ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΗΣΗΣ – Ο ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ
Οι δύσκολες στιγμές επιβάλλουν και αναδεικνύουν τους ήρωες, που θα σηκώσουν στις πλάτες τους τις ευθύνες και με το παράδειγμά τους θα λύσουν το δεσμό. Τέτοιος άνδρας αναδείχθηκε ο ένδοξος και εμπειροπόλεμος Στρατηγός Ιωάννης Ζήσης, που κλήθηκε να συγκροτήσει, να διοικήσει και να περισώσει την από έσχατης ανάγκης δημιουργηθείσα Ταξιαρχία Έβρου. Έναν Στρατιωτικό Σχηματισμό θνησιγενές, που με τη συγκρότησή του είχε τη μέγιστη αποστολή, σε λίγες ημέρες να ταχθεί, να αντισταθεί και (ω του θαύματος!) να σταματήσει την υπερπολλαπλάσια αριθμητικών δυνάμεων σε προσωπικό και υπεροπλία, γερμανική πολεμική μηχανή.
Κείμενο: Ευάγγελος Σ. Σοβαράς (Καστροπολίτης)
Ο Ιωάννης Ζήσης του Δημητρίου γεννήθηκε στη Μάκρη (πρώην Μάκρυσι) του Νομού Φθιώτιδας το 1888. Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και σταδιοδρόμησε ως Μόνιμος Αξιωματικός του Πυροβολικού.
Ο Ιωάννης Ζήσης ως νεαρός Αξιωματικός έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και το 1916 όταν η Ελλάδα περιήλθε στη δίνη του Εθνικού Διχασμού και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρετούσε στο Δ΄ Σώμα Στρατού το οποίο αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς στην Καβάλα (Αύγουστος 1916) και μεταφέρθηκε στο Γκέρλιτζ της Γερμανίας, όπου παρέμεινε για 3 χρόνια.
Μετά την επιστροφή από την αιχμαλωσία, ο Ζήσης έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία και τραυματίστηκε στη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ, από όπου επέζησε με μια σφαίρα στα πλευρά του.

Ο Ιωάννης Ζήσης
Το 1938 ως Συνταγματάρχης υπηρετούσε στα Ιωάννινα (μάλλον ως Διοικητής Πυροβολικού της 8ης Μεραρχίας), από όπου υπέβαλε σειρά αναφορών προς το Αρχηγείο όπου αναφερόταν στις σημαντικές ελλείψεις που διαπίστωσε τόσο στον αριθμό των Μονίμων Αξιωματικών που υπηρετούσαν στα σύνορα, όσο και στις ενεργές Μονάδες Πυροβολικού που διέθετε (είχε ενεργή μόνο μία Πυροβολαρχία!). Επίσης παράθετε αναφορές του στη δυσαναλογία της δύναμης του Πυροβολικού και των έργων που κατασκεύαζαν οι Ιταλοί στην αλβανική μεθόριο, σε σχέση με την ελληνική πλευρά. Οι αναφορές του τελικά δεν απαντήθηκαν και ο Ζήσης με θάρρος και ευθιξία, υπέβαλε την παραίτησή του και αποστρατεύθηκε.

Ο Ιωάννης Ζήσης ως Συνταγματάρχης (ΠΒ)
Το 1940 με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ανακλήθηκε στην ενεργό δράση με το βαθμό του εφέδρου Υποστρατήγου. Το Μάρτιο του 1941 του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του Διοικητή της άρτι συγκροτηθείσας Ταξιαρχίας Έβρου.
Οι δυνάμεις του Σχηματισμού του ήταν αυτές που δέχθηκαν τη Γερμανική επίθεση μέσω Βουλγαρίας στις 6 Απριλίου 1941. Τα μεσάνυχτα της 7ης Απριλίου του 1941 κατόπιν διήμερου αγώνα κατά των Γερμανών εισβολέων και αφού προκλήθηκε σημαντική φθορά στον εχθρό, διασπάσθηκε η γραμμή άμυνας και το Οχυρό Νυμφαίας (Ροδόπης) περιήλθε στα χέρια των γερμανικών στρατευμάτων.
Διαβλέποντας την επερχόμενη ήττα και τη γερμανική κατοχή, καθώς και τη διάλυση της χώρας και του στρατεύματος, ο παλαίμαχος πολεμιστής Στρατηγός ήταν συντεθλιμμένος. Παρόλα αυτά, προ του κινδύνου της αιχμαλωσίας των ανδρών του από τους Γερμανούς, ως υπεύθυνος Διοικητής του Σχηματισμού ενήργησε βάσει του Σχεδίου Εκκένωσης και με την προσδοκία ότι ήταν σε ισχύ η Συμφωνία Συνεργασίας Ελλάδας, Σερβίας και Τουρκίας (ενάντια στην Βουλγαρία). Έτσι έλαβε την απόφαση για την περαίωση της Ταξιαρχίας Έβρου σε τουρκικό έδαφος.
Πριν αποχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα από την Αλεξανδρούπολη, ο Ζήσης κάλεσε τους κατοίκους της πόλης και τους παρέδωσε τις αποθήκες τροφίμων και εφοδίων. Η αποχώρηση ήταν δραματική, καθώς οι ντόπιοι φωνάζανε “Που μας αφήνετε; Θα κατέβουν σε τρεις ημέρες οι Βούλγαροι”. Οι Στρατιώτες της Ταξιαρχίας Έβρου έκλαιγαν και ήταν θυμωμένοι, που θα άφηναν τον πληθυσμό στην μοίρα του.
Την 8η Απριλίου 1941 η Ταξιαρχία Έβρου διήλθε τον ποταμό Έβρο (που Τούρκοι και Βούλγαροι τον αποκαλούν “Μέριτς” και “Μαρίτσα”, αντίστοιχα) και μετά τη δίοδο των Κήπων αφίχθηκε στην πόλη Ύψαλα, τα αρχαία Κύψελα της Ανατολικής Θράκης.
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, που επικαλέστηκαν οι Τούρκοι για να μην εμπλακούν στην ένοπλη σύρραξη με τους Γερμανούς και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους συγκέντρωσαν σε Στρατόπεδο των Υψάλων και ζήτησαν την παράδοση του οπλισμού των ανδρών της Ταξιαρχίας. Επίσης τους ανακοίνωσαν ότι θα παρέμεναν σε Στρατόπεδα Συγκέντρωσης έως το τέλος του πολέμου ή θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα σαν αιχμάλωτοι πολέμου ή σαν απλοί πολίτες να μεταβούν σε τρίτη χώρα, συγκεκριμένα στην Παλαιστίνη.

Η τελευταία φωτογραφία. Ύψαλα, 8 Απριλίου 1941. Στο κέντρο κάτω ο Στρατηγός Ζήσης εν μέσω Ελλήνων και Τούρκων μετά την περαίωση της Ταξιαρχίας Έβρου στην Ανατολική Θράκη. Φωτογραφικό αρχείο Ιωάννη Ζήση, εγγονού του Στρατηγού.
Ο Υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης, Διοικητής της Ταξιαρχίας Έβρου, βλέποντας ότι γλίτωσε τους άνδρες του από τη γερμανική αιχμαλωσία, δεν άντεξε να τους οδηγούν στην τουρκική “αιχμαλωσία”. Άλλωστε, δεν είχε περάσει αλώβητος από τα πεδία των μαχών και είχε αποδείξει πως είχε το σθένος να παραιτηθεί θυσιάζοντας μια πολύχρονη ηρωική καριέρα. Ήταν ένας ήρωας της ευθύνης!
Ο Βασίλειος Ζήσης, αδελφός του Στρατηγού, που υπηρετούσε επίσης στην Ταξιαρχία Έβρου ως έφεδρος Ανθυπολοχαγός, όντας γνώστης της ψυχοσύνθεσης του αδελφού του και διαισθανόμενος πως ήταν ικανός να προκαλέσει κακό στον εαυτό του, πήρε και έκρυψε το περίστροφο του.
Την 9η Απριλίου 1941 οι άνδρες της Ταξιαρχίας κλήθηκαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους στις τουρκικές αρχές. Ένας – ένας περνούσε από το ένα μέρος της παρατάξεως, απέθετε τον οπλισμό του και κατόπιν περνούσε στο άλλο μέρος. Τα όπλα που ήταν προς παράδοση είχαν σχηματίσει μεγάλες στοίβες μπροστά στους από αιώνων εχθρούς του έθνους. Έτσι ολοκληρώθηκε η θλιβερή διαδικασία του αφοπλισμού των πολεμιστών, που προ διημέρου είχαν καθηλώσει στα σύνορα τον γερμανικό στρατιωτικό μηχανισμό, ένα στράτευμα που ελάχιστοι του αντιστάθηκαν.

Η τελευταία φωτογραφία του Ιωάννη Ζήση (8 Απριλίου 1941) Φωτογραφικό αρχείο Ιωάννη Ζήση, εγγονού του Στρατηγού.
Ήταν απομεσήμερο, ώρα 14:30. Ο Στρατηγός Ζήσης βγήκε από τη σκηνή του και ίππευσε το λευκό του άλογο. Ζήτησε να μιλήσει στους παραταγμένους άνδρες του. Αφού τους ευχαρίστησε για τη δράση τους, έβγαλε από το χιτώνιο το δεύτερο προσωπικό του περίστροφο, το σήκωσε ψηλά λέγοντας: “Αυτό το πιστόλι δεν το δίνω σε κανέναν”!
Αμέσως το έστρεψε πάνω του και αυτοπυροβολήθηκε…
Οι σκηνές ήταν τραγικές. Οι άνδρες στην αρχή αποσβολωμένοι. Μετά να κυκλώνουν το νεκρό σώμα του Στρατηγού τους, πεσμένο σε μια λίμνη αίματος κάτω από το άλογο. Οι Τούρκοι αλλόφρονες, από τη μια να προσπαθούν να τους συγκρατήσουν. Από την άλλη να ψάχνουν μήπως υπάρχει και άλλα κρυμμένα όπλα. Όπλα, που μπορούσαν να στραφούν και εναντίον τους.
Αμηχανία, απόγνωση, θρήνος και περισυλλογή μεταξύ των Στρατιωτών που έμειναν ακέφαλοι και σχεδόν αιχμάλωτοι με μια μη φιλική χώρα. Ο Στρατηγός που δεκαετίες πολέμησε με αυτοθυσία, ο Διοικητής που τους οδήγησε στη μάχη και στη σωτηρία, ο “πατέρας” που τους συμβούλευε, επέλεξε στα 53 του τον παλικαρίσιο θάνατο παρά την ατίμωση. Προτίμησε την αυτοχειρία παρουσία όλων και όχι (όπως εσφαλμένα έγραψαν ορισμένοι) κριμένος στη σκηνή του, αλλά ψηλά πάνω στο άλογό του, ώστε να τον δουν άπαντες. Ως Διοικητής τους έδωσε την τελευταία διαταγή του, η οποία πρόσταζε να μην αποδεχθούν παράδοση και αιχμαλωσία, αλλά με φρόνημα υψηλό να ατενίζουν τους εχθρούς τους.
Την επομένη ημέρα, στις 10 Απριλίου 1941, ο Στρατηγός Ιωάννης Ζήσης ετάφη στο παλαιό ελληνικό νεκροταφείο των Υψάλων. Καταγράφηκε μάλιστα η θέση του τάφου, πως επιλέχθη να ταφεί κάτω από το μεγαλύτερο κυπαρίσσι, δίπλα από το παλιό παρεκκλήσι. Στην ταφή τον συνόδευσε τιμητικό άγημα των Ελλήνων Στρατιωτών και Τούρκοι Αξιωματικοί. Δεν τελέστηκε νεκρώσιμη ακολουθία, καθώς δεν υπήρχε ιερέας. Κάποιοι Στρατιώτες ίσως να είπαν μια προσευχή για το κατευόδιο. Ορισμένοι κατά το αρχαίο έθιμο, έριξαν μέσα στον τάφο του μερικά κέρματα δίπλα στο κεφάλι και τα πόδια του, ως οβολούς για το “ταξίδι στον Άδη”.
Σύμφωνα με κατοπινές μαρτυρίες, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα από την ταφή, ο τάφος του Στρατηγού Ζήση λεηλατήθηκε όταν άγνωστοι πήγαν έσκαψαν στο σημείο και αφαίρεσαν από το νεκρό τα κέρματα, ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί αξίας, μέχρι τα δερμάτινα είδη (ζώνη, μπότες, κλπ).
Τα οστά του ήρωα Στρατηγού Ιωάννη Ζήση, παρέμειναν στο έδαφος της ανατολικής όχθης του ποταμού Έβρου, αγνοημένα μέχρι σήμερα. Το επίσημο ελληνικό κράτος δεν κίνησε τις ενέργειες ώστε τα οστά να αναζητηθούν και να επαναπατριστούν. Τη δεκαετία του 1950 η χήρα του Στρατηγού, Ανθή Ζήση, υπέβαλε αίτηση για να λάβει τα οστά του προς την ελληνική κυβέρνηση. Η αίτηση της απορρίφθηκε, με δικαιολογία τις κακές σχέσεις με την Τουρκία. Απόγονοί του Στρατηγού επιχείρησαν επίσης να αναζητήσουν τον τάφο του, χωρίς όμως να λάβουν τη συνεργασία των τουρκικών αρχών.
Ο παλιός συμπολεμιστής του Ιωάννη Ζήση και πρώην Διοικητής του Ιερού Λόχου, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, ως Διοικητής Αρχιπελάγους μετονόμασε στο παλιό λιμάνι της Ρόδου μια οδό σε “οδό Στρατηγού Ζήση”.
Επίσης Στρατόπεδο στην Αλεξανδρούπολη φέρει το όνομα του Στρατηγού Ιωάννη Ζήση, όπου υπάρχει και προτομή του.
Αθάνατος! Άξιος της Πατρίδας!

Προτομή του Ιωάννη Ζήση στην Αλεξανδρούπολη