

Κείμενο του Ιωάννη Α Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
- ΜΕΤΚΕ
Το παρόν κείμενο αποτέλεσε ομιλία του γράφοντος κατά της εορταστικές εκδηλώσεις ¨Ελευθέρια 2016¨ που διοργάνωσε ο Δήμος Διδυμοτείχου.

Οι δύο λόφοι του Διδυμοτείχου : της Αγίας Πέτρας και του Κάστρου.
Η ιστορία του Διδυμοτείχου, διαδραματίζεται εδώ και επτά χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε δύο ποταμούς και δύο λόφους. Οι ποταμοί είναι ο Έβρος και ο Ερυθροπόταμος (στην αρχαία εποχή Ρόμβος και Εριγώνας αντίστοιχα) και οι λόφοι είναι της Αγίας Πέτρας και του Κάστρου. Το όλο γεωγραφικό τοπίο συμπληρώνει ο κάμπος του Διδυμοτείχου ο οποίος απλώνεται μεταξύ των δύο ποταμών. Όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό από την περιγραφή, η περιοχή αυτή πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για ανθρώπινη εγκατάσταση και δραστηριότητα. Το γεγονός της κατοίκησης της περιοχής σε βάθους χρόνου χιλιετιών, επικυρώθηκε επιστημονικά από τα αρχαιολογικά ευρήματα επάνω στο λόφο της Αγίας Πέτρας, όπου ¨αποκαλύφθηκαν πασσολότρυπες από κτίρια προϊστορικών χρόνων¨.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων στην περιοχή του Διδυμοτείχου και πιο συγκεκριμένα στο λόφο της Αγίας Πέτρας, υπήρχε μία θρακική πόλη. Με τα μέχρι τώρα ανασκαφικά δεδομένα δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το όνομα της πόλης, απλά υπάρχουν κάποιες εικασίες όπως του Μυρτίλου Αποστολίδη ο οποίος έθεσε ως Δύμη το αρχαίο όνομα του Διδυμοτείχου.

Αρχαιολογικά ευρήματα στην Πλωτινόπολη Διδυμοτείχου.
Η ανεύρεση νομισμάτων που χρονολογούνται από το 400 π.Χ. καθώς και άλλων ευρημάτων, πιστοποιούν την ύπαρξη μιας πόλης κατά την προχριστιανική εποχή. Τα μέχρι τώρα γνωστά αρχαιολογικά ευρήματα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο λόφος είχε κατοικηθεί ήδη πολύ νωρίτερα, κατά την προρωμαϊκή εποχή, και είχε αναπτυχθεί ζωηρή εμπορική δραστηριότητα με τις ελληνικές πόλεις στα παράλια της Προποντίδας. Είναι γνωστό ότι ο Έβρος ήταν πλωτός ήδη στην αρχαιότητα και ότι χρησιμοποιήθηκε για τη διακίνηση πλοιαρίων, τα οποία κατέληγαν στο λιμάνι της Αίνου ή τροφοδοτούσαν το εμπόριο που διακινούνταν δια μέσω της Εγνατίας και της Βασιλικής Οδού. Τα συγκριτικά αυτά πλεονεκτήματα έγειραν το ενδιαφέρον των Ρωμαίων αυτοκρατόρων της εποχής των Αντωνίνων με αποτέλεσμα η περιοχή να γίνει ευρύτατα γνωστή επί της εποχής τους, όταν στο λόφο κτίσθηκε η Πλωτινόπολη. ¨Οι πηγές μάς πληροφορούν ότι η Πλωτινόπολη ιδρύθηκε από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.) για να τιμήσει τη γυναίκα του Πλωτίνη¨.

Αρχαιολογικά ευρήματα στην Πλωτινόπολη Διδυμοτείχου.
Η Πλωτινόπολη ανήκει σε μια σειρά πόλεων που ίδρυσαν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες αναγνωρίζοντας την σημαντικότητα του Θρακικού χώρου, όπως π.χ. ήταν η Αδριανούπολη, η Τραϊανούπολη και η Μαξιμιανούπολη. Επόμενο ήταν η Πλωτινόπολη ως πόλη αφιερωμένη από τον πλανητάρχη της εποχής στη σύζυγό του, να στολιστεί με υπέροχα ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, έργα υδραυλικής αρχιτεκτονικής, μαρμάρινες ανάγλυφες στήλες και πλάκες, προτομές καθώς και πολλά άλλα έργα τέχνης τα οποία ανακαλύπτουν σήμερα οι αρχαιολόγοι.
Τον 4ο αιώνα ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους από τη Λατινική δύση στην Ελληνική ανατολή και πιο συγκεκριμένα στην ανατολική Θράκη, στην αρχαία αποικία των Μεγαρέων το Βυζάντιο. Με την απόφαση αυτή ο γενάρχης της Ρωμηοσύνης, έβαλε τις βάσεις για μια αυτοκρατορία η οποία υπήρξε ο φάρος που φώτισε πολιτιστικά όλη την Ευρώπη και το ανάχωμα που συγκράτησε κάθε βάρβαρη στρατιωτική επιβουλή για 11 αιώνες. Μέρος της περίλαμπρης αυτής ιστορίας της Ρωμανίας/Βυζαντίου κατέχει και η πόλη μας, το αυτοκρατορικό Διδυμότειχο όπως το ονομάζει ο μεγάλος ιστορικός Γκιόργκ Οστρογκόρσκι.

Το Κάστρο του Διδυμοτείχου.
Επί της εποχή των αυτοκρατόρων Αναστασίου Α΄ και Ιουστινιανού Α΄ (5ο και 6ο αιώνα) έγιναν πολλά οχυρωματικά έργα στη Θρακική γη και μεταξύ αυτών σημασία δόθηκε και στο Διδυμότειχο (Πλωτινόπολη). Ο Αθανάσιος Γουρίδης αναφέρει σχετικώς : ¨Η σημασία του Καλέ (λόφος του Κάστρου) αναδεικνύεται κατά την εποχή αυτή, υπό δυσμενείς συνθήκες. Ο υψηλός και απόκρημνος λόφος ελέγχει ολόκληρη την περιοχή και προσφέρει ασφάλεια σε αντίθεση με το ευπρόσβλητο ύψωμα της Αγίας Πέτρας (Πλωτινόπολης). Αποτελεί ακόμη, τώρα πλέον που έχουν ενταθεί οι εισβολές των βαρβάρων, το σημαντικότερο οχυρό και το τελευταίο σοβαρό εμπόδιο προς το Αιγαίο, και τη Νότια και δυτική Θράκη. Τέλος το κάστρο αυτό θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για την Κωνσταντινούπολη, η οποία από τότε βρισκόταν σε διαρκή αμυντική θέση¨.
Επί της εποχής του Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου (τέλη 10ου αρχές 11ου αιώνα) το Διδυμότειχο αποτελεί ένα προπύργιο για τον αγώνα εναντίον των Βουλγάρων. Κατά τις εκστρατείες εκείνης της εποχής επισκέπτεται το Διδυμότειχο ο Βασίλειος με σκοπό να συναντήσει τον αντίπαλό του Βάρδα Σκληρό τον οποίο έχει θέσει υπό περιορισμό. Εκείνη την εποχή ζει και θαυματουργεί στο Διδυμότειχο ο όσιος Ιωάννης ο Νέος. Ένας ασκητής του οποίου το βίο συνέγραψε ο Θεόδωρος Μετοχίτης, κατά την εποχή που είχε περιοριστεί στο Κάστρο του Διδυμοτείχου (τέλος της δεύτερης και αρχές της τρίτης δεκαετίας του 14ου αιώνα).

Ο Μεταβυζαντινός Ναός του Σωτήρος Χριστού επάνω στο κάστρο του Διδυμοτείχου. Ανεγέρθηκε στα θεμέλια της Βυζαντινής Μονής Χριστού Παντοκράτορος .
Λαμβάνοντας αφορμή από την αναφορά μας σε έναν τοπικό άγιο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι στο Διδυμότειχο υπήρχε αρχικά η επισκοπή Πλωτινόπολης της επαρχίας Αιμιμόντου, υπό την Μητρόπολη Αδριανουπόλεως. Έτσι στην έβδομη οικουμενική σύνοδο (787) έχουμε επίσκοπο Πλωτινουπόλεως και στη σύνοδο που συγκάλεσε ο πατριάρχης Φώτιος (867) έχουμε επίσκοπο Διδυμοτείχου. Στα τέλη του 12ου αιώνα επί αυτοκράτορος Ισαακίου Β΄ Αγγέλου, η επισκοπή Διδυμοτείχου ανακηρύσσεται σε αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή, και στα τέλη του 13ου αιώνα επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, προάγεται σε Μητρόπολη. Οι αναβαθμίσεις που συντελούνται στον εκκλησιαστικό τομέα καταδεικνύουν την καίρια σημασία που είχε το Διδυμότειχο κατά τη λεγόμενη υστεροβυζαντινή εποχή. Δεν θα πρέπει επίσης να παραλείψω να αναφερθώ και στη μοναστική παράδοση του τόπου μας, στο Διδυμότειχο υπήρχαν η Μονή του Άγιου Ιωάννη του Νέου, η Μονή Γαυρά, η μονή Ζωοδόχου Πηγής, η Μονή Θεομήτορος Οδηγήτριας και η Μονή Χριστού Παντοκράτορος.

Αναπαράσταση της πολιορκίας του Διδυμοτείχου από τους Φράγκους, τοιχογραφία από τον Τεχνοχώρο, υψηλής γαστρονομίας, διασκέδασης και πολιτισμού, «Άβατον» στο Διδυμότειχο.
Κατά τη λεγόμενη υστεροβυζαντινή εποχή το Διδυμότειχο γνώρισε στιγμές δόξας και σύμφωνα με τον αρχαιολόγο κο Τσουρή θεωρούνταν ένα απόρθητο κάστρο. Εξ εφόδου το κατέλαβαν μόνο οι Λατίνοι της Γ΄ σταυροφορίας το 1189 και ο τσάρος των Βουλγάρων Ιωαννίτσης το 1206, εκμεταλλευόμενος την γενική ταραχή που προκάλεσε η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Την εποχή εκείνη στο Διδυμότειχο υπήρχε ισχυρή αριστοκρατία καθώς επίσης είχε καταφύγει και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωάννης Ι΄ Καματηρός, με αποτέλεσμα να αποτελέσει το πρώτο κάστρο της Ρωμανίας που επαναστάτησε κατά των Φράγκων και κατόρθωσε να τους εκδιώξει. Οι Φράγκοι επανήλθαν το 1205 και πολιόρκησαν το κάστρο, το οποίο σώθηκε με την θαυματουργική παρέμβαση του Σωτήρος Χριστού, μετά από τη λιτανεία των εικόνων που πραγματοποίησαν οι Διδυμοτειχίτες κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Δυστυχώς όμως μη υπάρχοντας κεντρική εξουσία λόγω του κατακερματισμού της αυτοκρατορίας μετά το 1204, το Διδυμότειχο έπεσε στα χέρια των Βουλγάρων και μετά από μικρό διάστημα των Φράγκων.

Εικόνα του Διδυμοτειχίτη αυτοκράτορα και αγίου Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, διά χειρός Δέσποινας Σαρσάκη.
Στην πόλη μας γεννήθηκαν δύο αυτοκράτορες ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1193) και ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος (1332). Επίσης στο κάστρο μας στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός το 1341 (στέψη αυτοκράτορα στον ελλαδικό χώρο έγινε μόνο στο Διδυμότειχο και στο Μυστρά). Η στέψη του Καντακουζηνού έγινε όταν μητροπολίτης Διδυμοτείχου ήταν ο Ιλαρίωνας, για τον οποίο υπάρχει η πληροφορία που μας δίνει και ο ίδιος ο Καντακουζηνός, ότι ήταν οσιακή μορφή και είχε προφητικό χάρισμα.
Το Διδυμότειχο χρησιμοποίησαν ως έδρα τους ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος και ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός κατά την εποχή του πρώτου εμφυλίου πολέμου των Παλαιολόγων (1321 – 1328), ο δε Ανδρόνικος Γ΄ παρέμεινε στο Διδυμότειχο και μετά την επικράτησή του στον εμφύλιο όπου έζησε με την οικογένειά του και γεννήθηκε ο Ιωάννης Ε΄. Και κατά τον δεύτερο εμφύλιο των Παλαιολόγων το Διδυμότειχο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο (1341-1347). Γενικώς από το Διδυμότειχο πέρασαν ή διέμειναν και άλλοι αυτοκράτορες, πατριάρχες και σημαντικές προσωπικότητες της αυτοκρατορίας.

Αναπαράσταση της στέψης του Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού, τοιχογραφία από τον Τεχνοχώρο, υψηλής γαστρονομίας, διασκέδασης και πολιτισμού, «Άβατον» στο Διδυμότειχο.
Δυστυχώς η παρακμιακή κατάσταση που επέφεραν στην αυτοκρατορία οι Παλαιολόγοι, είχε ως αποτέλεσμα να ανοίξουν το δρόμο στους Οθωμανούς Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν να καταλαμβάνουν περιοχές και κάστρα της Θράκης. Έτσι το 1361 καταλήφθηκε το Διδυμότειχο.
Οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη με το Στρατηγό «Χατζή» Ιλμπεγκί Πασά, στα τέλη του 1361, επί Σουλτάνου Ορχάν, ο οποίος μετά από λίγους μήνες πέθανε και τον διαδέχτηκε ο γιος του, Μουράτ Α’ (1362-1389). Ο νέος Σουλτάνος, μετέτρεψε το Διδυμότειχο(~1365) σε πρώτη πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους, σε Ευρωπαϊκό έδαφος. Αυτό το προνόμιο διατηρήθηκε (για λιγότερο από δεκαετία) μέχρι τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αδριανούπολη. Παρόλα αυτά όμως, σύμφωνα με μαρτυρίες, το Διδυμότειχο συνέχισε σε πολλές περιπτώσεις, να αποτελεί σουλτανική έδρα.
Ο λόγιος αρχιμανδρίτης Νικόλαος Βαφείδης αναφερόμενος στην κατάληψη του Διδυμοτείχου τονίζει έναν όρο που τέθηκε μεταξύ Τούρκων και Ρωμηών : ¨ουδείς μωαμεθανός θα ηκάθετο εντός του φρουρίου πέραν βεβαίως από τους σουλτάνους που κατά καιρούς ερχόταν στην πόλη και από τον Τούρκο φρούραρχο¨.
Επί σουλτάνου Μουράτ έγιναν κατασκευαστικά έργα στην οχύρωση του κάστρου, και επί της εποχής του ξεκίνησε να χτίζεται το μεγάλο τέμενος. Οι εργασίες συνεχίστηκαν καθ’ όλη την περίοδο διοίκησης του διαδόχου του, Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ (1389-1402), ο οποίος είναι γνωστός με το προσωνύμιο «Κεραυνός». Τελικά το έργο ολοκληρώθηκε το 1420, επί Σουλτάνου Μωάμεθ Α΄ ή Τσελεμπή Μεχμέτ (1413-1421).
Στο Διδυμότειχο διέμεινε την περίοδο από τα τέλη 14ου και τις αρχές 15ου αιώνα ο φημισμένος Οθωμανός αξιωματούχος Ουρούτς Πασά, ο οποίος ήταν Στρατηγός του Σουλτάνου Μουράτ Β΄. Από την περίοδο της διοίκησής του Ουρούτς Πασά σήμερα διατηρούνται, τα Λουτρά Ουρουτς Πασά (γνωστά ως «Λουτρά των Ψιθύρων») έργο του 1398-99 και το μαυσωλείο του όπου ετάφη το 1426, γνωστό ως Πυροστιά, λόγω του σχήματός του.
Κατά τον 16ο αιώνα, μία ακόμη σημαντική προσωπικότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Φεριντούν Μπέη (ή Φεριντούν Αχμέτ Μπεγκ) είχε την έδρα του στο Διδυμότειχο. Ο ίδιος έκτισε στην πόλη, τέμενος (το οποίο κατεδαφίστηκε προ περίπου ενός αιώνος) καθώς και συγκρότημα Λουτρών το 1571-72 (στην κεντρική πλατεία έναντι του Μεγάλου Τεμένους). Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, συνέδεσε το όνομά του με την πόλη, καθώς διαχείμασε στο Διδυμότειχο το 1452-53 και προετοίμασε τον στρατό του για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.

Άγιοι Ιάκωβος ο νέος Οσιομάρτυρας από την Καστοριά και οι δύο μαθητές του Ιάκωβος ο Διάκονος και Διονύσιος ο Μοναχός.
Πέραν των κατασκευαστικών έργων που περιέγραψα παραπάνω, βάσει των οποίων καταδεικνύεται η σημαντικότητα του Διδυμοτείχου και κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατάκτησης, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως εκείνη την εποχή οι Έλληνες βίωναν σφαγές, διώξεις, εξισλαμισμούς, παιδομαζώματα, καταστροφές ναών και μοναστηριών καθώς και άλλα δεινά, χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν το μαρτύριο του Οσιομάρτυρα Ιακώβου του Νέου και των μαθητών του, οι οποίοι αφού βασανίστηκαν φρικτά στο Διδυμότειχο απαγχονιστήκαν την 1η Νοεμβρίου 1520 στην Αδριανούπολη, καθώς και ο αποκεφαλισμός του ασκητή ιεροδιακόνου της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Παρθενίου ο οποίος μαρτύρησε στις 5 Μαρτίου 1805.
Το 1713 περιορίζεται στο Διδυμότειχο ο Σουηδός βασιλιάς Κάρολος ΙΒ΄. Οι διεθνείς γεωστρατηγικές καταστάσεις της εποχής ανάγκασαν τον Κάρολο να διαμείνει με τη συνοδεία του στο Διδυμότειχο για ένα χρόνο. Από την πόλη μας διοίκησε το Σουηδικό κράτος στέλνοντας διαταγές και λαμβάνοντας αλληλογραφία δια μέσω ταχυδρομείου.
Έτσι το Διδυμότειχο επί Καρόλου αποτελεί για τρίτη φορά διοικητική έδρα αποφάσεων για ένα κράτος (ένα είδος πρωτεύουσας δηλαδή). Την πρώτη φορά αποτέλεσε κέντρο αποφάσεων της Ρωμανίας/Βυζαντίου επί της εποχής των Παλαιολόγων και τη δεύτερη φορά επί Οθωμανών σουλτάνων.
Κατά την έναρξη και διάρκεια της επανάστασης του 1821 το Διδυμότειχο και η περιφέρειά του (λαμβανομένου υπόψη της κοντινής απόστασης με την Κωνσταντινούπολη καθώς και την μορφολογία του εδάφους η οποία κατά βάση είναι πεδινή), έχει να παρουσιάσει ένοπλη συμμετοχή στον απελευθερωτικό αγώνα. Τρανό παράδειγμα ο καπετάν Λάζος που καταγόταν από το Διδυμότειχο, αυτός σύμφωνα με την παράδοση σκοτώθηκε με προδοσία δίπλα στο εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας. Επίσης αξιόλογες μορφές της επανάστασης ήταν ο καπετάν Βαγγέλης Ματσιάνης από τα Λάβαρα και ο καπετάν Θανάσης Μπελιάς απ΄ την Κορνοφωλιά. Τον αγώνα των Θρακών για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, επισφραγίζει ένας ακόμη τοπικός άγιος της Μητροπόλεως μας, αναφέρομαι φυσικά στον πατριάρχη Άγιο Κύριλλο Στ΄, ο οποίος ήταν στον πατριαρχικό θρόνο από το 1813 – 1818, την εποχή δηλαδή που γινόταν οι ζυμώσεις και ξεκινούσε τη δράση της η Φιλική Εταιρεία (1814).

Ο Εθνοιερομάρτυρας Οικουμενικός Πατριάρχης Άγιος Κύριλλος ΣΤ΄
Για την επαναστατική του δράση οι Τούρκοι τον απαγχόνισαν στις 18 Απριλίου του 1821 στην Αδριανούπολη, οκτώ μέρες δηλαδή μετά τον απαγχονισμό ενός άλλου αγίου πατριάρχη του Γρηγορίου Ε΄. Το σκήνωμα του Αγίου Κυρίλλου πετάχτηκε στον ποταμό Έβρο απ΄ όπου το περισυνέλεξαν κάτοικοι του ιστορικού χωριού Πυθίου, όπου κρυφά το ενταφίασαν σε ένα σπίτι.
Καθόλη τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας οι κάτοικοι του Διδυμοτείχου και της περιφερείας του, προσπαθούσαν κάτω από αντίξοες και βάρβαρες συνθήκες να κρατήσουν το Ορθόδοξο Ρωμαίικο πνεύμα τους. Κατάφεραν είτε με κρυφά είτε με φανερά σχολεία (αναλόγως την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν) να διατηρήσουν γλώσσα και πίστη. Ειδικότερα στα μέσα του 19ου αιώνα μετά το Τανζιμάτ (τις μεταρρυθμίσεις δηλαδή που υποχρεώθηκε να κάνει η Οθωμανική αυτοκρατορία) στο Διδυμότειχο άρχισαν να λειτουργούν εκπαιδευτικοί σύλλογοι – αδελφότητες.
Έτσι έχουμε την αδελφότητα «Εύμολπος» 1874, την Βοηθητική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα 1879, την Ευεργετική Αδελφότητα 1885, την «Ομόνοια» 1907, και την «Αγάπη» 1910. Όλες οι παραπάνω αδελφότητες διοργάνωναν εράνους και θεατρικές παραστάσεις για την ενίσχυση της εκπαίδευσης στο Διδυμότειχο. Επίσης κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα ξανακτίζονται οι εκκλησίες του Διδυμοτείχου, έτσι επάνω στο κάστρο ανεγείρονται ο Μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αθανασίου και ο ναός του Σωτήρος Χριστού. Και μέσα στην πόλη ο ναός της Κοίμησης Θεοτόκου.
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή επετράπη η εμπορική ελευθερία. Στο Διδυμότειχο οργανώνονται τα εσνάφια – συντεχνίες, τα οποία αποτελούνταν από επαγγελματίες, βιοτέχνες, παραγωγούς και γεωργούς. Η δραστηριότητα των συντεχνιών του Διδυμοτείχου αποτελούσε παράδειγμα για όλη τη δυτική Θράκη. Οι συντεχνίες διέθεταν σημαντικά κεφάλαια και ισχυρότατη οργάνωση, τα οποία εξασφάλιζαν την αποτελεσματικότητα τους. Έτσι είχαν αναχθεί σε βασικούς παράγοντες της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης, με την στήριξη σχολείων και ευαγών ιδρυμάτων, την συνδρομή στην υγειονομική περίθαλψη την συντήρηση ναών και τον εξωραϊσμό τους, την αφιέρωση εικόνων και ιερών σκευών κ.α. Η δράση των συντεχνιών σε συνεργασία με τη δημογεροντία και βεβαίως τον εκάστοτε μητροπολίτη Διδυμοτείχου ήταν ευεργετική για το Διδυμότειχο και την περιφέρειά του.

Οι ευεργέτες του Διδυμοτείχου : Ιωάννης Μανδαλίδης και η αδελφή του Βάγια και ο Ευγένιος Ευγενίδης.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα το Διδυμότειχο καταλαμβάνουν δύο φορές τα Ρωσικά στρατεύματα, το 1829 και το 1877 συνέπεια των ρωσοτουρκικών πολέμων. Επίσης στο Διδυμότειχο προκάλεσαν πολλά προβλήματα οι Βούλγαροι εθνικιστές, οι οποίοι στα πλαίσια του πανσλαβισμού θέλησαν και σε κάποια χρονικά διαστήματα κατάφεραν να οικειοποιηθούν εκκλησιαστικούς ναούς και καθιδρύματα. Σε μεγάλο βαθμό όμως οι κάτοικοι του Διδυμοτείχου κατάφεραν να περιορίσουν την παρουσία τους.
Δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και τους ευεργέτες του Διδυμοτείχου, από την πόλη μας κατάγονται ο Ευγένιος Ευγενίδης (1882-1954) και ο Ιωάννης Μανδαλίδης (1886-1942) οι οποίοι ευεργέτησαν τον τόπο μας αλλά και γενικώς τον ελληνισμό, επίσης το Διδυμότειχο ευεργετήθηκε και από τον Χιώτη έμπορο Θεόδωρο Ροδοκανάκη.
Επίσης εκτός από Έλληνες και Τούρκους, στο Διδυμότειχο υπήρχαν και πολυπληθείς και δραστήριες κοινότητες Αρμενίων και Εβραίων. Μετά βεβαίως το Β΄ΠΠ οι Εβραίοι του Διδυμοτείχου, είτε εξοντώθηκαν, είτε αναγκάστηκαν να κατοικήσουν αλλού και όσοι επέστρεψαν στο Διδυμότειχο κυρίως έμποροι, απεβίωσαν στα τέλη του περασμένου αιώνα. Αντιθέτως υπάρχει ακόμη στην πόλη μας η Αρμενική κοινότητα η οποία αριθμεί λίγα μέλη, κέντρο της κοινότητας είναι ο αρμενικός ναός Σουρπ Κεβόρκ επάνω στο κάστρο, πρώην Βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Παλαιοκαστρήτου.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου βαλκανικού πολέμου το 1912 κατελήφθη το Διδυμότειχο από τα Βουλγαρικά στρατεύματα τα οποία εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και προέβησαν σε βιαιότητες κατά του τοπικού πληθυσμού. Στον δεύτερο βαλκανικό το 1913 οι Τούρκοι εισήλθαν χωρίς μάχη στο εγκαταλειμμένο από τους Βουλγάρους Διδυμότειχο.
Το 1915 κατά τη διάρκεια του Α΄ ΠΠ οι Γερμανοί ανάγκασαν τους Τούρκους να παραδώσουν το Διδυμότειχο στους Βουλγάρους. Και η δεύτερη Βουλγαρική κατοχή υπήρξε πολύ σκληρή, οι άρχοντες της πόλης καθώς και ο μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης φυλακίστηκαν στη Βουλγαρία καθώς επίσης λεηλατήθηκαν ναοί και καταστράφηκαν τα αρχεία της Μητροπόλεως.
Μετά το τέλος του Α΄ΠΠ το 1918 και την ήττα των Γερμανών και των συμμάχων τους, σε όλη τη Δυτική Θράκη και στο Διδυμότειχο εγκαταστάθηκαν διασυμμαχικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Σαρπύ. Το Νοέμβριο του 1919 με τη συνθήκη του Νεϊγύ η Βουλγαρία παραιτείται από τις αξιώσεις που είχε για τη Δυτική Θράκη.

Ο Διδυμοτειχίτης Νεστορίδης Ευάγγελος, Υπολοχαγός Πεζικού.
(Ο απελευθερωτής του Διδυμοτείχου).
Στις 10 Απριλίου 1920 στη συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο, λήφθηκε η απόφαση για την απόδοση της Θράκης στην Ελλάδα. Έτσι τα Ελληνικά Στρατεύματα προωθήθηκαν στις 14 Μαΐου 1920 με όλα τα μέσα, καταφθάνοντας έγκαιρα στη Δυτική Θράκη καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή και παρά τις διεθνείς αποφάσεις τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Τον Ιουλ/Αυγ 1920 με τη συνθήκη των Σεβρών περιήλθε οριστικά η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Καθοριστικό ρόλο για τις εξελίξεις που περιέγραψα διαδραμάτισαν σε τοπικό επίπεδο ο μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης και σε διεθνές επίπεδο ο Χαρίσιος Βαμβακάς και Εμμανουήλ Δουλάς.
Στο Διδυμότειχο έφτασαν τμήματα της Μεραρχίας «Ξάνθης», η οποία τελούσε υπό τη διοίκηση του υπτγου Κων/νου Μαζαράκη Αινιάν. Το πρώτο στρατιωτικό τμήμα εισήλθε στην πόλη στις 15 Μαΐου 1920, μεταξύ των Αξιωματικών της Μεραρχίας ήταν και ο Διδυμοτειχίτης Υπολοχαγός Νεστορίδης Ευάγγελος. Οι Διδυμοτειχίτες είχαν από την προηγούμενη μέρα σημαιοστολίσει την πόλη και υποδέχθηκαν τον Ελληνικό Στρατό με άκρατο ενθουσιασμό και συγκίνηση.
- Άρθρο στην εφημερίδα Εστία της 30ης Μαΐου 1920
Στις 22 Μαΐου 1920 τελέστηκε πανηγυρική δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης, παρουσία όλων των φορέων και των κατοίκων. Μετά από 559 χρόνια σκλαβιάς οι Διδυμοτειχίτες βιώσαν το πολυπόθητο αγαθό των Ελλήνων την Ελευθερία. Για την οποία ο Ανδρέας Κάλβος έγραψε : ¨ Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται ζυγό δουλείας ας έχωσι, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία¨.
- Διδυμότειχο, 22 Μαΐου 1920: Η δοξολογία της απελευθέρωσης στο λόφο της Αγίας Φωτεινής.
Στις δύσκολες μέρες που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια και λαμβάνοντας υπόψη το ασταθές γεωστρατηγικό πεδίο που μας περιβάλει, νομίζω ότι πρέπει να αναλογιστούμε όλοι μας κατά πόσο είμαστε ενάρετοι και τολμηροί, έτσι ώστε να μη χάσουμε ποτέ το πολυπόθητο αγαθό της Ελευθερίας.
Πηγές – Βιβλιογραφία :
Κουτσουμανής Ματθαίος «Πλωτινόπολη το Χρονικό της Έρευνας»
Γουρίδης Αθανάσιος «Διδυμότειχο μια Άγνωστη Πρωτεύουσα»
Γιαννόπουλος Φίλιππος «Διδυμότειχο : Ιστορία ενός Βυζαντινού Οχυρού»
Τσουρής Κωνσταντίνος «Η Οχύρωση του Διδυμοτείχου»
Χριστιανόπουλους Ντίνος «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου»
Χαριζάνης Γεώργιος «Ο Μοναχισμός στη Θράκη κατά τους Βυζαντινούς αιώνες»
Παντελής Αθανασιάδης «Ολίγα τινά περί την απελευθέρωση του Διδυμοτείχου, το 1920»
Δρακίδης Σταύρος «Η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα του Διδυμοτείχου (1870-1910)»
Σοβαράς Ευάγγελος «Διδυμότειχο : Τουρκοκρατία και Απελευθέρωση»
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
- Οι δύο λόφοι του Διδυμοτείχου : της Αγίας Πέτρας και του Κάστρου.
- Αρχαιολογικά ευρήματα στην Πλωτινόπολη Διδυμοτείχου.
- Αρχαιολογικά ευρήματα στην Πλωτινόπολη Διδυμοτείχου.
- Το Κάστρο του Διδυμοτείχου.
- Το Κάστρο του Διδυμοτείχου.
- Εικόνα του Διδυμοτειχίτη αυτοκράτορα και αγίου Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, διά χειρός Δέσποινας Σαρσάκη.
- Αναπαράσταση της πολιορκίας του Διδυμοτείχου από τους Φράγκους, τοιχογραφία από τον Τεχνοχώρο, υψηλής γαστρονομίας, διασκέδασης και πολιτισμού, «Άβατον» στο Διδυμότειχο
- Αναπαράσταση της στέψης του Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού, τοιχογραφία από τον Τεχνοχώρο, υψηλής γαστρονομίας, διασκέδασης και πολιτισμού, «Άβατον» στο Διδυμότειχο.
- Ο Μεταβυζαντινός Ναός του Σωτήρος Χριστού επάνω στο κάστρο του Διδυμοτείχου. Ανεγέρθηκε στα θεμέλια της Βυζαντινής Μονής Χριστού Παντοκράτορος .
- Άγιοι Ιάκωβος ο νέος Οσιομάρτυρας από την Καστοριά και οι δύο μαθητές του Ιάκωβος ο Διάκονος και Διονύσιος ο Μοναχός.
- Ο Εθνοιερομάρτυρας Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄
- Οι ευεργέτες του Διδυμοτείχου : Ιωάννης Μανδαλίδης και η αδελφή του Βάγια και ο Ευγένιος Ευγενίδης.
- Ο Διδυμοτειχίτης Νεστορίδης Ευάγγελος, Υπολοχαγός Πεζικού. (Ο απελευθερωτής του Διδυμοτείχου)
- Διδυμότειχο, 22 Μαΐου 1920: Η δοξολογία της απελευθέρωσης στο λόφο της Αγίας Φωτεινής.

