Κείμενο του (Καστροπολίτη) Ιωάννη Α. Σαρσάκη
Το Διδυμότειχο ως Κάστρο και ως περιοχή, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο κατά την εποχή της ύστερης Ρωμανίας/Βυζαντίου 1204-1453. Ο ρόλος του και η σημαντικότητα του, κορυφώθηκαν κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ως γνωστόν ο πρώτος εμφύλιος (1321-1328) διεξήχθη μεταξύ του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (παππού) και του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (εγγονού), και τελείωσε με την επικράτηση του δευτέρου, ο οποίος και εστέφθη αυτοκράτορας το 1328. Ο Ανδρόνικος Γ΄ μαζί με το στενό του φίλο και μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνό[1], διεξήγαγαν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις εναντίον του Ανδρονίκου Β΄, έχοντας ως έδρα τους το κάστρο του Διδυμοτείχου, στο οποίο συνέχισε να μένει ο Ανδρόνικος Γ΄ και μετά τη στέψη του ως Αυτοκράτορα[2].
Μετά την επικράτησή του στον εμφύλιο πόλεμο και την άνοδό του στο θρόνο, ο Ανδρόνικος Γ΄, τιμώρησε τους υποστηρικτές του παππού του. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μέγας Λογοθέτης[3] και διαπρεπής λόγιος Θεόδωρος Μετοχίτης, ο οποίος εξορίστηκε – περιορίστηκε στο κάστρο του Διδυμοτείχου[4]. Ο Μετοχίτης κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Διδυμότειχο, διέμενε σε ένα μοναστήρι της πόλης όπου οι μοναχοί τον πληροφόρησαν για την ύπαρξη ενός τοπικού αγίου, και ως λόγιος που ήταν συνέγραψε το βίο του. Πρόκειται για τον όσιο Ιωάννη το Νέο, για τον οποίο αν δεν είχε εξοριστεί ο Μετοχίτης στο Διδυμότειχο θα μας ήταν άγνωστος όπως τόσοι και τόσοι άγιοι της Πίστεως μας.
Το συγκεκριμένο κείμενο του Μετοχίτη, αντέγραψαν και εξέδωσαν, διασώζοντάς το ως τις μέρες μας οι Βολλανδιστές[5] στα Acta Sanctorum (Πράξεις Αγίων) μηνός Νοεμβρίου. Αναφορικά για τις εκδόσεις μηνός Νοεμβρίου καθώς και για την υπόψη έκδοση του βίου του οσίου Ιωάννη του Νέου, παραθέτουμε τα εξής : ¨Το Martyrologium hieronymianum καταλαμβάνει τον II τόμον των Acta Sanctorum του Νοεμβρίου, εκδοθέντα εις δύο μέρη, εν «διπλωματικόν» (1894) και εν με κριτικός επεξειργασμένον κείμενον (1931). Το Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως, δημοσιευθέν υπό του H. Delehaye (1902), σχηματίζει ένα εισαγωγικόν τόμον εις τα Acta του Νοεμβρίου και το Martyrologium romanum, με εν πλήρες υπόμνημα (1940), συγκροτεί τα «προπύλαια» των Acta του Δεκεμβρίου. Ο III τόμος του Νοεμβρίου εξεδόθη το 1910, ο δε IV το 1925¨[6]. Στον IV (Δ΄) τόμο του 1925 δημοσιεύθηκε και ο βίος του οσίου Ιωάννη του Νέου, που όπως προαναφέραμε συνέγραψε ο Μετοχίτης, και λόγω του ότι τα κείμενα στα Acta Sanctorum είναι διατεταγμένα κατά εορτολογική σειρά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μνήμη του οσίου τιμόταν μέσα στο μήνα Νοέμβριο.
Ο Θεόδωρος Μετοχίτης όπως προαναφέραμε, έζησε στο Διδυμότειχο στο τέλος της δεύτερης και στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 14ου αιώνα, έμαθε για τον όσιο Ιωάννη από τους μοναχούς της περιοχής και συνέγραψε το βίο του. Προφανώς διέκρινε την μεγάλη ευλάβεια τους προς το πρόσωπο του οσίου, συλλέγοντας βιογραφικά στοιχεία, προσωπικές εμπειρίες θαυματουργικών παρεμβάσεων και παρακολουθώντας ο ίδιος τις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του. Αναφορικά με τους βιογράφους των αγίων ο Δημήτριος Σοφιανός[7] αναφέρει τα εξής : ¨Ο συγγραφέας αισθάνεται το βιογραφούμενο άγιο σαν ζωντανή πραγματικότητα και έχει ζωηρή αντίληψη της ατομικότητας και μοναδικότητας του και ο Βίος δεν έχει την απλοϊκότητα, την αφέλεια και τις κοινοτοπίες των συνηθισμένων συναξαριών. Συνήθως, όπως συνάγεται από το ίδιο το κείμενο, ο συντάκτης του είναι λόγιος συγγραφέας με ευρύτερη κλασική και εκκλησιαστική παιδεία και άρτια γνώση της αρχαίας γλώσσας, αλλά παράλληλα, προικισμένος και με αξιόλογες λογοτεχνικές ικανότητες και αρετές¨[8].
Έτσι και ο Μετοχίτης, ο οποίος θεωρείται πανεπιστήμων, και ένας από τους ¨σημαντικότερους συγγραφείς αγιολογικών έργων¨[9] της Ρωμανίας/Βυζαντίου, ποτέ δε θα έφθανε στο σημείο να συγγράψει κάτι το οποίο δεν θα είχε διασταυρώσει και ερευνήσει ενδελεχώς. Άλλωστε όπως γράφει και ο μεγάλος βυζαντινολόγος Ντόναλντ Μακ Νίκολ, αναφερόμενος στο βίο του Αγίου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου και στην δια Χριστόν σαλότητα του : ¨ο Μετοχίτης δε συμφωνούσε με την μοναστική εκκεντρικότητα του Μαξίμου, και τον περιέγραφε με αγένεια ως αγράμματο χωριάτη¨[10]. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνουμε ότι ο διαπρεπής λόγιος του 14ου αιώνα (αν και για τον συγκεκριμένο άγιο δεν έπραξε ορθώς) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένας εύπιστος, καλόβουλος και παρασυρόμενος από το λαϊκό συναίσθημα βιογράφος αγίων. Διότι αν δεν τον άγγιζε σε τόσο μεγάλο βαθμό η πνευματική αύρα του οσίου Ιωάννη καθώς και η ευσέβεια των Διδυμοτειχιτών προς το πρόσωπο του, δεν θα έμπαινε στον κόπο να ξεδιπλώσει τις λογοτεχνικές του αρετές και να συγγράψει το βίο του.
Ανατρέχοντας στο βίο που συνέγραψε ο Μετοχίτης, βλέπουμε ότι ο όσιος Ιωάννης ο Νέος έζησε κατά τα τέλη του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα. ¨Γεννήθηκε σε ένα μικρό και άσημο χωριό του Διδυμοτείχου από γονείς γεωργούς. Διαπαιδαγωγήθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον ευσέβειας. Από μικρός έδειχνε ιδιαίτερη επιμέλεια στη μελέτη των θείων γραφών. Ακολουθώντας τις διδαχές του Ευαγγελίου, περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα και έφυγε σε έρημο τόπο. Εκεί ζούσε κατά τρόπο ασκητικό. Προσπαθούσε να μιμηθεί στις αρετές τον συνονόματο του Ιωάννη Πρόδρομο και τον προφήτη Ηλία. Τρεφόταν μόνο με χόρτα, έπινε νερό και για επανωφόρι του είχε ένα τρίχινο χιτώνιο. Κατοικούσε σε ένα απρόσιτο σπήλαιο, μακριά από τους ανθρώπους. Τυχαία ο τοπικός διοικητής βγαίνοντας για κυνήγι τον συνάντησε. Έμεινε εντυπωσιασμένος από την τραχύτητα της ζωής του και αφού του φανέρωσε τη σφοδρή επιθυμία του να οικοδομήσει ναό και να ιδρύσει μονή «εν επικαίρω (τόπω) της χώρας» προσπάθησε να τον πείσει να αναλάβει την ηγουμενεία. Αμετάπειστος ο Ιωάννης έφυγε κρυφά σε άλλην «ερήμην οίκησιν». Ύστερα από τις επίμονες προσπάθειες του διοικητή και με τη μεσολάβηση ενός γέροντα μοναχού, πείσθηκε και επέστρεψε από τον τόπο της ασκήσεώς του. Ιδρύθηκε τότε αμέσως με την επιχορήγηση του παραπάνω άρχοντα μια περίλαμπρη μονή. Πλήθος μοναχών προσέτρεξε και τέθηκε υπό την ηγουμενεία του Ιωάννη, ο οποίος έφυγε και πάλι στην ερημιά. Στη θέση του άφησε έναν πρεσβύτερο μοναχό, που μετά από λίγο πέθανε. Έτσι αναγκαστικά επανήλθε, για να αναλάβει ξανά την ηγουμενεία. Αφού οικοδόμησε έναν μεγαλοπρεπή ναό, προείπε το τέλος του και ξεψύχησε αφήνοντας το νεκρό σώμα του «θησαυρό» για τη μονή¨[11].
Αν λάβουμε υπόψη την περιγραφή του τοπίου που μας δίνει ο Θεόδωρος Μετοχίτης, συγγράφοντας το βίο του οσίου, θα πρέπει να σταθούμε στα παρακάτω τέσσερα σημεία :
α. Γεννήθηκε σε ένα μικρό και άσημο χωριό του Διδυμοτείχου.
β. Ο όσιος κατοικούσε σε ένα απρόσιτο σπήλαιο.
γ. Ο τοπικός διοικητής του Διδυμοτείχου τον ανακάλυψε σε κοντινή τοποθεσία όπου βγήκε για κυνήγι και προς τιμήν του ίδρυσε μονή «εν επικαίρω (τόπω) της χώρας».
δ. Ο όσιος Ιωάννης πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια οικοδόμησε έναν μεγαλοπρεπή ναό.
Αν προσπαθήσουμε να δώσουμε μια απλή γεωγραφική ερμηνεία με βάση τα παραπάνω δεδομένα, θα δούμε ότι, όπως αναφέρει ο βίος του οσίου Ιωάννη του Νέου, γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό κοντά στο Διδυμότειχο, και όταν αποφάσισε να μονάσει κατοίκησε σε ένα απρόσιτο σπήλαιο. Το μεν χωριό θα μπορούσε να είναι το σημερινό Κουφόβουνο ή Κουφοβούνι[12] όπως λεγόταν επί τουρκοκρατίας, όχι απαραίτητα βρισκόμενο στη σημερινή του τοποθεσία, αλλά ίσως βορειοδυτικά προς τον Ερυθροπόταμο. Προτάσσουμε ως γενέτειρα του οσίου το Κουφόβουνο, διότι η τοπική παράδοση αναφέρει ότι είναι ένας οικισμός με μακροχρόνια παρουσία στην περιοχή. To γεγονός αυτό ενισχύει και η ύπαρξη δίπλα στο χωριό, του σπηλαίου Βούβα[13], στο οποίο : ¨βρέθηκε κεραμική από τη νεολιθική περίοδο (4η χιλιετία π.Χ.), όπως και από τις περιόδους του Χαλκού και του Σιδήρου, ενώ από τα όστρακα που ο Γ. Μπακαλάκης βρήκε στους θαλάμους του σπηλαίου συνάγεται η χρησιμοποίηση του κατά τους ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους¨[14].
Το σπήλαιο Βούβα, θα μπορούσε να είναι το απρόσιτο σπήλαιο που περιγράφει ως τόπο κατοικίας του οσίου Ιωάννη ο Μετοχίτης καθώς κοντά στο Διδυμότειχο δεν υπάρχει άλλο σπήλαιο, και βεβαίως την εποχή εκείνη σαφώς και ήταν απρόσιτο. Επίσης βλέπουμε ότι ο τοπικός διοικητής του Διδυμοτείχου, ανακαλύπτει τον όσιο στην περιοχή που βγήκε για κυνήγι. Ως γνωστόν αγαπημένος κυνηγότοπος κατά την Βυζαντινορωμαίικη εποχή, αλλά και έως σήμερα θεωρείται η περιοχή του Αγίου Βλασίου. Ισχυρή ένδειξη αυτής της θεωρίας αποτελεί η παράδοση της κατάληψης του Διδυμοτείχου από τους Οθωμανούς, βάσει της οποίας ο άρχων του Διδυμοτείχου είχε μεταβεί για κυνήγι στην περιοχή του Αγίου Βλασίου[15]. Η υπόψη περιοχή από το σπήλαιο της Βούβας απέχει σε ευθεία 1 με 1,5 χλμ περίπου. Αν λοιπόν ο όσιος Ιωάννης ο Νέος ζούσε όντως στο σπήλαιο της Βούβας, δεν είναι παράξενο να βρέθηκε προς την περιοχή του Αγίου Βλασίου π.χ. προς εξεύρεση τροφής και εκεί να τον είδε ο άρχων του Διδυμοτείχου κατά τη διάρκεια του κυνηγιού, όπως αναφέρει ο βίος.
Αναφορικά με την ίδρυση Μονής «εν επικαίρω (τόπω) της χώρας και οικοδόμηση μεγαλοπρεπούς ναού από τον όσιο Ιωάννη, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, στην υπόψη περιοχή υπάρχουν τα ερείπια παλαιοχριστιανικού ναού, τα οποία ανακαλύφθηκαν το 1970 από τον αείμνηστο Τσορτσόρη Σταύρο, κατά την προσπάθειά του να αναγείρει ένα παρεκκλήσι στη μνήμη του Αγίου Βλασίου. Σχετικά με τον ναό ο Α. Γουρίδης αναφέρει ότι : ¨αποκαλύφθηκαν ερείπια παλαιοχριστιανικού ναού, δηλαδή μεγάλη ημικυκλική αψίδα και οι συνεχόμενοι με αυτήν τοίχοι, όπως και άφθονο οικοδομικό υλικό. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 διεξήχθη ανασκαφή, η οποία αποκάλυψε επάλληλα, πιθανώς τρία σε αριθμό εκκλησιαστικά κτίσματα της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής περιόδου, από τα οποία το νεότερο είναι μεγάλος τρίκλιτος ναός με νάρθηκα¨[16].
Σχετικά με την ύπαρξη μονής σε κοντινή περιοχή του Διδυμοτείχου, ο κος Χαριζάνης αναφέρει τα εξής : ¨Θα λέγαμε λοιπόν συμπερασματικά πως στα χρόνια του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου (976-1025) οικοδομήθηκε στην πόλη του Διδυμοτείχου ή σε κάποια κοντινή τοποθεσία, με επιχορήγηση του τοπικού άρχοντα, ένα μοναστήρι για τον όσιο Ιωάννη το Νέο. Την ονομασία (αφιέρωση) και την παραπέρα ιστορική πορεία του μοναστηριού αυτού δεν την γνωρίζουμε. Με το παραπάνω μοναστικό καθίδρυμα θα μπορούσε ενδεχομένως να συσχετισθεί η μονή του «Δυδίμου», η οποία μαρτυρείται σε δύο σφραγίδες του 11ου αι. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω δύο σφραγίδες φέρουν στη μία όψη την παράσταση της Θεοτόκου, ενώ στην άλλη αντίστοιχα τις επιγραφές: «+Μονής του Δυδίμου» και «+Θεοτόκε βοήθει τω σω δούλω Νικήτα μοναχώ πρεσβυτέρω του μοναστηριού του Δυδίμου». Αν και η ακριβής θέση της μονής αυτής (του «Δυδίμου») είναι άγνωστη, ωστόσο δεν αποκλείεται-όπως υποθέτει ο V. Laurent-να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στο μοναστήρι του αγίου Ιωάννη του Νέου στο Διδυμότειχο και στη μονή του «Δυδίμου»¨[17].
Επίσης ο Αθ. Γουρίδης αναφέρει ότι ¨από το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα χρονολογείται το μοναδικό ως τα τώρα γνωστό μολυβδόβουλο που αναφέρεται στην πόλη (του Διδυμοτείχου), με τη μορφή του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη μία πλευρά. Στην άλλη αναγράφεται εμμέτρως : ΤΟΥ ΠΟΙ/[Μ]ΕΝΟC C/[Φ]ΡΑΓΙΣΜ[Α] Δ/ΔΥΜ[Ο]/[Τ]ΟΙΧ[ΟΥ]. Ενδεχομένως λοιπόν, ο ποιμήν αυτός λεγόταν Ιωάννης¨[18]. Ίσως το υπόψη μολυβδόβουλο να αφορούσε τον όσιο Ιωάννη το Νέο ο οποίος όπως αναφέρει ο βίος του «προσπαθούσε να μιμηθεί στις αρετές τον συνονόματο του Ιωάννη Πρόδρομο».
Η ύπαρξη των ερειπίων του ναού, συν τα παραπάνω στοιχεία και τις εικασίες που προκύπτουν από το βίο του οσίου, μας οδηγούν σε ένα (όχι βεβαίως ασφαλές) συμπέρασμα, ότι στην περιοχή του Αγίου Βλασίου υπήρχε η Μονή του οσίου Ιωάννη του Νέου. Ένα μοναστηριακό συγκρότημα δηλαδή, το οποίο ανήκει, είτε σε εποχή πριν τον 11ο αιώνα με την ονομασία Μονή Δυδίμου, και ανασυστήθηκε την εποχή που έζησε ο υπόψη τοπικός Άγιος, λαμβάνοντας την ονομασία Μονή οσίου Ιωάννου του Νέου, είτε οικοδομήθηκε εξ αρχής προς τιμήν του. Σίγουρα μια περαιτέρω ανασκαφική έρευνα και χρονολόγηση των ερειπίων του ναού, θα μας βοηθούσαν ώστε να βγάλουμε πιο ασφαλή συμπεράσματα.
Γεγονός είναι πάντως, όπως αναφέρει ο καθηγητής Γ. Χαριζάνης στο έργο του ¨Ο μοναχισμός στην Θράκη κατά τους Βυζαντινούς αιώνες¨, πως στην περιοχή του Διδυμοτείχου υπήρχαν μοναστήρια και μοναστική παράδοση. Πέραν από τη Μονή του οσίου Ιωάννη του Νέου, υπήρχαν : η Μονή Γαυρά, η Μονή Θεομήτορος Οδηγήτριας και η Μονή Σωτήρος Παντοκράτορος. Τα δύο τελευταία μοναστήρια βρισκόταν επάνω στο κάστρο[19], για τη μονή Γαυρά δε γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία.
Αν υποθέσουμε ότι η Μονή του οσίου Ιωάννη του Νέου, βρισκόταν στην περιοχή του Αγίου Βλασίου, όπως αυτό συνάγεται με βάση τα παραπάνω στοιχεία, τότε μπορούμε να πούμε ότι η τοποθεσία αυτή είναι κατάλληλη για τη δημιουργία ενός Μοναστηριού ή την ανασύσταση της Μονής του οσίου Ιωάννη του Νέου. Ο τόπος είναι αγαπητός από μεγάλο μέρος των κατοίκων της περιοχής του Διδυμοτείχου, και έχει βεβαίως συνδυαστεί με την ευλάβεια του κόσμου προς το πρόσωπο του Αγίου Βλασίου. Η ανέγερση στα νεώτερα χρόνια, ενός προσκυνηταριού, ενός ναΐσκου και μιας εκκλησίας, μαρτυρεί ότι ο τόπος αυτός θεωρείται από τους Διδυμοτειχίτες ιερός.
Επίσης ένα βασικό βήμα για την ανάδειξη του οσίου Ιωάννη του Νέου είναι η ένταξή του στο τοπικό αγιολόγιο της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης που συνέγραψε το βίο του, αναφέρει ρητώς ¨εις τον όσιον Ιωάννην τον νέον[20]¨, τον αποκαλεί δηλαδή όσιο όπως αποκαλούνται όλοι οι μοναχοί που κατετάγησαν στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο. Αν ανατρέξουμε στο βίο του, θα δούμε ότι περιγράφονται θαύματα τα οποία επιτέλεσε και εν ζωή και μετά την κοίμησή του (Αυτίκα γαρ πολύς εκείνος εν θαύμασι και τεραστίοις, ευεργεσίας ανθρώποις βρύων αδάπανος και ράσθ΄ έτοιμος αυτόθεν άπασιν, οις άρα δει και ων άρα δει πάντων εκάστων[21]). Συγκεκριμένα αναφέρονται ιάσεις σωματικών και ψυχικών νοσημάτων καθώς και θεραπείες δαιμονιζομένων[22].
Είναι βεβαίως γεγονός ότι ο όσιος Ιωάννης ο Νέος λησμονήθηκε από το λαό της περιοχής μας. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε μέχρι ποια εποχή τιμόταν η μνήμη του στο Διδυμότειχο. Το πιθανότερο είναι να λησμονήθηκε, κατά τη διάρκεια της πάνω από πεντακοσίων ετών οθωμανικής σκλαβιάς της δυτικής Θράκης. Μη ξεχνάμε ότι εκείνα τα χρόνια ¨τα πάντα έσκιαζε η φοβέρα και πλάκωνε η σκλαβιά¨, ο λαός βίωσε εξισλαμισμούς, διώξεις, σφαγές, μετακινήσεις πληθυσμών και άλλα δεινά, με αποτέλεσμα και να μη μπορεί να τελέσει τις εορτές των αγίων του αλλά και να μείνει σε μεγάλο βαθμό αγράμματος και πολλές φορές ακέφαλος από την έλλειψη ιερέων. Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν είναι ανεξήγητο το γεγονός να λησμονηθεί η μνήμη ενός τοπικού αγίου.
Συνοψίζοντας και κλείνοντας το παρόν κείμενο να αναφέρουμε ότι οι άγιοι δεν έχουν ανάγκη αναδείξεως και προβολής, αντιθέτως εμείς οι πιστοί έχουμε ανάγκη τους αγίους μας, ζητώντας την ευλογία τους και τη μεσιτεία τους προς τον Πανάγαθο Τριαδικό Θεό μας. Από τη στιγμή όμως που υπάρχουν αυτά τα στοιχεία που παραθέσαμε, νομίζω πως είναι απαραίτητη η ανάδειξη και η επανένταξη του οσίου Ιωάννη του Νέου στο εορτολόγιο της Μητροπόλεως μας (σε αυτό βεβαίως θα βοηθήσει και η εύρεση της ακριβής ημερομηνίας κοίμησής του, εντός του μηνός Νοεμβρίου, στοιχείο το οποίο ερευνούμε). Πέραν από την πνευματική ωφέλεια που θα προκύψει από το γεγονός αυτό, θα υπάρξει και πολιτιστικό πλεονέκτημα για την πόλη του Διδυμοτείχου καθώς εξετάζοντας το βίο του οσίου Ιωάννη του νέου, θα αναδειχθεί και το ιστορικό υπόβαθρο της εποχής κατά την οποία έζησε. Άλλωστε ο μεγάλος Έλληνας βυζαντινολόγος Διονύσιος Ζακυθινός, αναφέρει για τους βίους των τοπικών αγίων τα εξής : ¨τα κείμενα ταύτα αποβαίνουν πηγαί σημαντικαί διά την γενικήν και διά την τοπικήν ιστορίαν. Διά την τοπικήν ιστορίαν είναι ενίοτε πηγαί μοναδικαί επί μακράς περιόδους. Καθ΄ όλου, οι Βίοι αγίων χαρακτηρίζουν τας τάσης και τα ιδεώδη της Βυζαντινής κοινωνίας ή τουλάχιστον μεγάλου μέρους αυτής¨[23].
Πρόσφατο παράδειγμα πνευματικής και πολιτιστικής ωφέλειας, αποτελεί η ανάδειξη και ο εορτασμός ενός άλλου τοπικού μας αγίου (της εποχής της Ρωμανίας /Βυζαντίου) και αναφέρομαι φυσικά στον Άγιο Ιωάννη Βατάτζη (13ος αιώνας) αν προσθέσουμε και τον επίσκοπο Διδυμοτείχου Ιλαρίωνα με το προφητικό χάρισμα[24] (14ος αιώνας), για τον οποίο θα παραθέσουμε στοιχεία σε επόμενο κείμενο, τότε βλέπουμε ότι το Διδυμότειχο συνδέεται με τρείς άγιες μορφές της Ρωμανίας/Βυζαντίου γεγονός που προσδίδει στην πόλη μας μεγαλύτερη πνευματική και ιστορική αίγλη.
[1]. Ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός στέφθηκε συναυτοκράτορας στο Διδυμότειχο στις 26 Οκτωβρίου του 1341.
[2]. Στο Διδυμότειχο έζησε ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος μαζί με την οικογένειά του και εκεί γεννήθηκε και ο υιός και διάδοχος του Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος στις 18 Ιουνίου 1332
[3]. Το υψηλότερο αξίωμα στη βυζαντινή διοίκηση μετά τον Αυτοκράτορα.
[4]. Νικηφόρος Γρηγοράς «Ρωμαϊκή Ιστορία» Εκδόσεις Λιβάνη σε 382.
[5].Ομάς Βέλγων Ιησουϊτών, οι οποίοι δημοσιεύουν, επί τρεις αιώνας, τα Acta Sanctorum (Πράξεις Αγίων). Η μεγάλη αυτή συλλογή περιλαμβάνει τας βιογραφίας και τους θρύλους των Αγίων, με τα σχετικά δεδομένα. Τα κείμενα αυτά εκδίδονται εις τας γλώσσας του πρωτοτύπου και είναι διατεταγμένα κατά εορτολογικήν σειράν. Η πρώτη ιδέα οφείλεται εις ένα Ιησουίτην των Κάτω Χωρών, τον Heribert Rosweyde (†1629). Εις άλλος Ιησουίτης, ο Ιωάννης Bolland (†1665), με την βοήθειαν του G. Henschenius, ήρχισε την δημοσίευσιν εις Αμβέρσαν. Όλαι αυταί αι δημοσιεύσεις, ωφέλιμοι ή ακόμη και απαραίτητοι, επεβράδυναν τον ρυθμόν των Acta Sanctorum, τα οποία είναι πάντοτε η κύρια συλλογή. Τους προσέδωσαν όμως μίαν πλέον στερεάν βάσιν και μίαν διευθέτησιν πλέον επιστημονικήν, διά της εξαπλώσεως της επί των διαφόρων δεδομένων ερεύνης τόσον προς Ανατολάς όσον και προς Δυσμάς. Πηγή: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Τρίτος Λήμμα «Βολλανδισταί» σελ 951.
[6]. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια ΤόμοςΤρίτος Λήμμα «Βολλανδισταί» σελ 952-953.
[7]. Ο Δημήτριος Σοφιανός γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου το 1935. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών απ’ όπου πήρε το πτυχίο του το 1959. Αρχικά εργάστηκε ως επιστημονικός συνεργάτης στο Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Από το 1966 υπηρέτησε στο Κέντρο Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, του οποίου διετέλεσε διευθυντής από το 1984 έως την εκλογή του ως καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη, την έκδοση και το σχολιασμό αγιολογικών κειμένων. Πέθανε το Νοέμβριο του 2008.
[8]. Δημήτριος Ζ. Σοφιανός «Οι Βυζαντινοί Άγιοι του Ελλαδικού χώρου μέσα από τις πηγές και τα κείμενα» Ίδρυμα Γουλανδρή – Χόρν σελ 19.
[9]. Σωτήριος Μπαλατσούκας «Βυζαντινά Αγιολογικά Κείμενα – Παλαιολόγιοι Χρόνοι» Τρίκαλα 2015 σελ. 16.
[10]. Studies in Late Byzantine History and Prosopography – Hilarion of Didymoteichon and the Gift of Prophecy σελ 187 (σε μετάφραση του Ιωάννη Δουλάκη).
[11]. Γ. Χαριζάνης «Ο μοναχισμός στη Θράκη κατά τους Βυζαντινούς αιώνες» Διδακτορική διατριβή Θεσ/νίκη 2000 σελ 87-88.
[12]. Σ. Ψάλτη «Η Θράκη και η Δύναμις του εν αυτή Ελληνικού Στοιχείου» Εν Αθήναις 1919 σελ 121.
[13]. Το σπήλαιο Βούβα βρίσκεται δυτικά του Διδυμοτείχου και ανάμεσα στο Διδυμότειχο και το χωριό Κουφόβουνο.
[14]. Αθανάσιος Γουρίδης «Διδυμότειχο, μια άγνωστη πρωτεύουσα» Εκδόσεις Επικοινωνία Α.Ε. σελ 17.
[15]. Αρχιμανδρίτη Νικολάου Βαφείδη «Η υπό των Τούρκων άλωσις του Διδυμοτείχου, θρύλοι και παραδόσεις» Θρακικά Τόμος Πρώτος Αθήναι 1978 σελ 34.
[16]. Αθανάσιος Γουρίδης «Διδυμότειχο, μια άγνωστη πρωτεύουσα» Εκδόσεις Επικοινωνία Α.Ε. σελ 76.
[17]. Γ. Χαριζάνης «Ο μοναχισμός στη Θράκη κατά τους Βυζαντινούς αιώνες» Διδακτορική διατριβή Θεσ/νίκη 2000 σελ 88-89.
[18]. Αθανάσιος Γουρίδης «Διδυμότειχο, μια άγνωστη πρωτεύουσα» Εκδόσεις Επικοινωνία Α.Ε. σελ 41.
[19]. Επικρατέστερη άποψη θέλει τη Μονή Θεομήτορος Οδηγήτριας να βρισκόταν στο χώρο όπου σήμερα υπάρχει ο Μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αθανασίου και τη Μονή Σωτήρος Παντοκράτορος στο χώρο όπου υπάρχει σήμερα ο ναός του Σωτήρος Χριστού.
[20]. Acta Sanctorum Novembris Tomus Quartus Bruxellis 1925 Vita s. Iohannis iunioris – Theodoro Metochita σελ 679.
[21]. Acta Sanctorum Novembris Tomus Quartus Bruxellis 1925 Vita s. Iohannis iunioris – Theodoro Metochita σελ 685.
[22]. Acta Sanctorum Novembris Tomus Quartus Bruxellis 1925 Vita s. Iohannis iunioris – Theodoro Metochita σελ 685-687.
[23]. Δημήτριος Ζ. Σοφιανός «Οι Βυζαντινοί Άγιοι του Ελλαδικού χώρου μέσα από τις πηγές και τα κείμενα» Ίδρυμα Γουλανδρή – Χόρν σελ 17.
[24]. Studies in Late Byzantine History and Prosopography – Hilarion of Didymoteichon and the Gift of Prophecy σελ 187 (σε μετάφραση του Ιωάννη Δουλάκη).