και μεταφέρθηκε στο Γκέρλιτζ της Γερμανίας, όπου παρέμεινε για 3 χρόνια.

Μετά την επιστροφή από την αιχμαλωσία, ο Ζήσης έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία και τραυματίστηκε στη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ, από όπου επέζησε με μια σφαίρα στα πλευρά του.

Το 1938 ως Συνταγματάρχης υπηρετούσε στα Ιωάννινα (μάλλον ως Διοικητής Πυροβολικού της 8ης Μεραρχίας), από όπου υπέβαλε σειρά αναφορών προς το Αρχηγείο όπου αναφερόταν στις σημαντικές ελλείψεις που διαπίστωσε τόσο στον αριθμό των Μονίμων Αξιωματικών που υπηρετούσαν στα σύνορα, όσο και στις ενεργές Μονάδες Πυροβολικού που διέθετε (είχε ενεργή μόνο μία Πυροβολαρχία!). Επίσης παράθετε αναφορές του στη δυσαναλογία της δύναμης του Πυροβολικού και των έργων που κατασκεύαζαν οι Ιταλοί στην αλβανική μεθόριο, σε σχέση με την ελληνική πλευρά. Οι αναφορές του τελικά δεν απαντήθηκαν και ο Ζήσης με θάρρος και ευθιξία, υπέβαλε την παραίτησή του και αποστρατεύθηκε.

Ο Ιωάννης Ζήσης με στολή Συνταγματάρχη (ΠΒ), λίγο πριν την αποστρατεία του το 1938.

Το 1940 με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ανακλήθηκε στην ενεργό δράση με το βαθμό του εφέδρου Υποστρατήγου. Το Μάρτιο του 1941 του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του Διοικητή της άρτι συγκροτηθείσας Ταξιαρχίας Έβρου.

Οι δυνάμεις του Σχηματισμού του ήταν αυτές που δέχθηκαν τη Γερμανική επίθεση μέσω Βουλγαρίας στις 6 Απριλίου 1941. Τα μεσάνυχτα της 7ης Απριλίου 1941 κατόπιν διήμερου αγώνα κατά των Γερμανών εισβολέων και αφού προκλήθηκε σημαντική φθορά στον εχθρό, διασπάσθηκε η γραμμή άμυνας και το Οχυρό Νυμφαίας (Ροδόπης) περιήλθε στα χέρια των γερμανικών στρατευμάτων.

Διαβλέποντας την επερχόμενη ήττα και τη γερμανική κατοχή, καθώς και τη διάλυση της χώρας και του στρατεύματος, ο παλαίμαχος πολεμιστής Στρατηγός ήταν συντεθλιμμένος. Παρόλα αυτά, προ του κινδύνου της αιχμαλωσίας των ανδρών του από τους Γερμανούς, ως υπεύθυνος Διοικητής του Σχηματισμού ενήργησε βάσει του Σχεδίου Εκκένωσης και με την προσδοκία ότι ήταν σε ισχύ η Συμφωνία Συνεργασίας Ελλάδας, Σερβίας και Τουρκίας (ενάντια στην Βουλγαρία). Έτσι έλαβε την απόφαση για την περαίωση της Ταξιαρχίας Έβρου σε τουρκικό έδαφος.

Πριν αποχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα από την Αλεξανδρούπολη, ο Ζήσης κάλεσε τους κατοίκους της πόλης και τους παρέδωσε τις αποθήκες τροφίμων και εφοδίων. Η αποχώρηση ήταν δραματική, καθώς οι ντόπιοι φωνάζανε “Που μας αφήνετε; Θα κατέβουν σε τρεις ημέρες οι Βούλγαροι”. Οι Στρατιώτες της Ταξιαρχίας Έβρου έκλαιγαν και ήταν θυμωμένοι, που θα άφηναν τον πληθυσμό στην μοίρα του.

Την 8η Απριλίου 1941 η Ταξιαρχία Έβρου διήλθε τον ποταμό Έβρο (που Τούρκοι και Βούλγαροι τον αποκαλούν “Μέριτς” και “Μαρίτσα”, αντίστοιχα) και μετά τη δίοδο των Κήπων αφίχθηκε στην πόλη Ύψαλα, τα αρχαία Κύψελα της Ανατολικής Θράκης.

Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, που επικαλέστηκαν οι Τούρκοι για να μην εμπλακούν στην ένοπλη σύρραξη με τους Γερμανούς και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους συγκέντρωσαν σε Στρατόπεδο των Υψάλων και ζήτησαν την παράδοση του οπλισμού των ανδρών της Ταξιαρχίας. Επίσης τους ανακοίνωσαν ότι θα παρέμεναν σε Στρατόπεδα Συγκέντρωσης έως το τέλος του πολέμου ή θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα σαν αιχμάλωτοι πολέμου ή σαν απλοί πολίτες να μεταβούν σε τρίτη χώρα, συγκεκριμένα στην Παλαιστίνη.

Ο Υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης, Διοικητής της Ταξιαρχίας Έβρου, βλέποντας ότι γλίτωσε τους άνδρες του από τη γερμανική αιχμαλωσία, δεν άντεξε να τους οδηγούν στην τουρκική “αιχμαλωσία”. Άλλωστε, δεν είχε περάσει αλώβητος από τα πεδία των μαχών και είχε αποδείξει πως είχε το σθένος να παραιτηθεί θυσιάζοντας μια πολύχρονη ηρωική καριέρα. Ήταν ένας ήρωας της ευθύνης!

Ο Βασίλειος Ζήσης, αδελφός του Στρατηγού, που υπηρετούσε επίσης στην Ταξιαρχία Έβρου ως έφεδρος Ανθυπολοχαγός, όντας γνώστης της ψυχοσύνθεσης του αδελφού του και διαισθανόμενος πως ήταν ικανός να προκαλέσει κακό στον εαυτό του, πήρε και έκρυψε το περίστροφο του.

Την 9η Απριλίου 1941 οι άνδρες της Ταξιαρχίας κλήθηκαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους στις τουρκικές αρχές. Ένας – ένας περνούσε από το ένα μέρος της παρατάξεως, απέθετε τον οπλισμό του και κατόπιν περνούσε στο άλλο μέρος. Τα όπλα που ήταν προς παράδοση είχαν σχηματίσει μεγάλες στοίβες μπροστά στους από αιώνων εχθρούς του έθνους. Έτσι ολοκληρώθηκε η θλιβερή διαδικασία του αφοπλισμού των πολεμιστών, που προ διημέρου είχαν καθηλώσει στα σύνορα τον γερμανικό στρατιωτικό μηχανισμό, ένα στράτευμα που ελάχιστοι του αντιστάθηκαν.

Ήταν απομεσήμερο, ώρα 14:30. Ο Στρατηγός Ζήσης βγήκε από τη σκηνή του και ίππευσε το λευκό του άλογο. Ζήτησε να μιλήσει στους παραταγμένους άνδρες του. Αφού τους ευχαρίστησε για τη δράση τους, έβγαλε από το χιτώνιο το δεύτερο προσωπικό του περίστροφο, το σήκωσε ψηλά λέγοντας: “Αυτό το πιστόλι δεν το δίνω σε κανέναν”!

Αμέσως το έστρεψε πάνω του και αυτοπυροβολήθηκε…

Η τελευταία φωτογραφία του Υποστράτηγου Ιωάννη Ζήση, στις 8 Απριλίου 1941 στα Ύψαλα Ανατολικής Θράκης. Φωτογραφικό αρχείο Ιωάννη Ζήση (εγγονού του Στρατηγού).

Οι σκηνές ήταν τραγικές. Οι άνδρες στην αρχή αποσβολωμένοι. Μετά να κυκλώνουν το νεκρό σώμα του Στρατηγού τους, πεσμένο σε μια λίμνη αίματος κάτω από το άλογο. Οι Τούρκοι αλλόφρονες, από τη μια να προσπαθούν να τους συγκρατήσουν. Από την άλλη να ψάχνουν μήπως υπάρχει και άλλα κρυμμένα όπλα. Όπλα, που μπορούσαν να στραφούν και εναντίον τους.

Αμηχανία, απόγνωση, θρήνος και περισυλλογή μεταξύ των Στρατιωτών που έμειναν ακέφαλοι και σχεδόν αιχμάλωτοι με μια μη φιλική χώρα. Ο Στρατηγός που δεκαετίες πολέμησε με αυτοθυσία, ο Διοικητής που τους οδήγησε στη μάχη και στη σωτηρία, ο “πατέρας” που τους συμβούλευε, επέλεξε στα 53 του τον παλικαρίσιο θάνατο παρά την ατίμωση. Προτίμησε την αυτοχειρία παρουσία όλων και όχι (όπως εσφαλμένα έγραψαν ορισμένοι) κριμένος στη σκηνή του, αλλά ψηλά πάνω στο άλογό του, ώστε να τον δουν άπαντες. Ως Διοικητής τους έδωσε την τελευταία διαταγή του, η οποία πρόσταζε να μην αποδεχθούν παράδοση και αιχμαλωσία, αλλά με φρόνημα υψηλό να ατενίζουν τους εχθρούς τους.

Την επομένη ημέρα, στις 10 Απριλίου 1941, ο Στρατηγός Ιωάννης Ζήσης ετάφη στο παλαιό ελληνικό νεκροταφείο των Υψάλων. Καταγράφηκε μάλιστα η θέση του τάφου, πως επιλέχθη να ταφεί κάτω από το μεγαλύτερο κυπαρίσσι, δίπλα από το παλιό παρεκκλήσι. Στην ταφή τον συνόδευσε τιμητικό άγημα των Ελλήνων Στρατιωτών και Τούρκοι Αξιωματικοί. Δεν τελέστηκε νεκρώσιμη ακολουθία, καθώς δεν υπήρχε ιερέας. Κάποιοι Στρατιώτες ίσως να είπαν μια προσευχή για το κατευόδιο. Ορισμένοι κατά το αρχαίο έθιμο, έριξαν μέσα στον τάφο του μερικά κέρματα δίπλα στο κεφάλι και τα πόδια του, ως οβολούς για το “ταξίδι στον Άδη”.

Σύμφωνα με κατοπινές μαρτυρίες, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα από την ταφή, ο τάφος του Στρατηγού Ζήση λεηλατήθηκε όταν άγνωστοι πήγαν έσκαψαν στο σημείο και αφαίρεσαν από το νεκρό τα κέρματα, ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί αξίας, μέχρι τα δερμάτινα είδη (ζώνη, μπότες, κλπ).

Τα οστά του ήρωα Στρατηγού Ιωάννη Ζήση, παρέμειναν στο έδαφος της ανατολικής όχθης του ποταμού Έβρου, αγνοημένα μέχρι σήμερα. Το επίσημο ελληνικό κράτος δεν κίνησε τις ενέργειες ώστε τα οστά να αναζητηθούν και να επαναπατριστούν. Τη δεκαετία του 1950 η χήρα του Στρατηγού, Ανθή Ζήση, υπέβαλε αίτηση για να λάβει τα οστά του προς την ελληνική κυβέρνηση. Η αίτηση της απορρίφθηκε, με δικαιολογία τις κακές σχέσεις με την Τουρκία. Απόγονοί του Στρατηγού επιχείρησαν επίσης να αναζητήσουν τον τάφο του, χωρίς όμως να λάβουν τη συνεργασία των τουρκικών αρχών.

Προτομή του Ιωάννη Ζήση στην Αλεξανδρούπολη

Ο παλιός συμπολεμιστής του Ιωάννη Ζήση και πρώην Διοικητής του Ιερού Λόχου, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, ως Διοικητής Αρχιπελάγους μετονόμασε στο παλιό λιμάνι της Ρόδου μια οδό σε “οδό Στρατηγού Ζήση”.

Επίσης Στρατόπεδο στην Αλεξανδρούπολη φέρει το όνομα του Στρατηγού Ιωάννη Ζήση, όπου υπάρχει και προτομή του.

Απεικόνιση από τη Μάχη των Οχυρών (Απρίλιος 1941)

Από τη “ΜΑΡΙΤΑ” στη “ΜΑΡΙΤΣΑ”

Μετά τις αποτυχημένες ενέργειες των ιταλικών δυνάμεων στο αλβανικό μέτωπο και κατόπιν εντολή του Χίτλερ, το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο σχεδίασε την επιχείρηση με το κωδικό όνομα ΜΑΡΙΤΑ”. Η εν λόγω επιχείρηση περιελάμβανε ένα γενικότερο επιτελικό σχέδιο, που μεταξύ άλλων προέβλεπε και την κατάληψη της Ελλάδας μέσω της Βουλγαρίας.

Κατά την εισβολή των Γερμανών στη Θράκη και τη Μάχη των Οχυρών τον Απρίλιο του 1941, η Ταξιαρχία Έβρου ήταν ταγμένη από τη λίμνη Βιστωνίδα μέχρι τον Έβρο ποταμό και επάνδρωνε το οχυρό της Νυμφαίας στη Ροδόπη.

Είσοδος του οχυρού Νυμφαία: Ονόματα πεσόντων κατά τη μάχη του οχυρού και φωτογραφία του Διοικητή Ταγματάρχη Αναγνωστού Αλ.

Μετά από σθεναρή αντίσταση στα οχυρά και στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, μεγάλο μέρος της Ταξιαρχίας Έβρου με τα τμήματα προκαλύψεως της, αναγκάστηκε λόγω του κινδύνου της αιχμαλωσίας τους, να περάσουν τον ποταμό Έβρο (στα τουρκικά ΜΑΡΙΤΣΑ). Ένα μικρό τμήμα που συμπτύχθηκε προς τη Μάκρη, προωθήθηκε στο εσωτερικό της χώρας. Οι υπόλοιπες δυνάμεις της Ταξιαρχίας Έβρου μαζί με 200 αξιωματικούς και υπαξιωματικούς της Χωροφυλακής, πέρασαν το ποτάμι και στρατοπέδευσαν κοντά στο χωριό Ύψαλα (αρχαία “Κύψελα”) της Ανατολικής Θράκης, μερικά χιλιόμετρα απ’ τα σύνορα.

Αφοπλισμός από τους Γερμανούς

Παρ’ όλες όμως τις διαβεβαιώσεις των Τούρκων, οι δυνάμεις τους απαίτησαν να αφοπλιστούν οι Έλληνες, αν και σύμφωνα με συνθήκη δεν είχαν αυτή την υποχρέωση. Έτσι η Ταξιαρχία Έβρου αφοπλίστηκε και το προσωπικό κρατήθηκαν ως αιχμάλωτοι μέχρι τη λήξη του πολέμου. Στις 9 Απριλίου 1941 κατά την παράδωση του οπλισμού των ανδρών του ο Διοικητής της Ταξιαρχίας, εφ. Υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης μη δεχόμενος να παραδώσει τους άνδρες και τον οπλισμό του, αυτοκτόνησε με το περίστροφό του, έφιππος ενώπιον των στρατιωτών του. Σε σημείωμα που άφησε στον υπασπιστή του έγραφε:

Θεωρώ εαυτόν μου εγκληματία να παραδώσω τρεις χιλιάδες επίλεκτους άνδρες εις τον προαιώνιον εχθρόν μου.”

Ο θάνατός του συγκλόνισε τους Έλληνες Στρατιώτες και προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στους Τούρκους. Την επόμενη μέρα οι τουρκικές αρχές του απένειμαν στρατιωτικές τιμές, ενώ οι Έλληνες Αξιωματικοί και Στρατιώτες τον έθαψαν στο παλιό χριστιανικό νεκροταφείο έξω από τα Ύψαλα.

Το προσωπικό της Ταξιαρχίας Έβρου κρατήθηκε σε διάφορα Στρατόπεδα της Τουρκίας (Κεσσάνη – Ραιδεστός – Πέργαμος – Αϊβαλί – Σαράντα Εκκλησίες), από όπου τελικά άλλοι καταφεραν να δραπετεύσουν και να επιστρέψουν στην Ελλάδα, ενώ άλλοι έφτασαν στον προορισμό τους στη Μέση Ανατολή για την ανασυγκρότηση των Ελληνικών Δυνάμεων.

Οι μαχητές των οχυρών μεταφέρονται με τη συνοδεία γερμανικών δυνάμεων

Η ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ ΕΒΡΟΥ, στη βραχύβια δράση της έδωσε παραδείγματα του ελληνικού μεγαλείου, της ανδριοσύνης, φιλοπατρίας και αυταπάρνησης από τους μαχητές της, οι οποίοι προσέφεραν το αίμα τους στα πεδία που κλήθηκαν να υπερασπίσουν και υπέστησαν βάναυσες κακουχίες και στερήσεις. Οι μαχητές του Έβρου και της Ροδόπης που έπεσαν μαχόμενοι στα οχυρά, που έθαψαν φίλους και αδερφούς στα στρατόπεδα της αιχμαλωσίας τους, που συγκρότησαν τις Ελληνικές Δυνάμεις στη Μέση Ανατολή και την μεταπολεμική Ελλάδα, αξίζουν την αιώνια μνημοσύνη τους.

Αιωνία η Μνήμη τους.

Απεικόνιση της αποχώρησης των ελληνικών τμημάτων από το οχυρό Ρούπελ

(*) Ο Στρατηγός Ζήσης που διέσωσε τους άνδρες του και τους οδήγησε πέραν του ποταμού και εν τέλει προτίμησε τον παλικαρίσιο θάνατο, τιμήθηκε με την απόδοση του ονόματός του σε Στρατόπεδο του Έβρου.

Πηγές:

Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης, «ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ»,

Θεόδωρος Ορδουμποζάνης, “9 Απριλίου 1941 : Αυτοκτονεί στα Ύψαλα ο Ταξίαρχος Ιωάννης Ζήσης”

Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ”

Αρχεία Πεσόντων της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, του Γ.Ε.Σ.

Βικιπαίδεια

Ευχαριστίες:

Θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον ακούραστο φίλο της ιστορίας κ.Ιωάννη Δαμάρη, για τη συμβολή του στο παρόν πόνημα, καθώς και τον αξιοσέβαστο κ.Ιωάννη Ζήση, εγγονό του αείμνηστου Στρατηγού, για τις μαρτυρίες και φωτογραφίες από το προσωπικό του αρχείου.

Επίσης οφείλω παντοτινό σεβασμό και μνημοσύνη στον συγχωρεμένο παππού μου Ευάγγελο Σοβαρά του Στεφάνου, που κατά τιμή φέρω το όνομά του, που μου εκμυστηρεύθηκε αυτές τις δραματικές στιγμές και την παλικαρίσια αυτοχειρία του Στρατηγού Ζήση, γεγονότα που έζησε ως Στρατιώτης της Ταξιαρχίας Έβρου.

Ευάγγελος Σοβαράς του Στεφάνου, Στρατιώτης της Ταξιαρχίας Έβρου (1941)

Copyright © 2016 https://kastropolites.com/. All Rights Reserved