

[Η πολιορκία του Διδυμότειχου από τους Φράγκους το 1205 μ.Χ. και η σωτηρία της Καστροπολιτείας («θαύμα της Πεντηκοστής»), υπό το βλέμμα του δωδεκαετή (τότε) Ιωάννη Βατάτζη.]
– Ο Δ Ω Δ Ε Κ Α Ε Τ Η Σ –
Δώδεκα χρόνων έγινε ο γιος της Αγγελίνας,
Δώδεκα χρόνων μοναχά και άντρας πια λογιέται.
Το ξίφος του πατέρα του, σαν ζώστηκε στη μέση,
Τον αδερφό του το μικρό, τη μάνα να γλυτώσει,
Γιατ’ ήρθαν Φράγκοι – πολεμάν το Κάστρο να πατήσουν.
Δώδεκα χρόνων έφτασε κι ευθύνη του μεγάλη,
Πώς να φυλάξει μοναχός πάνω στην πολεμίστρα,
Να πάει στις Καλέπορτες, να κουβαλήσει λάδι,
Απ’ τις Σαράντα Κάμαρες νερό να φέρει πάνω.
Απότομα μεγάλωσε κι ο πόλεμος παιχνίδι.
Δώδεκα χρόνων έγινε ο γιος της Αγγελίνας,
Χήρας του κυρ Βασίλειου, εγγόνι του Ιωάννη,
Δούκας από τη μια γενιά, Βατάτζης απ’ την άλλη,
Μήτε τους τίτλους χαίρεται, μήτε φορά στολίδια,
Ο πόλεμος με τη Φραγκιά, γερά κρατά και πάει.
Δώδεκα χρόνων έφτασε και μέσα από τα τείχη,
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά τα έσχατα διαβαίνουν,
Σωθήκανε τα τρόφιμα και το νερό τελειώνει,
Το κλείσανε πολύ σφιχτά το Κάστρο οι Λατίνοι,
Τα μονοπάτια φράξανε, ρίχνουν οι καταπέλτες.
Στην κοίτη του Ερυθρωπού, την ξεραμένη μέσα,
Εκεί στρατοπεδεύσανε κατάφρακτοι Ιππότες,
Μέρες και νύχτες πέφτουνε με λύσσα προς τα τείχη,
Του Ερρίκου οι επίλεκτοι, μαζί με τα’ άλογά τους,
Απίστευτο τους φαίνεται ότι το Κάστρο αντέχει.
Δώδεκα χρόνων μοναχά κι είναι ανάμεσά τους,
Σκουτάτοι, μα και Τοξευτές, Πεζοί και Σπαθοφόροι,
Με θώρακα αλυσιδωτό και το σταυρό στο στήθος,
Μαζώχτηκαν μες το Χριστό, μαζί με τις γυναίκες,
Μήτε να κάμουνε γιορτή, μα για να κάμουν τάμα.
Χριστέ και Παντοκράτορα, στείλε τη Δύναμη Σου,
Αύριο που ‘ ν’ Πεντηκοστή, να ‘ ναι μεγάλη μέρα,
Δωσ’ δύναμη στα χέρια μας, να ορμίξουμε στους Φράγκους,
Να σώσουμε το Κάστρο μας ή να μη δούμε βράδυ,
Κάλι’ όρθιοι να πέσουμε, να μη μας βρουν πεσμένους.
Κι αφού έτσι λειτουργήθηκαν, πήρανε τις εικόνες,
Τη μεγάλη του Χριστού, την ασημοντυμένη
Και της Διμοτειχίτισσας με τον Εσταυρωμένο,
Τις πολεμίστρες πέρασαν – μεγάλη λιτανεία,
Και σαν τον Επιτάφιο, σκύβανε και περνούσαν.
Δώδεκα χρόνων έγινε και το ‘ζησε το θαύμα,
Από τον ήλιο τον καυτό που έψηνε όλη μέρα,
Απότομα συννέφιασε και μαύρισε ως πέρα,
Βροχή, χαλάζι, κεραυνοί, σταματημό δεν έχουν,
Από τα τείχη πέσανε όσοι ‘χαν σκαρφαλώσει.
Φούσκωσε ο Ερυθρωπός και γέμισε τον κάμπο,
Πήρε άνδρες και άλογα, κριούς και καταπέλτες,
Τους πήρε και τους έριξε μες το τρανό ποτάμι.
Όσοι γλυτώνουν, τρέχουνε να φύγουν να σωθούνε,
Οι άλλοι οι βαριόμοιροι, στον Άδη κατεβαίνουν.
Ασπροντυμένος, Φωτεινός, Κρατάει το φραγγέλιο,
Ρίχνεται από τον ουρανό και τους εμαστιγώνει,
Το βλέπουνε οι Καστρινοί, ορμούν από τα τείχη,
Μικροί, μεγάλοι, άρχοντες, αγρότες και μαστόροι,
Να διώξουν μια και καλή, να σώσουνε το Κάστρο.
Δώδεκα χρόνων ήτανε κι όμως δεν το ξεχνάει,
Στην Ιωνία βρέθηκε ο γιος της Αγγελίνας,
Έλαβε αξιώματα, έγινε βασιλέας,
Τον τόπο του λευτέρωσε, δεν τον αφήνει έτσι,
Βασίλεψε με σύνεση, θα πάρει και την Πόλη.
Μα τον αγάπησ’ ο Θεός, κοντά Του τον καθίζει,
Άφθαρτος, απαράλλαχτος, ακόμα και στον τάφο,
Μαρμαρωμένος στέκεται, το σκήπτρο περιμένει,
Το σκήπτρο και το ξίφος του να βγει απ’ το θηκάρι,
Όπως σαν τότε που ‘τανε στα δώδεκά του χρόνια.
Και μια φωνή γλυκόλαλη να ακουστεί στα τείχη
Να φτάνει ως τον ουρανό, να χαίρεται ο Σωτήρας,
«Τον λαμπρόν Βασιλέα και των πιστών μέγα καύχημα
Και του Διδυμοτείχου το κλέος, Ιωάννην τιμήσωμεν…».
Έγραψε: Ευάγγελος Σ. Σοβαράς (Καστροπολίτης)

«Το θαύμα της Πεντηκοστής»
Πίνακας του Αλέξανδρου Σιδοριάδη,
στο κατάστημα ΑΒΑΤΟΝ (Διδυμότειχο)
* Το ποίημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό “ΕΝΔΟΧΩΡΑ” (τεύχος 104, Ιούνιος 2017).

Η πρώτη δημοσίευση στην “ΕΝΔΟΧΩΡΑ” (τ.104)

Άγιος Ιωάννης Βατάτζης ο εκ Διδυμοτείχου. Πίνακας του Ευθυμίου Δημητρίου.

