

ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΡΙΠΟΔΟΣ Ή ΠΥΡΟΣΤΙΑΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΠΟΥ ΤΟΤΕ ΗΤΑΝ ΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΩΣ “ΠΕΡΑ ΜΑΧΑΛΑΣ”.
- ΛΑΜΠΑΔΕΣ ΚΑΙ ΘΥΜΙΑΜΑΤΑ.
- ΡΑΚΗ, ΣΤΑΦΙΔΕΣ ΚΑΙ ΛΕΜΠΛΕΠΙΑ.
- ΚΟΥΡΜΠΑΝΙ ΜΕ ΑΛΑΣ ΚΑΙ ΠΙΠΕΡΙ.
- ΠΛΗΡΩΜΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΥΤΑΛΑ.
Από το κείμενο του Αρχιμανδρίτη Νικόλαου Βαφείδη που δημοσιεύθηκε το 1940 στα «ΘΡΑΚΙΚΑ» (Τόμος 13ος) με τον τίτλο «Μερικαί Συνήθειαι Διδυμοτείχου».
Σύγχρονη απόδοση: Ευάγγελος Σ. Σοβαράς (Καστροπολίτης)
Μία από τις συνοικίες της πόλης του Διδυμοτείχου είναι ή λεγομένη «Πέρα μαχαλάς» ή συνοικία της «Πυροστιάς», που οι Τούρκοι την αποκαλούν «Σατζιάχ μαχαλεσί», δηλ. Συνοικία της Πυροστιάς. Ακόμα ονομάζεται «Αρναούτ μαχαλεσί», δηλαδή Συνοικία των Αρβανίτιδων. Ήδη από την απελευθέρωση (1920) καλείται και Συνοικία «Τρίποδος».
Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό μέρος της πόλης, πέραν του καταργηθέντος πριν από πολύ καιρό, μεγάλου παλαιού τουρκικού νεκροταφείου, όπου και το διασωζόμενο μαυσωλείο υπό το όνομα του «Ορούτς πασά».
Από τα παραπάνω εξηγείται η ονομασία «Πέρα μαχαλάς», ενώ οι ονομασίες «Σατζιάχ – Πυροστιά – Τρίποδας» είναι ταυτόσημες και προήλθαν από το μαυσωλείο, το οποίο στηρίζεται επί τεσσάρων ογκωδών λιθόκτιστων στύλων. Αν το δει κάποιος από μακριά και ανάλογα της θέσης του, φαίνεται σαν τρίποδας, δηλαδή σαν να έχει τρεις και όχι τέσσερεις στύλους, επειδή ο ένας θα κρύβεται από τους άλλους. Έτσι το μαυσωλείο μοιάζει με «σατζιάχ», δηλαδή «πυροστιά».

Εορτή στην Παιδική Εξοχή Διδυμοτείχου τη δεκαετία του 1940
Η ονομασία τέλος ως «Αρναούτ μαχαλεσί», είναι άγνωστον πόθεν και από ποια εποχής προήλθε. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε, ότι κάποτε είχαν μετοικίσει εκεί Αρβανίτες ή Αλβανόφωνοι χριστιανοί, όπως συνέβη σε κάποια χωρία τής περιφερείας Διδυμοτείχου, διότι καμία οικογένεια σε αυτή τη συνοικία δεν είναι αρβανίτικη, ούτε μηδέ αλβανόφωνή. Ίσως σε παλαιοτέρους χρόνους να διέμενε εκεί κάποιος Τούρκος, του οποίου το όνομα ή το επώνυμο του να ήταν «Αρναούτ» και έτσι να δόθηκε στην συνοικία. Η πιθανότερη όμως εξήγηση της ονομασίας αυτής, είναι ότι κατά τις παλιές εδώ μετοικίσεις από άλλα ελληνικά μέρη, οι φουστανελοφόροι θεωρούνταν συνήθως από τους ντοπίους ως «Αρβανήτες» (Αρναούτ), χωρίς αυτοί να είναι.
Στην πολυώνυμη αυτή συνοικία υπάρχει μια μικρή πλατεία, που τη λένε στα τουρκικά «μεϊνταντζίκ» δηλ. πλατειούλα. Εκεί από παλιά και μέχρι πριν από λίγα χρόνια γίνονταν χοροί, ανδρών και γυναικών μαζί, κατά τα απογεύματα των Κυριακών και των γιορτών, υπό τούς ήχους της γκάιντας (άσκαυλου). Τέτοιοι χοροί γινότανε τακτικότατα και σε άλλα σημεία της πόλης, όπως για παράδειγμα στη συνοικία «Κιοπρού», δηλαδή της Γέφυρας.

Εορτή στο Διδυμότειχο το 1940 – Στο κέντρο ο Μητροπολίτης Ιωακείμ (Σιγάλας)
Στην πλατεία (της «πυροστιάς») και μπροστά του σπιτιού του ιερέως Δημητρίου Ευαγγέλου, υπάρχει φρέαρ (χαντάκι), καλούμενο «φρέαρ του Αγίου Αθανασίου». Κάθε έτος την 18η Ιανουαρίου, τελούνταν στη συνοικία αυτή στην γιορτή του Αγίου Αθανασίου, τα εξής περίεργα έθιμα και τελετές και ιδίως το «κουρπάν» (κουρμπάνι), δηλαδή η «θυσία».
Το απόγευμα της παραμονής, μόλις έδυε ο ήλιος, οι ενορίτες και κυρίως αυτοί που έμεναν γύρω από την πλατεία, έφερναν από μία μικρή λαμπάδα και θυμίαμα στο φρέαρ. Τις μεν λαμπάδες τις άναβαν γύρω από το χαντάκι αυτό, πάνω στο πέτρινο περιστόμιο του, το δε θυμίαμα το έκαιγαν σε αναμμένα κάρβουνα σε κεραμίδα, η οποία στηριζόταν στη μέση του χαντακιού με κλαδιά που είχαν τοποθετηθεί σταυρωτά. Μετά την καύση του θυμιάματος και των λαμπάδων, τα υπολείμματα αυτών και τις στάχτες, μαζί με την κεραμίδα, καθώς και τα κλαδιά, τα έριχναν μέσα στο χαντάκι.

Η “Πυροστιά”
Στη συνοικία υπάρχει μία παλιά, όπως λένε, εικόνα του Αγίου Αθανασίου, την οποίαν την φύλαγε στο εικονοστάσι του σπιτιού του, ένας από τους ενορίτες, ο οποίος εκλεγόταν για ένα έτος, όπου άναβε κανδήλα έμπροσθεν αυτής (της εικόνας).
Κατά την μνημονευθείσα εορτή του Αγίου Αθανασίου, έφερνε την εικόνα στο φρέαρ και την τοποθετούσε σε κάθισμα, καλυμμένο με καθαρό κάλυμμα. Πλαγίως δε αυτής, σε άλλο κάθισμα, έβαζε θυμιατό με αναμμένα κάρβουνα και θυμίαμα. Πλησίον επίσης, σε ένα τραπέζι, τοποθετούσε δίσκο και ποτηράκια γεμάτα με ρακή ή κονιάκ, λίγες σταφίδες και «λεμπλεπιά» δηλ. έφρυγμένα ρεβύνθια (στραγάλια), τα οποία προσέφερε ο φύλακας της εικόνας στους προσερχομένους προς προσκύνηση αυτής.
Μερικά βήματα πιο πέρα έβραζαν στη φωτιά ορισμένα κομμάτια από το «κουρμπάνι», δηλαδή του θυσιασθέντος ζώου, το οποίον ήταν πρόβατο ή κριάρι ή και μεγαλύτερο ακόμη ζώο, το οποίο αφού του ευλογούσε ο ιερέας, σφάζονταν το πρωί.
Από την ώρα αύτη ένας φτωχός κάτοικος της συνοικίας, συνήθως «μπαχτσεβάνης» δηλ. κηπουρός, κρατώντας σάκο, περιέρχονταν την συνοικία ακολουθούμενος από πολλά παιδιά, ως βοηθούς, τα όποια φώναζαν «άλας και πιπέρι στου μπαχτσεβάν’ το χέρι». Παρελάμβανε από τα σπίτια, τα προσφερόμενα και αναγκαιούντα για το μαγείρεμα και την καρύκευση των παρασκευαζόμενων φαγητών της θυσίας. Τα συνάγματα ήταν ξύλα, αλάτι, κόκκινο πιπέρι, κρεμμύδια, πράσα, διάφορα όσπρια, σιτηρά και άλλα κατάλληλα.
Μετά την παρασκευή του φαγητού, αναγιγνώσκετο από τον ιερέα επί αυτού, ανάλογη ευχή. Το περισσότερο μέρος του θύματος διανεμόταν προ του μαγειρέματος στους οικογενειάρχες – καθένας που λάμβανε τη μερίδα του, την έστελνε στο σπίτι του και έριχνε ανάλογα χρήματα στον δίσκο.
Το υπόλοιπο μέρος του σφαγίου, μαγειρευόταν και τρωγόταν στην πλατεία από τους οικογενειάρχες, εκτός των προ του μαγειρέματος διανεμηθέντων τεμαχίων και του μαγειρευθέντος φαγητού μετά ζωμού, τα οποία δινόταν επίσης επί πληρωμή «με την κουτάλα». Πωλούνταν ακόμα και όλα τα περισσεύματα των συναχθέντων υλικών, καθώς και τα ξύλα και το δέρμα του ζώου στους φιλότιμους ενορίτες.
Σε όλα όσα τελούνταν, προεξήρχε ο φύλακας της εικόνας, ο ετήσιος τρόπον τινά, πρόεδρος της ανεπίσημης επιτροπής ή αδελφότητας του Αγίου Αθανασίου του Πέρα μαχαλά. Αυτός έκανε όλα τα έξοδα και εφόσον τα κάλυπτε από τα διάφορα έσοδα, κατέθετε το υπόλοιπο ποσό στο ιδιαίτερο ταμείο του Αγίου Αθανασίου της συνοικίας.
Το υπόλοιπο αυτό χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή ή επιδιόρθωση οδών, φρεάτων, μικρών γεφυρών και άλλων τέτοιων κοινωφελών έργων, των οποίων είχε ανάγκη ή συνοικία. Ο λιθόστρωτος δρόμος από του φρέατος του Αγίου Αθανασίου, μέχρι του κατόπιν ανεγερθέντος ηρώου της πόλης, είχε κατασκευασθεί προ ετών από αυτά τα χρήματα.
Μετά το γλέντι, συνεννοούνταν οι οικογενειάρχες του Πέρα Μαχαλά μεταξύ τους και όριζαν από κοινού εκείνον, ο οποίος θα προσέφερε το επόμενο έτος το ζώο προς θυσία και θα ανελάμβανε την φύλαξη της εικόνας. Έπαιρνε τότε εκείνος την εικόνα και με συνοδεία των άλλων την πήγαινε στο σπίτι του. Εκεί την τοποθετούσε στο εικονοστάσι και άναβε την κανδήλα.

Το έθιμο της ετήσιας φύλαξης της εικόνας του Αγίου τηρείται μέχρι σήμερα στη συνοικία των Ψαράδων Διδυμοτείχου
Οι ιερείς έκαναν ιεροτελεστία και «ύψωμα» μετά άρτου και οίνου, έτρωγαν όλοι, ευχότανε προς αλλήλους και κατόπιν φεύγανε. Κατά τα τελευταία έτη οι ιερείς δεν παρευρίσκονται πλέον στην ζωοθυσία και δεν ευλογούν, λόγω της απαγορευτικής εντολής του Μητροπολίτη Φιλάρετου. Μεταβαίνουν όμως στο σπίτι του προέδρου της επιτροπής για να τελέσουν το λεγόμενο «ύψωμα του άρτου» μετά τη θεία λειτουργία και αρτοκλασία στο ναό.

Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος (Βαφείδης)
Κάθε χρόνο έπρεπε να τελούνται τα έθιμα αυτά και οι τελετές. Η παράλειψή τους θεωρείτο κακός οιωνός και διηγούνται ότι μία φορά που είχαν παραμελήσει να τα τελέσουν, επήλθε επιδημία πανώλης (πανούκλα) και πέθαναν 50 άνθρωποι από αυτή τη συνοικία.
Παλαιόθεν οι Περαμαχαλιώτες επιθυμούσαν να αποτεθεί και να φυλάγεται η εικόνα του Αγίου Αθανασίου σε ιδιαίτερο παρεκκλήσιο, που θα χτιζόταν επί τούτου στην πλατεία τους. Ο πόθος τους όμως έμενε διαρκώς ανεκτέλεστος μέχρι του τέλος το 1933, οπότε κτίσθηκε παρεκκλήσιο με αφορμή μια νεαρή κοπέλα, την Αθήνα Καραμπάση. Αυτή, έβλεπε στον ύπνο της, όπως ανέφερε σε διάφορους, τον Άγιο Αθανάσιο, να της λέει ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες της.
Τότε και ανακίνησε το ζήτημα της ανέγερσης του παρεκκλησίου κατ’ εντολή, όπως έλεγε, του Αγίου Αθανασίου. Έγιναν συνεννοήσεις μεταξύ διαφόρων γυναικών της συνοικίας και άρχισαν έρανοι. Με τις ενέργειες σημαινόντων ενοριτών και με τη συγκατάθεση της ιεράς Μητρόπολης κτίσθηκε ένα μικρό παρεκκλήσιο ή μάλλον προσκύνημα από οπτούς πλίνθους, πλησίον του φρέατος. Μετεφέρθηκε εκεί η εικόνα του Αγίου Αθανασίου και την 23η Απριλίου 1933, εγκαινιάσθηκε το παρεκκλήσιο δι’ αγιασμού και παρακλήσεως.

Το παλαιό προσκηνητάρι του Αγίου Αθανασίου στην συνοικία της Πυροστιάς
Τα περισσότερα των περιγραφομένων τα έχουμε πληροφορηθεί από τον κ. Κωνσταντίνο Ποντίδη, διευθυντή του Β’ σχολείου Διδυμοτείχου, τον όποιο ευχαριστούμε θερμώς.

Κ. Ποντίδης
Η ζωοθυσία του Πέρα μαχαλά, μετά της ιεροτελεστίας και της ακολουθούσης ευωχίας (γλεντιού), ήταν φαίνεται, συνέχεια και λείψανο παλιών ειδωλολατρικών θυσιών. Είναι δε γνωστό, ότι εξακολουθεί να τελείται ακόμη, περισσότερο ή λιγότερο το παλαιό έθιμο να θυσιάζουν ζώα, σχεδόν παντού.

Σύγχρονο γλέντι (ευωχία) στο κουρμπάνι του Αγίου Αθανασίου
Σημείωση:
Ο Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Βαφείδης συγκέντρωσε και διέσωσε σημαντικά στοιχεία που αφορούν στην ιστορία και στις παραδόσεις των κατοίκων του Διδυμοτείχου και της γύρω περιοχής. Στην εκπόνηση του συγκεκριμένου κειμένου, όπως αναφέρει ο ίδιος έλαβε τη σημαντική βοήθεια του αείμνηστου δάσκαλου Κωνσταντίνου Ποντίδη, που τότε ήταν διευθυντής στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Διδυμοτείχου. Στο υπόψη κείμενο αναφέρονται έθιμα και συνήθειες που κατέγραψε ο Αρχ. Νικόλαος, για τη συνοικία «Τρίποδος» ή «Πυροστιάς», που ήταν γνωστή ως Πέρα Μαχαλάς. Το αρχικό κείμενο είναι σε γλώσσα καθαρεύουσα, αρκετά όμως βατή και με λαϊκά στοιχεία. Επιχειρήθηκε η σύγχρονη απόδοση του κειμένου δίχως να επηρεάσει ή να αλλάξει καμία έννοια του αρχικού. Ορισμένες επεξηγήσεις τέθηκαν εντός παρενθέσεως, για την υποβοήθηση του αναγνώστη.
Διδυμότειχο, Μάρτιος 2022

Θυρανοίξια του νέου Ιερού Ναϊδρίου αφιερωμένου στον Άγιο Αθανάσιο στη συνοικία «Πυροστιά» του Διδυμοτείχου, τέλεσε ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου κ.κ. Δαμασκηνός στις 23 Νοεμβρίου 2013. Το Ναϊδριο βρίσκεται δίπλα σε παλαιό Προσκυνητάρι, όπου οι κάτοικοι του «Πέρα μαχαλά» ευλαβούντο τον Άγιο και προσέφεραν θυσίες.

Ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου κ.κ.Δαμασκηνός ευλογεί το κουρμπάνι στην εορτή του Αγίου Αθανασίου στη συνοικία των Ψαράδων Διδυμοτείχου.

