ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΠΟΥ ΔΙΔΑΞΕ Ο ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ

Κείμενο: Ευάγγελος Σ. Σοβαράς (Καστροπολίτης)

Ζωντανή μαρτυρία και καταγεγραμμένη παράδοση για την παρουσία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στον τόπο μας, όπου δίδαξε τους προγόνους μας, αποτελεί το έως σήμερα αγέρωχο Ιερό Παρεκκλήσιο που βρίσκεται στις βόρειες παρυφές της κοιλάδας του Ερυθροποτάμου, μεταξύ των χωριών Χελιδόνας και Μικρής Δοξιπάρας.

Στις 24 Αυγούστου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Κοσμά του Αιτωλού (1714 – 1779) του “Πατροκοσμά”, του εθνοϊερομάρτυρα και Άγιου της Εκκλησίας μας, που με το κήρυγμά του έδωσε δύναμη στους υπόδουλους Έλληνες στα χρόνια της σκλαβιάς και κράτησε άσβεστη τη φλόγα της Πίστης, της Ελπίδας και της Ελευθερίας.

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός σε φορητή εικόνα στο παρεκκλήσιο στη Χελιδόνα Έβρου

Πολυσχιδής προσωπικότητα, λόγιος, ιεροκήρυκας, κοινωνικός μεταρρυθμιστής και διαφωτιστής, γνωστός και ως «Πατροκοσμάς».

Όπως μαρτυρεί όμως και το προσωνύμιο «Αιτωλός», ο Άγιος γεννήθηκε στην Αιτωλοακαρνανία (πιθανότατα το 1714) και ως τόπος γέννησής του, αναφέρεται το Μέγα Δένδρο Αιτωλίας. Ο πατέρας του ήταν Ηπειρώτης, κατά πάσα πιθανότητα από τα Ζαγόρια.

Γύρω στο 1750 ο Κοσμάς αποφάσισε να μεταβεί στην Αθωνιάδα Σχολή, στο Άγιο Όρος. Εκεί, είχε δασκάλους τον Ευγένιο Βούλγαρη, τον Παναγιώτη Παλαμά, τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη και το Νικόλαο Τζαρτζούλη. Το 1759, ο Κοσμάς πήγε στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους, όπου έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός, αλλάζοντας το αρχικό του όνομα, Κώνστας (Κωνσταντίνος).

Εκεί ο Κοσμάς αποφάσισε ότι έφτασε η ώρα για να ξεκινήσει την αποστολή του. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν τότε ο Σεραφείμ Β’, από το Δέλβινο της Βορείου Ηπείρου, ο οποίος γοητεύτηκε από την προσωπικότητα του και το 1760, του έδωσε πρόθυμα την άδεια για να αρχίσει το ιεραποστολικό του έργο.

Ο Κοσμάς πίστευε ότι ένα πνεύμα ανώτερο, «μια θεία βούληση», τον είχε προστάξει να αναλάβει το έργο της ανύψωσης του Γένους. Ο Πατριάρχης ζήτησε από τον Κοσμά να περιοδεύσει πρώτα στα χωριά της Θράκης, καθώς ο ίδιος είχε χρηματίσει Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως και στη συνέχεια να περάσει στη Θεσσαλία κι από εκεί στην Αιτωλία. Φορώντας το απλό κι απέριττο ράσο του και κρατώντας ένα ραβδί στο χέρι, ξεκίνησε τη δύσκολη πορεία του.

Αρχικά, περιόδευσε στα χωριά της Κωνσταντινούπολης και της Θράκης, όπου οι πληθυσμοί ήταν ανάμεικτοι και βυθισμένοι στο σκοτάδι. Η διδασκαλία του αμέσως απέδωσε καρπούς. Τα πλήθη έτρεχαν πίσω του σαστισμένα. Ακολούθησαν τα χωριά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και τελικά, η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Αιτωλοακαρνανία. Ο λόγος του Κοσμά, πύρινος και καυστικός, γοήτευε τα πλήθη. Ο απλός κόσμος σαγηνευόταν από τα λόγια και την προσωπικότητά του.

Όταν ο Πατριάρχης Σεραφείμ Β’ παραιτήθηκε (1761), ο Κοσμάς πήγε πάλι στην Κωνσταντινούπολη για να ανανεώσει την άδειά του. Επισκέφθηκε μόνος του το νέο Πατριάρχη Σαμουήλ, ένθερμο φίλο των γραμμάτων ο οποίος πρόθυμα του ανανέωσε την άδεια (1763). Έτσι, ο Κοσμάς, ξεκίνησε τη δεύτερη περιοδεία του, που κράτησε περίπου ως το 1773.

Φορητή εικόνα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (παρεκκλήσιο Χελιδόνας Έβρου).

Η Θράκη ήταν πάλι το πρώτο μέρος της δεύτερης περιοδείας του. Εκεί, έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια, πήγε στην Ανατολική Μακεδονία κι από εκεί στο Άγιο Όρος, στη Μονή Φιλοθέου για να ζητήσει την άδεια απομάκρυνσης από αυτή. Χειρόγραφο που σώζεται στο μοναστήρι γράφει:

«Οι εν τη Μονή (του Φιλοθέου) αγνοούντες τα περί διδασκαλίας του οσίου Κοσμά, εθεώρουν αυτόν ως άνθρωπον εκπληρούντα τα χριστιανικά καθήκοντά του, μηδέν εις την Μονήν προσπορισάμενον όφελος». Έτσι, η άδεια ανανεώθηκε και ο Κοσμάς μ’ ένα καΐκι έφτασε στη Σκόπελο, έπειτα στη Σκιάθο και στη συνέχεια στο Τρίκερι, απ’ όπου ξεκίνησε την περιοδεία του στη Μαγνησία. Επισκέφθηκε τα χωριά του Πηλίου, στη συνέχεια την Αγιά, τα χωριά του Κίσσαβου (Όσσας) και τελικά τη Λάρισα.

Από την πεδινή Θεσσαλία, κατευθύνθηκε προς τον Όλυμπο όπου μύησε μυστικά τους αρματολούς στα πατριωτικά του σχέδια. Αργότερα, επισκέφθηκε την Κοζάνη, τα Γρεβενά, τα Σέρβια και τα Χάσια.

Ο ελληνισμός έφτανε τότε ως το Μοναστήρι και το Κρούσοβο. Σ’ εκείνα τα δυσπρόσιτα μέρη, με δική του πρωτοβουλία, χτίστηκαν πολλά προσκυνητάρια. Παράλληλα, μύησε τους κλέφτες της Πίνδου στη Μεγάλη Ιδέα. Από τη Μακεδονία, κατευθύνθηκε στην Ήπειρο. Το κήρυγμά του βρήκε τεράστια απήχηση στο Μέτσοβο. Πήγε στην Κόνιτσα, όπου υπήρχαν πολλοί εξισλαμισμένοι κάτοικοι. Συνέχισε προς τα Ζαγοροχώρια, όπου πέτυχε να σταματήσουν να μιλιούνται τα βλάχικα και να χρησιμοποιούνται μόνο τα ελληνικά. Συνέχισε προς τη Ζίτσα, τα χωριά του Ασπροπόταμου (Αχελώου) και των Αγράφων.

Ο Κοσμάς από το 1769 ως το 1770 βρισκόταν στην Αιτωλοακαρνανία και από το 1770 ως περίπου το 1773 εγκαταστάθηκε στην Κεφαλλονιά όπου «παρέδιδε μαθήματα». Μετά την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και την παροχή γενικής αμνηστίας, επέστρεψε στην ηπειρωτική Ελλάδα και από εκεί έφυγε για την Κωνσταντινούπολη.

Ο Κοσμάς παρουσιάστηκε στο νέο Πατριάρχη Σωφρόνιο Β’ και αφού του εξιστόρησε όλα όσα γίνονταν στην Ελλάδα, ζήτησε ανανέωση της άδειάς του. Ο Πατριάρχης τον ευλόγησε και τον προέτρεψε να αναχωρήσει πρώτα για τα νησιά του Αιγαίου, που βρίσκονταν ακόμα σε αναβρασμό και στη συνέχεια να πορευτεί στη Μακεδονία και την Ήπειρο για να συνεχίσει το εθνοσωτήριο έργο του. Τον Σωφρόνιο, ο Κοσμάς τον θεωρούσε ευεργέτη του.

Για την τρίτη και τελευταία περιοδεία του, σαφώς υπάρχουν περισσότερα στοιχεία. Στις αρχές του 1775 λοιπόν, ο Κοσμάς εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και πήγε στα νησιά του Αιγαίου. «Περιήλθεν όλα σχεδόν τα Δουκάνησα διδάξας τους χριστιανούς να μετανοούν και να πράττουν έργα άξια της μετανοίας».

Δουκάνησα, ονομάζονταν τότε όλα τα νησιά του Αιγαίου. Περιηγήθηκε στην Πάρο, τη Μύκονο, τη Σέριφο, τη Μήλο και τη Νάξο, όπου συνάντησε για τελευταία φορά τον αγαπημένο του αδελφό Χρύσανθο, ο οποίος, ακολουθώντας την προτροπή του είχε ιδρύσει σχολείο.

Ο Κοσμάς πήγε στο Δέλβινο, όπου συναντήθηκε με τον δεσπότη Ιωαννίκιο, με τον οποίο κατέστρωσαν το «σχέδιο δράσης» του Κοσμά. Κατόπιν ο Άγιος αναχώρησε για τη Χειμάρρα κι από εκεί για το Αργυρόκαστρο. Εκεί οι προύχοντες και ο δεσπότης Δοσίθεος αντέδρασαν, ενώ οι Τούρκοι παρακολούθησαν με θαυμασμό την ομιλία του. Το ίδιο είχε γίνει στο Δέλβινο, το ίδιο έγινε και στο Τεπελένι. Στη Βήσσανη (Πωγώνι Ηπείρου) τον υποδέχτηκαν εγκάρδια Έλληνες και Τούρκοι. Στη Δερβιτσάνη, κάποιος τον ειρωνεύτηκε. «Πήγαινε και στον δρόμο θα ανταμειφθείς», του είπε ο Κοσμάς. Πραγματικά, μόλις βγήκε από το χωριό, τον τραυμάτισε κάποιος εχθρός του!

Στο Δελβινάκι δεν τον υποδέχτηκαν καλά. Ακολούθως πήγε στην Παραμυθιά, το Μαργαρίτι και την Πάργα, όπου η βενετική εξουσία δεν αντέδρασε. Ακολούθως, πήγε στο Σούλι και από ‘κεί στο Λούρο, στην Άρτα και έπειτα στο Ξηρόμερο. Επέστρεψε στο χωριό του, για τελευταία φορά, καθώς έμαθε ότι πέθανε ο πατέρας του.

Έφυγε, έπειτα, για την Άρτα, όπου οι κοτζαμπάσηδες και οι Εβραίοι δεν τον άφησαν να κηρύξει, καθώς ζητούσε η Κυριακή να είναι αργία και το παζάρι να γίνεται Σάββατο. Ήταν η αρχή των συγκρούσεών του με τους άρχοντες και τους Εβραίους. Στην Πρέβεζα οι Βενετοί, οι προύχοντες και οι Εβραίοι δεν τον άφησαν να μιλήσει.

Αναχώρησε έπειτα για τη Λευκάδα, την Κεφαλλονιά και την Κέρκυρα. Από εκεί, ο Κοσμάς αποβιβάστηκε στους Άγιους Σαράντα, όπου πήρε την άδεια από τους Τούρκους να συνεχίσει το κήρυγμά του. Ο Κοσμάς πήγε στη Χειμάρρα, στα χωριά της Αυλώνας. Στη συνέχεια στις 22 Αυγούστου 1777, έφτασε στο Μπεράτι. Εκεί, τα έβαλε πάλι με τους Εβραίους και ζήτησε τη μετάθεση του παζαριού τους το Σάββατο από την Κυριακή. Είπε μάλιστα στους χριστιανούς να μην εμπορεύονται μαζί τους και να τους θεωρούν εχθρούς της χριστιανοσύνης.

Στο Μπεράτι ο πασάς της πόλης (Κουρτ), ζήτησε να δει τον Κοσμά. Εντυπωσιάστηκε από αυτόν και του χάρισε ένα πολύτιμο σκαμνί για να διδάσκει από εκεί. Παράλληλα του χορήγησε άδεια να περιοδεύσει σε όλα τα χωριά της επαρχίας του. Στην επαρχία του Μπερατίου, από τους 180.000 κατοίκους, εκείνη την εποχή, γύρω στους 40.000 ήταν χριστιανοί. Το κήρυγμα του Κοσμά είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσουν οι χριστιανοί ν’ αλλαξοπιστούν.

Συνέχισε τις διδαχές του στο Πόγραδετς, στην Κορυτσά και στο Μοναστήρι, Αχρίδα και Καστοριά. Κατέβηκε στα Γρεβενά, πέρασε στη Θεσσαλία κι έπειτα στο Μέτσοβο, τα Ζαγοροχώρια, τη Ζίτσα και τα Γιάννενα.

Το παζάρι μεταφέρθηκε οριστικά Σάββατο και οι Εβραίοι δέχτηκαν μεγάλο οικονομικό πλήγμα. Αποφάσισαν λοιπόν να τον εξοντώσουν. Δωροδόκησαν τους πασάδες των γύρω περιοχών. Ανάμεσα σ’ αυτούς και τον παλιό του φίλο Κουρτ πασά, στον οποίο έδωσαν «πενήντα σακούλες άσπρα» (άσπρα = χρήματα, συν. ασημένια). Έτσι, έξω από το Τεπελένι, οι Τούρκοι της πόλης προσπάθησαν να κακοποιήσουν τον Κοσμά, που πρόλαβε και μπήκε στην πόλη ζητώντας άσυλο.

Ο Κοσμάς κατευθύνθηκε προς το Μπεράτι κι από εκεί στο Κολικόντασι, όπου ίδρυσε το τελευταίο σχολείο. Όμως, οι άνθρωποι του Κουρτ πασά παραμόνευαν. Καθώς κήρυττε, τον πλησίασαν και τον πήραν για να τον οδηγήσουν στον Χότζα του Κουρτ. Αποκαλυπτική είναι η μαρτυρία του μαθητή του, Ζήκου Μπιστρέκη, αναγνώστη που τον ακολούθησε ως το τέλος. Ο Κοσμάς, ο Μπιστρέκης και δύο ιερείς πήγαν στο κονάκι του χότζα, όπου βρίσκονταν περίπου 15 «ασεβείς». Ο Χότζας του ζήτησε να περιμένει να τον οδηγήσουν στον Κουρτ, ο οποίος ήθελε, υποτίθεται, να τον ρωτήσει κάποια πράγματα.

Την αυγή ξεκίνησαν για το Μπεράτι. Κοντά στον ποταμό Αώο, οι «άπιστοι» σταμάτησαν και είπαν στον Κοσμά να προετοιμαστεί για το τέλος του. Ο Άγιος προσευχήθηκε, οι δήμιοι τον οδήγησαν κοντά σ’ ένα δέντρο και ζήτησαν να του δέσουν τα χέρια, όμως ο Κοσμάς είπε ότι δεν θ’ αντισταθεί. Ακούμπησε το κεφάλι του στο δέντρο και, αφού έδεσαν γύρω από το λαιμό του ένα σχοινί, το έσφιξαν. Ο Κοσμάς άφησε την τελευταία του πνοή.

Γύμνωσαν το σώμα του «από όλα τα φορέματα όπου είχεν, έξω από ένα παλαιοβράκι όπου δεν του το έβγαλαν και τον έριψαν εις το ποτάμι».  Ήταν 24 Αυγούστου 1779, ημέρα Σάββατο.

Μόλις μαθεύτηκε η δολοφονία του, οι χριστιανοί, με δίχτυα και καμάκια, προσπάθησαν να ανασύρουν το άψυχο σώμα του από το ποτάμι. Ένας ιερέας, που λεγόταν Μάρκος, μ’ ένα μονόξυλο έκανε το σταυρό του. Τότε (ο Κοσμάς) «ευθύς εφάνη εις το νερόν ορθός, και τον επήρεν, και τον πηγαίνει εις την εκκλησίαν ευθύς εις Κολικόντασι και ήτον κοντά βράδυ και τον έψαλαν και τον έθαψαν και ημάς μας εφύλαγον», γράφει ο Μπιστρέκης.

Όλες οι πηγές συμφωνούν ότι αυτοί που δωροδόκησαν τον Κουρτ πασά για να σκοτώσει τον Κοσμά, ήταν οι Εβραίοι, καθώς θίγονταν οικονομικά από τα κηρύγματα του Κοσμά.

Ως αιτία χρησιμοποιήθηκε η κατηγορία πως ο Κοσμάς ξεσήκωνε τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων.

Μέσα από τις περιοδείες του για να κηρύξει σε όλους τους Έλληνες, όπως είδαμε πέρασε και από τον τόπο μας (τη Θράκη) και δίδαξε σε πόλεις και χωριά. Πιθανόν κατά τη δεύτερη περιοδεία του (1763-1773) έφτασε και δίδαξε στον τόπο μας.

Ο “σταυρός του Πατροκοσμά” στο παρεκκλήσι της Χελιδόνας Έβρου

Ζωντανή μαρτυρία του περάσματος του από την περιοχή, αποτελεί μέχρι σήμερα το παρεκκλήσι έξω από το χωριό Χελιδόνα του Έβρου, όπου ο Άγιος έστησε το μεγάλο ξύλινο σταυρό του και κήρυξε στους Χριστιανούς κατοίκους των χωριών Δόξας και Δοξιπάρας, όπως αναφέρεται στο παρακάτω απόσπασμα.

Το παρεκκλήσι του Αγίου Κοσμά

Απόσπασμα από το άρθρο του Θεολόγου κ.Ηλία Μογλενίδη «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: Χρόνια 300 από την γέννησή του (1714-2014) – Η διέλευση του από την Θράκη» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Επί των Ποταμών» (2013) της Ιεράς Μητρόπολης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου, αναφέρονται τα παρακάτω:

«Πέρασε από όλα σχεδόν τα χωριά και όλες τις πόλεις της Θράκης. Συνεχίζοντας την πορεία του περνά μέσα από τα χωριά Καστανιές (Τσιρέκκιοϊ), Ρίζια (Νταουτζιάρα), Αμμόβουνο (Σαμόνκιοϊ), Μικρή Δοξιπάρα (Τούρκου Ντουγάντζια), Χελιδόνα (Χαλβατζίκιοϊ), όπου παίρνοντας την άδεια από τον Μπέη Χελιδόνας, μίλησε στους Χριστιανούς κατοίκους Δοξιπάρας και Δόξας (Μεγάλης Τραύας). Στη Χελιδόνα υπήρχε τέμενος, Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Μουσουλμάνοι, στο θρήσκευμα. Ο Άγιος για να μην προκαλέσει τους Μουσουλμάνους, αφού έλαβε την άδεια από τον τοπικό Χότζα. Έπειτα, πραγματοποίησε το κήρυγμά του το βράδυ στον χώρο, όπου βρίσκεται το σημερινό Παρεκκλήσιο. Έστησε και ένα σταυρό πριν αρχίσει το κήρυγμά του, ο οποίος φυλάσσεται και ανανεώνεται μέχρι σήμερα. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ανάμεσα στη Χελιδόνα και την Μικρή Δοξιπάρα έχει κτισθεί πέτρινο παρεκκλήσιο σε ανάμνηση της διέλευσης του Αγίου Κοσμά από την περιοχή. Στη θέση του σταυρού είχε κτισθεί ένα προσκυνητάρι και στη συνέχεια, η αγάπη και η ευλάβεια των κατοίκων της περιοχής, ανήγειρε ένα πέτρινο παρεκκλήσιο προς τιμή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.»

Κτητορική επιγραφή

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος εμφανίστηκε σε όραμα σε κατοίκους του χωριού Δόξα Διδυμοτείχου και ζήτησε να ανεγερθεί ναός στη θέση που είχε διδάξει (στους προγόνους τους). Έτσι με δαπάνες και με τεχνίτες του υπόψη οικισμού, ήδη το 1961 (έτος ανακύρηξης σε Αγίο του Κοσμά του Αιτωλού), κατασκευάσθηκε παρεκκλήσιο προς τιμή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού μεταξύ της Μικρής Δοξιπάρας και της Χελιδόνας, στη διακλάδωση που σήμερα οδηγεί στον ταφικό τύμβο Μ.Δοξιπάρας.

Εκεί μας περιμένει ο Πατροκοσμάς, στο λόφο πάνω από τη Χελιδόνα του Βορείου Έβρου να μας διδάξει ταπεινοφροσύνη, Ορθοδοξία, Ελληνισμό.

Απολυτίκιον
Τὸν μέγαν ἀθλητήν, ὀρθοδόξων τὸ κλέος, Χριστοῦ τὸν μιμητὴν καὶ διδάσκαλον θεῖον, Κοσμᾶν τὸν ἰσαπόστολον, Αἰτωλίας ἀγλάϊσμα, τὸν παιδεύσαντα τὸ δοῦλον Γένος ἐνθέως καὶ συντρέξαντα εἰς τὴν ἀνάστασιν τούτου ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν.

Πηγές:

 – «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: Χρόνια 300 από την γέννησή του (1714-2014) – Η διέλευση του από την Θράκη», Ηλίας Μογλενίδης, περιοδικό «Επί των Ποταμών» (2013) της Ιεράς Μητρόπολης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου

– «Κοσμάς ο Αιτωλός: Ο εθνομάρτυρας και άγιος της Εκκλησίας μας», Μιχάλης Στούκας, Εφημερίδα «Πτρώτο Θέμα» (17/04/2017)

Φωτογραφίες:

ΚΑΣΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ-Γνώση και Δράση

Copyright © 2016 https://kastropolites.com/. All Rights Reserved