Κείμενο: Παναγιώτης Αγ. Ζιωτόπουλος
Τον Απρίλιο του 1942, ο Νομάρχης Έβρου Ιωάννης (Νάνος) Φραγκούλης, έπεφτε χτυπημένος άνανδρα στο Διδυμότειχο, όχι από στρατιές των κατακτητών – Εκτελέσθηκε για να μην περιέλθει ο Νομός Έβρου στα χέρια των Βουλγάρων κατακτητών – Την εποχή εκείνη, ήταν μόλις 38 ετών.
Ο πρώτος Νομάρχης Ιωάννης Φραγκούλης (Αρχείο Γιώργου Αγγέλη).
Τον Απρίλιο του 1942 (02.04.1942) έπεσε χτυπημένος άνανδρα, από σφαίρες όχι τον κατακτητών, στο Διδυμότειχο ο νομάρχης Έβρου Ιωάννης (Nάνος) Φραγκούλης.
Εκείνοι που τον εξετέλεσαν ήταν σίγουρα δυσαρεστημένοι από την πολυσχιδή εθνική, πατριωτική και θρησκευτική του δράση, σε εκείνη την απομεμακρυσμένη, πλην όμως κομβική για τις τύχες του Ελληνισμού, τοποθεσία.
Σκοτεινές κατά κυριολεξίαν δυνάμεις ανέκοψαν το εθνοσωτήριο έργο του, σε μιά περιοχή που συμπλέκονταν τα συμφέροντα των Βουλγάρων εθνικιστών και κομιτατζήδων, των κομμουνιστών, και των πάσης φύσεως απατρίδων μαυραγοριτών και τυχοδιωκτών, υπό την ουσιαστικήν αδιαφορίαν των Γερμανών, που τυπικώς έλεγχαν την λεπτή εκείνη, δυτικώς του Έβρου, ζώνη. Την εποχή εκείνη ο Φραγκούλης ήταν μόνον 38 ετών.
Γεννήθηκε το 1904 στην Λευκάδα, οι δε γονείς του κατάγονταν από το χωριό Εγκλουβή. Στην Λευκάδα τελείωσε το δημοτικό, το σχολαρχείο και το γυμνάσιο. Από μικρό παιδί είχε
ιδιαίτερη έφεση για τα θεία.
Ως πρώτος σημαντικός δάσκαλος του στα «εκκλησιαστικά» αναφέρεται ο λίαν ευπαίδευτος «παπά Αντζουλής Κατωπόδης». Παρακολουθούσε ανελλιπώς τις ιερές ακολουθίες και νήστευε όταν το απαιτούσε το τυπικό της Εκκλησίας μας, για τον λόγο αυτό δε κάποτε τιμωρήθηκε δι’ επανειλημμένων ραβδισμών στις παλάμες, μια και ο πατέρας του είχε ενημερώσει τους καθηγητές του ότι λόγω της νηστείας είχε χάσει πολλά κιλά.
Το γεγονός ότι είχε επιβιώσει από μια βαριά αρρώστια, έκανε τους δικούς του να τον «τάξουν» στον Θεό και να τον προορίζουν για δεσπότη.
Τοιουτοτρόπως, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του πήγε στην Αθήνα κοντά στα μεγαλύτερα αδέλφια του και σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Επειδή τα οικονομικά της οικογενείας του δεν ήταν ιδιαιτέρως ανθηρά, αναγκάσθηκε να δουλέψει σε διάφορες εκκλησιαστικές υπηρεσίες, ενώ παραλλήλως κήρυττε τον λόγο του Θεού.
Μετά την λήψη του διπλώματος του (1927) διορίσθηκε καθηγητής της θεολογίας στο σχολαρχείο Άγιου Κηρύκου Ικαρίας, αργότερα δε στο σχολαρχείο Σάμης Κεφαλληνίας.
Μετά πήρε υποτροφία για ανώτερες σπουδές στην Γερμανία, σπούδασε στην Λειψία και την Ίενα επί τέσσερα χρόνια φιλοσοφία, παιδαγωγικά και θεολογία. Επέστρεψε κάτοχος διδακτορικού διπλώματος.
Διορίσθηκε διευθυντής του διδασκαλείου Μυτιλήνης. Μετά το 1936 διορίσθηκε διευθυντής της Εκκλησιαστικής Σχολής και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας της Μονής Βελλάς, πλην όμως στην θέση εκείνη δεν πρόλαβε ουσιαστικώς να υπηρετήσει, επειδή το 1937 διορίσθηκε γενικός επιθεωρητής στοιχειώδους εκπαιδεύσεως στην Θράκη.
Στην θέση εκείνη προσπάθησε να εφαρμόσει το εκπαιδευτικό- μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, όπως εκείνος το αντιλαμβανόταν.
Ολόκληρη σχεδόν η παιδαγωγική του ήταν γραμμένη στο βιβλίο του «Ο Χριστός ως παιδαγωγός», στο εξώφυλλο του οποίου και κάτω από την εικόνα του Χριστού είχε γράψει «Άφετε τα παιδία ελθείν προς με».
Γενικώς ήταν πολυγραφότατος, στο δε σύντομο διάστημα της γόνιμης από συγγραφικής πλευράς ζωής του μας άφησε λίαν σημαντικό έργο. Τα «Θρησκευτική διδασκαλία και απολογητικός αυτής χαρακτήρ», «Χριστιανισμός και σωματική αγωγή», «Ιησούς ποιμήν των ψυχών», «Χριστιανική Ηθική», ήταν το καταστάλαγμα της σοφίας του και των πιστεύω του, ενώ πολυάριθμα άρθρα του σε διάφορα περιοδικά (Χριστιανικά γράμματα, Ζωή, Τρεις Ιεράρχες, Ακτίνες κ.λπ.) επεσφράγησαν για πάντα την παρουσία του στο χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων.
Επίσης μετέφρασε από τα λατινικά ένα σημαντικότατο έργο της αρχαίας χριστιανικής γραμματείας, δηλαδή τον «Απολογητικό» του Τερτυλλιανού.
Οι ικανότητες και τα προσόντα του τον έκαναν γρήγορα γνωστό, εις τρόπον ώστε για κάθε εκπαιδευτικό θέμα της περιοχής του οι ιθύνοντες του υπουργείου τον καλούσαν συχνά στην Αθήνα.
Επειδή πίστευε υπέρ το δέον στον ποιμαντικό – παιδευτικό πόλο τής Εκκλησίας, επεδίωξε με κάθε τρόπο την πλήρωση όλων των κενών θέσεων μητροπολιτών τόσον της Θράκης, όσον και της άλλης Ελλάδας.
Για τον σκοπό αυτό διεξήγαγε μεγάλον αγώνα, προκείμενου να έπειθε όλους τους φίλους και γνωστούς του θεολόγους να γίνονταν επίσκοποι.
Αποτέλεσμα της όλης του πολιτείας ήταν ή προαγωγή του σε γενικό επιθεωρητή Θράκης, παρέμεινε δε στην θέση εκείνη μέχρις ότου η χώρα κατελήφθη από τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους.
Τότε την Ανατολική Μακεδονία και την Δυτική Θράκη κατέλαβαν τα βουλγαρικά στρατεύματα, με σκοπό την de facto πλήρη προσάρτηση τους στο βασίλειο της Βουλγαρίας.
Ελεύθερη από τους Βουλγάρους παρέμεινε μια λεπτή λωρίδα δυτικώς του Έβρου, υπό τον τυπικό έλεγχο των Γερμανών πού ήθελαν να ελέγχουν τα σύνορα με μια χώρα «ουδέτερη», όπως η Τουρκία, που ουσιαστικώς όμως άνηκε στην λεγομένη «Ελληνική Πολιτεία», δηλαδή την κατεχόμενη Ελλάδα που κυβερνούσε η κατοχική κυβέρνηση του Γ. Τσολάκογλου.
Τότε ήταν πού μια μέρα έφθασε στην Αθήνα μια αντιπροσωπεία από το Διδυμότειχο, ζητώντας από τον πρωθυπουργό κάθε δυνατή βοήθεια για να έμενε σε ελληνικά χέρια ο Έβρος, δεδομένου ότι οι Βούλγαροι απειλούσαν να «καταπιούν» τα πάντα, είχαν δε σχεδόν αλώσει την Αλεξανδρούπολη.
Τότε ο Τσολάκογλου, μαζί με τον υπουργό Παιδείας Κ. Λογοθετόπουλο (μετέπειτα πρωθυπουργό) απεφάσισαν να στείλουν στον Έβρο, ως νομάρχη πλέον, τον Ιωάννη Φραγκούλη, μια και γνώριζαν τις ικανότητες του και το υψηλό εθνικό και θρησκευτικό του φρόνημα.
Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των δικών του να «μη πήγαινε στο στόμα του λύκου», ο Φραγκούλης βάδισε σταθερός και ατρόμητος τον δρόμο της δόξας και του μαρτυρίου.
Έφθασε στο Διδυμότειχο τον Ιούλιο του 1941.
Αμέσως προσπάθησε να ανασυντάξει όσες δυνάμεις απέμεναν ακόμη στο έθνος. Τον Μητροπολίτη, τους ιερείς, τους εκπαιδευτικούς που ήδη εγνώριζε.
Από τα πρώτα του μελήματα ήταν:
1) Η διατήρηση υψηλού του φρονήματος του πληθυσμού.
2) Η μάχη κατά τής πείνας. Ο ίδιος πήγαινε από χωριό, σε χωριό μοιράζοντας ότι τρόφιμα ήταν διαθέσιμα.
Εκήρυξε αμείλικτο πόλεμο κατά των μαυραγοριτών και σχεδόν ουδέποτε υπέγραψε άδεια εξαγωγής τροφίμων από τον Έβρο, που είχαν αγορασθεί σε εξευτελιστικές τιμές και που θα αγοράζονταν στα μεγάλα αστικά κέντρα με λίρες.
3) Η προσπάθεια του για την δημιουργία χωροφυλακής, πού ευοδώθηκε κατά τα τέλη του 1941.
4) Η δημιουργία προσωρινώς (μέχρι της δημιουργίας χωροφυλακής) πολιτοφυλακής, με επικεφαλής αξιωματικούς που είχαν πολεμήσει στην Αλβανία.
5) Ο διορισμός εισαγγελέα που μέχρι τότε δεν υπήρχε.
6) Ο διορισμός διοικητού αγροτικής ασφαλείας.
7) Η παρεμπόδιση τής δημιουργίας βουλγαρικού σχολείου στην περιοχή του Έβρου.
8) Η παρεμπόδιση κατά το δυνατόν του δια του Έβρου λαθρεμπορίου. Μνημειώδης υπήρξεν ο πανηγυρικός λόγος που εξεφώνησε στις 25 Μαρτίου 1942 στο γυμνάσιο του Διδυμοτείχου, καλώντας τους εκπαιδευτικούς να φυλάξουν τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και να μη συνεργασθούν με τους κατακτητές.
Η προτομή του Ιωάννη Φραγκούλη στο Διδυμότειχο.
Οι σχέσεις του με τον Γερμανό διοικητή της περιοχής ήταν τυπικές και άψογες.
Αντιθέτως, δεν ήταν καλές οι σχέσεις του με τον διοικητή της Γκεστάπο και βεβαίως με τους Βουλγάρους.
Το αποκορύφωμα του δράματος συνέβη κατά την Μεγάλην Βδομάδα του 1942.
Συγκεκριμένως, κατά το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης (2 Απριλίου 1942) και μετά την λήξη της Ιεράς Ακολουθίας της εξόδου του Εσταυρωμένου και των Δώδεκα Ευαγγελίων, ο Φραγκούλης ανέβηκε στον δικό του σταυρό.
Την στιγμή πού ανέβαινε την εξωτερική σκάλα του σπιτιού του, εβλήθη εκ των όπισθεν δια πυροβόλου όπλου από άτομο που ήταν κάτω από την σκάλα.
Μεταφερόμενος στο νοσοκομείο εξέπνευσε, ενώ ο Γερμανός φρουρός του κτιρίου δεν αντέδρασε ιδιαιτέρως κατά την κρίσιμη στιγμή. Τα μόνα λόγια πού πρόλαβε να πει ήταν “Ω μάνα μου, με σκότωσαν!”.
Ποιος σκότωσε τον Φραγκούλη; Είναι ένα ερώτημα στο όποιο ουδέποτε δόθηκε από υπευθύνους πειστική απάντηση.
Βεβαίως ανακρίσεις διεξήχθησαν, πλην όμως φαίνεται ότι μάλλον έγιναν για να «κουκουλώσουν» την υπόθεση.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, σήμερα πια είναι γνωστοί οι ηθικοί αυτουργοί και με μεγίστη πιθανότητα ο φυσικός αυτουργός εκείνου του ανοσιουργήματος.
Δεν κρίνουμε σκόπιμο να «ξανασκαλίσουμε» μετά από τόσα χρόνια τα διάφορα σενάρια για τον θάνατο του.
Υπήρξε θύμα του καθήκοντος κατά την υπεράσπιση των εθνικών και χριστιανικών ιδανικών, η δε πολιτεία του εν γένει αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο στα σχέδια των εχθρών του Ελληνισμού.
Ήταν στρατιώτης που κυριολεκτικά έπεσε στην μάχη.
Μετά από 73 χρόνια μια τόσο σημαντική μορφή της ιστορίας μας παραμένει αγνοημένη.
Τα μόνα στοιχεία που μας τον θυμίζουν είναι μια προτομή του στο Διδυμότειχο, μια οδός με το όνομα του κι ένα μνήμα απέριττο στο οποίο αναγράφονται:
“Ένθάδε κείται Ιωάννης Φραγκούλης. Νομάρχης Έβρου. Δολοφονηθείς την 2-4-1942”.
(*) Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΡΑΚΗ” στις 20 Μαΐου 2015 (σελ. 6).