ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

Κείμενο : του Ευστρατίου Τσιρταβή Πηγή : «Περιοδικό Θρακικός Οιωνός» τεύχος ΙΔ΄ Θέρος 2001, Αλεξανδρούπολη «Εικόνες από το παλιό Διδυμότειχο και τον Έβρο»

Γυρίζοντας τις σελίδες της οικονομικής ζωής του Διδυμοτείχου εκείνη την εποχή του μεσοπολέμου, βλέπουμε την ποικιλόμορφη ανάπτυξη της σε πολλούς τομείς δραστηριότητας.

Είπαμε στο προηγούμενο μας για τα κουκούλια, που ήταν το πρώτο και σοβαρό μαξούλι της χρονιάς μετά το γάλα. Ειδικά για το γάλα, όπως και για το κουκούλι υπήρχαν διαδικασίες που τηρούσαν με πολύ ευλάβεια γιατί γινόταν συμφωνίες κατά χωριό και δινότανε γερές προκαταβολές από τα Χριστούγεννα. Έπρεπε οι τυρέμποροι να γνωρίζουν προκαταβολικά τι θα πάρουν και πόσο γάλα θα δουλέψουν για να ετοιμάσουν ανάλογα τα συνεργεία για τις “μάνδρες”. Έτσι λεγότανε οι μικρές αυτές βιομηχανίες που στηνότανε στα χωριά, κοντά στην παραγωγή και είχαν ζωή μερικών μηνών. Ξεκινούσαν από το Μάρτη ή λίγο πιο μπροστά που πουλιόταν τ’ αρνάκια και κρατούσαν το πολύ ως τον Ιούλιο, οπότε βλέπανε τον τελικό λογαριασμό, εξοφλούσαν και δίνανε και μικρή δεξίωση με χαλβά, φτιαγμένο και φρέσκο ανάλατο τυρί. “Χουσμέρι” το λέγανε και ήταν ένα σπάνιο και πολύ εκλεκτό γλύκισμα.

Καταστήματα μπροστά από το τέμενος Βαγιαζήτ στην πλατεία του Διδυμοτείχου.

Το Διδυμότειχο στο είδος αυτό παρουσίαζε αρκετή κίνηση γιατί διέθετε τα μοναδικά ψυγεία στην περιοχή. Το παγοποιείο – ψυγείο του αείμνηστου Αντώνη Γρηγορίου – Γενή Ζεγκίνη το φώναζαν, που και – σήμερα λειτουργούν τα παιδιά του με σύγχρονες προδιαγραφές, έβγαζε και πάγο τον οποίο διέθετε μονοπωλιακό σε όλο τον Βόρειο Έβρο. Μάλιστα έχω και προσωπική εμπειρία, γιατί σαν παιδί πήγαινα σε δυο – τρία σπίτια εκεί κοντά, το τέταρτο της κολώνας του πάγου, κι έβγαζα το τάλιρο που ήταν μεγάλη υπόθεση μια και το χαρτζιλίκι ήταν δυσεύρετο.

Και για να συμπληρώσουμε θα πούμε πως υπήρχε ακόμη ένα πρωτόγονο ψυγείο, του Εβραίου “Μποσκανά” το λέγανε, κοντά στο Διοικητήριο, που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα φαρδύ πηγάδι με ξύλινους πάγκους κατά διαστήματα, που βάζανε πάνω τα δοχεία με το τυρί. Αυτό, το χειμώνα το γέμιζαν με κομμάτια πάγου από το ποτάμι που μετέφεραν με τα κάρα τους οι γύφτοι. Γεγονός είναι ότι το τυρί είχε μεγάλη πέραση και ζήτηση. Ο ονομαστός “τελεμές” που τρωγότανε χειμώνα – καλοκαίρι σαν προσφάγι με καρπούζι ή ντομάτα και πορεύονταν ο κοσμάκης στην ανέχεια του.

Μια άλλη γραφική εικόνα της οικονομικής ζωής που ανθούσε τότε γιατί ήσαν συνυφασμένη με τη ζωή του αγρότη, ήταν το ζωεμπόριο, “Χαϊβάν Παζάρι” το λέγανε και γινότανε στην “Ταμπακιά” εκεί προς την Αγία Πέτρα, το βράχο της Πλωτινούπολης, κοντά στα σφαγεία, πηγαίνοντας για το “Φράγκικο Γεφύρι”.

Πόσα πράγματα μας θυμίζουν αυτά με τις περίεργες ονομασίες τους, με τις ξεχωριστές φορεσιές των “Τζαμπάζηδων” και τις διαφορετικές, συναλλαγές τους. Φορούσαν στρατιωτικές κιλότες του παλιού καιρού, με υψηλές μπότες και ένα μικρό μαστίγιο στο χέρι, που κάθε τόσο το χτυπούσαν στη μπότα τους. Μιλούσαν κάπως με αλλιώτικη προφορά και συνέχεια κάνανε χειραψίες με αρκετή δόση φασαρίας και στο τέλος της συμφωνίας το χτύπημα στην πλάτη και τα χαμόγελα. Ποιος ποίον γέλασε, ένας θεός το ξέρει.

Εκτροφή κουκουλιών σε οικία του Διδυμοτείχου.

Βλέπετε, τότε, ο γεωργός όλες τις δουλειές τις έκανε με το βόδι. Μ’ αυτό καλλιεργούσε, μ’ αυτό έκανε μεταφορές, μ’ αυτό αλώνιζε. Χωρίς ζευγάρι δεν λογαριαζότανε. Και αν τύχαινε για κάποια αιτία ψοφούσε το ζώο τότε έπεφτε μεγάλη συμφορά. Τότε όλοι οι χωριανοί έτρεχαν μια Κυριακή στο “Μιτζί” που λέγανε να βοηθήσουν τον παθόντα. Πως λοιπόν να μην έχει κίνηση το ζωεμπόριο αφού χρειαζότανε ανανέωση, παραγωγή και πρόσθετε η δουλειά με ανάλογο εισόδημα από το γάλα, τα μοσχάρια και την ανταλλαγή. Το βόδι, το δαμάλι, το μοσχάρι και η αγελάδα περνούσαν από πολλά χέρια ώσπου να καταλήξουν στο σφαγείο.

Ακόμα και ο ταπεινός γάιδαρος, το ποδήλατο της εποχής εκείνης, για όλες τις πρόχειρες δουλειές, είχε εμπορική αξία, όπως το άλογο, αλλά σε λιγότερη μοίρα. Το μουλάρι σπάνιζε. Μουλάρια βλέπαμε στο στρατό, όταν τα απογεύματα τα πήγαιναν για πότισμα στο ποτάμι. Ήταν μια γραφική παρέλαση στα καλντερίμια του Διδυμοτείχου.

Η κύρια όμως οικονομία του τόπου μας ήταν η γεωργία με κυρίαρχο είδος τα σιτηρά για εμπόριο και διατροφή. Ένας απέραντος σιτοβολώνας για την χειμερινή καλλιέργεια και άφθονο καλαμπόκι για την ανοιξιάτικη σπορά χωρίς αυτό να σημαίνει πως λείπανε και τ’ άλλα είδη όπως όσπρια, σησάμι και  μποστάνια. Τα ποτιστικά εκτός από τους λαχανόκηπους σπάνιζαν. Και όλα βέβαια εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες και από την κατάρα της πλημμύρας. Ήταν κάτι το συνηθισμένο οι πλημμύρες του Ερυθροποτάμου και του κάμπου του Έβρου. Σοδιές ολόκληρες καταστρέφονται σε σημείο τέτοιο, που οι χωρικοί μας δεν είχαν ούτε τα καθημερινά. Απογοήτευση και φτώχεια απερίγραπτη, ενώ τα χρέη στα “εσνάφια” και στην Αγροτική Τράπεζα περίσσευαν. “Κακοχρονιά” λέγανε κι έπεφτε μαύρο δάκρυ. Ούτε πρόνοια, ούτε ασφάλειες, ούτε επιδοτήσεις. Άγνωστα πράγματα για την εποχή εκείνη και βέβαια η εκμετάλλευση γινότανε καθεστώς.

Η παραγωγή των σιτηρών είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλοί μύλοι. Μόνο μέσα στο Διδυμότειχο ήταν τρεις. Του Μανδαλίδη, που είχε και τον ηλεκτροφωτισμό, του Μπέη κοντά στο ποτάμι εκεί στο γεφύρι και παραδίπλα του Τσεκούρα. Οι δυο πρώτοι άλεθαν με μυλόπετρες και έβγαζαν “ντούσικο” αλεύρι και γιαρμάδες για τα ζώα, ενώ του Τσεκούρα ήταν σύγχρονος με κύλινδρα που έβγαζε αλεύρι εκτός από χωρικά και “άντεσα” για την αγορά. Το αγοραστό ψωμί λίγοι του έτρωγαν, γιατί οι περισσότεροι ζύμωναν από την παραγωγή τους και αυτή ήταν μια ασχολία της νοικοκυράς, για να μην πούμε ότι στα χωριά κάθε σπίτι είχε σαν εξάρτημα κι ένα φούρνο. Κι όταν άναβαν μοσχομύριζε ο τόπος από φρέσκο ζυμωτό σιταρένιο ψωμί.

Ακόμη η επεξεργασία του σησαμιού είχε αναπτυγμένη μια άλλη βιοτεχνία, τους “Γιαχανάδες”, όπως τους έλεγαν, που άλεθαν το σησάμι και έβγαζαν το μυρωδάτο σουσαμόλαδο, το ταχίνι για τους χαλβάδες και την “κούσπα” για ζωοτροφή. Το ελαιόλαδο δεν το πολυχρησιμοποιούσαν μια και οι αγρότες είχαν την δική τους παραγωγή, όπως πολλοί από συνήθεια έτρωγαν τη “Μπομπότα” που γινότανε από καλαμποκάλευρο.

Θυμάμαι, παιδιά πηγαίνοντας για το σχολείο, σπάζαμε την κούσπα που ήταν έξω από τους γιαχανάδες για πούλημα και τη γευόμασταν. Ένα καφετί πράγμα με πικρόστυφη γεύση που κάθε άλλο παρά ευχάριστη μας έδινε αλλά από περιέργεια το τρώγαμε.

Έτσι η παραγωγή από την μια και το εμπόριο από την άλλη, πήγαιναν χέρι – χέρι σε κύκλο μεγάλο και δυναμικό που λειτουργούσε με τους δικούς του κανόνες και μηχανισμούς, που ήταν όμως η κινητήριος δύναμη για όλα τ’ άλλα εσνάφια, σομπατζήδες, μπασματζήδες, καραποϊα, ναλμπάντικα, βαφεία και πολλά άλλα που τώρα μάλλον σπανίζουν, ενώ η βιομηχανία ήταν τελείως ανύπαρκτη. Μια βιομηχανία υπήρχε – αν βέβαια μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια ο ηλεκτροφωτισμός του ευεργέτη του Διδυμοτείχου Μανδαλίδη. Απόγονος του στην Αλεξανδρούπολη η κυρία Νίτσα Σαραφιανού, το γένος Ψαρά, αείμνηστη πια.

Copyright © 2016 https://kastropolites.com/. All Rights Reserved