ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ

Facebooktwitter

Απόσπασμα από τη μονογραφία του Δρ Αθανασίου Γουρίδη Πολ. Μηχανικού – Αρχαιολόγου : Τα κρυμμένα πρόσωπα του Ιανού: Διδυμότειχο, μία αέναη περιπλάνηση, Διδυμότειχο 2018

Για το θέμα της κατάληψης του κάστρου του Διδυμοτείχου από τους Τούρκους υπάρχουν πολλές, διαφορετικές προσεγγίσεις. Καταρχάς, οι οθωμανικές πηγές προτείνουν μία πρώιμη κατάληψη, σχεδόν πάντοτε με στρατήγημα. Σύμφωνα με το χρονικό του Yahsih Fakih που γράφτηκε στο  τέλος του 14ου  αιώνα, αλλά και το Ashik Pashazade, έργο του 15ου αιώνα, στο οποίο ενσωματώθηκε το πρώτο, ο άρχοντας του Διδυμοτείχου βγήκε από το κάστρο για να συλλάβει τον Χατζή Ιλμπεγκί (Hadjdjī Ilbegi). Αυτός, εφορμώντας τις νύχτες από μικρό κάστρο που είχε καταλάβει επί του Έβρου, που είναι το Εμπύθιον (σημερινό Πύθιο) και στη συνέχεια πήρε το όνομά του, Ilbegi Berghuzu, παρενοχλούσε τους «απίστους» με τις επιδρομές του. Η κατάκτηση αυτού του μικρού, αλλά σημαντικού φρουρίου αποτέλεσε  ένα ουσιαστικό βήμα για την επικράτηση των Τούρκων στη Δυτική Θράκη, καθώς ακόμη δεν είχαν εδραιωθεί στην περιοχή, όπως φανερώνει και η πληροφορία της απόσυρσής τους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο Τούρκος στρατηγός αιφνιδίασε και αιχμαλώτισε τον άρχοντα. Στη συνέχεια «προχώρησαν στο κάστρο, το πλησίασαν πολύ και κρατούσαν τον άρχοντα. Έφτασαν μπροστά στο κάστρο. Τότε, έκαναν συμφωνία να μην τον σκοτώσουν. Να τον αφήσουν ελεύθερο μαζί με το γιό του και την κόρη του, για να πάνε όπου θέλουν. Παρέδωσαν το κάστρο κι αυτοί τήρησαν τη συμφωνία. Ο Χατζή-ιλ Μπέης κυρίεψε το απόρθητο κάστρο Διδυμότειχο». Σύμφωνα με τον Τούρκο συγγραφέα  Ουρούτς ο άρχοντας με την οικογένειά του κατέφυγαν στην Αίνο με την περιουσία τους.

Το κάστρο του Πυθίου

Ο von Hammer, ακολουθώντας άλλο Οθωμανικό χρονικό, αναφέρει ότι ο Ιλμπεγκή αιχμαλώτισε το γιο του φρούραρχου και έτσι τον ανάγκασε στην παράδοση του κάστρου. Στο Χρονικό του Σεΐχη BedredDin Mahmud η πρώτη επίθεση των γαζήδων εναντίον του Διδυμοτείχου ήταν ανεπιτυχής˙ τότε σκοτώθηκε σε ενέδρα ο Abd-el-Aziz, παππούς του περίφημου σεΐχη και οι πολιορκημένοι αναθάρρησαν. Εντούτοις, η προσπάθειά τους να αντεπιτεθούν και να ανακαταλάβουν το Εμπύθιον, απέτυχε, αφού αιχμαλωτίστηκε ο αδελφός του  άρχοντα του Διδυμοτείχου και ο Χατζή-Ιλμπεγκί έγινε κύριος της πόλης με παράδοση.

Ο Leunclavius δίνει μία άλλη εκδοχή, η οποία μοιάζει αρκετά με εκείνη του θρύλου της Βασιλοπούλας, αλλά και θυμίζει το τέχνασμα του Δουρείου Ίππου. Σύμφωνα με αυτήν ο Χατζή Ιλμπεγκή συνέλαβε το σχέδιο και μετά από έγκριση του Μουράτ έντυσε τριάντα από τους στρατιώτες του ως εργάτες και τους πέρασε στο κάστρο του Διδυμοτείχου, μαζί με τους ανατολίτες τεχνίτες που ασχολούνταν με την επισκευή των τειχών του. Αυτοί σκηνοθέτησαν  συμπλοκή μεταξύ των εργατών για να αποσπάσουν την προσοχή της βυζαντινής φρουράς και έτσι κατάφεραν να καταλάβουν μία σημαντική αποθήκη με πολεμοφόδια και να ανοίξουν μία πύλη, από όπου εισέβαλε ο τουρκικός στρατός.

Στο Βίο του SeyyidAli Sultan ή Qızıl Deli, σημαντικότατου Αγίου των ετερόδοξων μπεκτασήδων και ιδρυτή του τεκέ της Ρούσσας, δίνεται μία ξεχωριστή διήγηση της κατάληψης του Διδυμοτείχου. Κατ’ αυτήν ένας συμπολεμιστής του Seyyid Ali ζήτησε από τους Έλληνες του κάστρου να παραδοθούν. Όταν αυτοί αρνήθηκαν, ο Seyyid επικαλέστηκε τη βοήθεια του Θεού, που εκδηλώθηκε με τη μορφή νεφέλης και στήλης πυρός, που προκάλεσε πυρκαγιά. Τα τείχη κατέπεσαν και η πόλη παραδόθηκε στους Τούρκους.

Η αλληλογραφία των πρώτων Τούρκων Σουλτάνων μνημονεύει ενδιαφέροντα στοιχεία για τα όσα προηγήθηκαν της κατάληψης του Διδυμοτείχου: Ο Ivaz πασά κατείχε το Πύθιο με 1000 άνδρες˙ σε βοήθειά του προσέτρεξε ο Εβρενός μπέη. Στο δεύτερο μισό του Σεπτεμβρίου του 1358 οι «άπιστοι» από το Διδυμότειχο και την Αδριανούπολη, από τους οποίους γνωρίζουμε το όνομα του διοικητή της δεύτερης, Dimitri Ichtevan Djasari, θέλησαν να στήσουν ενέδρα στους Τούρκους. Αυτοί το πληροφορήθηκαν και προχώρησαν από την πλευρά τους σε δική τους ενέδρα, αφού άφησαν στη θέση τους τους γαζήδες και τους ανθρώπους του Καρα-Τζαφέρ (Qara-Djafer). Οι χριστιανοί περικυκλώθηκαν και μέχρι το πρωί 500 κεφάλια είχαν κοπεί και πάνω από 200 άνδρες είχαν αιχμαλωτιστεί, ενώ και ο επικεφαλής τους σκοτώθηκε. Οι κεφαλές των νεκρών και οι αιχμάλωτοι στάλθηκαν στον Σουλεϊμάν πασά. Δόθηκε αμέσως διαταγή ο τουρκικός στρατός να κατευθυνθεί για να πολιορκήσει το Διδυμότειχο, το οποίο θα ήταν αποδυναμωμένο μετά τη χριστιανική συντριβή, αλλά τους πρόλαβε ο χειμώνας.

Το Κάστρο του Διδυμοτείχου σε παλιά φωτογραφία.

Οι Τούρκοι, τότε, διεμήνυσαν στους Έλληνες του Διδυμοτείχου ότι εάν έστελναν κανονικά φόρους, ο Hadjdji Ilbegi και ο Ivaz bey  θα περιορίζονταν στην κατάληψη του Qirq Kilise ή  Qara Kilise, το οποίο ίσως ταυτίζεται με το σημερινό Μαυροκκλήσι Σουφλίου.  Εάν όμως επέλεγαν το δρόμο της αντίστασης, τότε θα ήταν υποχρεωμένοι να τους υποτάξουν.

Τα τουρκικά κείμενα θέτουν την κατάληψη της πόλης ανάμεσα στο 1357 και το 1360˙ πρόκειται για μία πρώιμη απόδοση, όπως άλλωστε συμβαίνει γενικότερα με τις πηγές της πλευράς αυτής. Σε κάθε περίπτωση η τελική κατάληψη του Διδυμοτείχου, όπως και γενικότερα της Θράκης θα πρέπει να θεωρηθεί έργο των ημιαυτόνομων, μη Οθωμανών γαζήδων, «πολεμιστών της πίστης», ανάμεσα στους οποίους ο Χατζη-ιλ-μπεγκή διαδραμάτισε τον σημαντικότερο ρόλο, πάντοτε όμως σε συνεργασία με τον Οίκο των Οσμάν.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διήγηση ενός μεταγενέστερου Έλληνα λογίου της Δύσης, του Θεοδώρου Spandugnino (Σπανδούνη) Cantacazin, από τα μέσα του 16ου αιώνα, που βασίζεται σε παράδοση, παλαιά, αλλά οικεία στον ίδιο, λόγω οικογένειας και μας παραδίδει επίσης το όνομα του τελευταίου διοικητή του Διδυμοτείχου, του Γεωργίου Γλαβά, που θεωρούμε ότι ταυτίζεται με  τον «μέγαν διοικητήν», έμπιστο του Καντακουζηνού και έναν από τους τέσσερις διοικητές του ιππικού που είχε αφήσει πίσω του ο αυτοκράτορας, το 1342.

Ο Γλαβάς, σύμφωνα με τον Spandugnino, είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να επιβεβαιώσει την πίστη του στον αυτοκράτορα, καθώς ο Σέρβος κράλης Στέφανος Ντουσάν είχε στραφεί εναντίον του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του κάποιοι, οι οποίοι είχαν εξαγοραστεί από τον Ορχάν, παρέδωσαν το κάστρο στον Τούρκο. Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο Σέρβος δεσπότης της Ανατολικής Μακεδονίας και Χαλκιδικής, Ιωάννης Ουγλιέσα, Johanes Briolisy κατά τον Spandugnino,  ο οποίος κατείχε το κάστρο των Σερρών, πολιόρκησε το Διδυμότειχο με άπειρο αριθμό χριστιανών. Εντούτοις, ο Ορχάν, παρά το ολιγάριθμο του στρατού του, κατάφερε μεγάλη νίκη, καθώς επιτέθηκε κατά τη νύχτα και αιφνιδίασε τους μεθυσμένους Βούλγαρους στρατιώτες. Η αφήγηση, εκτός του ότι θυμίζει τη μάχη του Έβρου ή Μαρίτσας (Σεπτέμβριος 1371), περιέχει μία χρονική ανακολουθία, καθώς χρονολογεί την κατάληψη πριν από το θάνατο του Ντουσάν, το 1355.

Ο πλέον αξιόπιστος θεωρούμε ότι είναι ο φλωρεντινός χρονικογράφος Matteo Villani, ο οποίος αναφέρει ότι ο Ορχάν και ο γιος του, Χαλίλ ήταν εκείνοι που κατέκτησαν προσωρινά το Διδυμότειχο, το 1359, ενώ η πόλη καταλήφθηκε οριστικά από τον Χατζή Ιλμπεγκή το Νοέμβριο του 1361, λίγο πριν τον θάνατο του Ορχάν. Η αφήγηση έχει ως εξής: «(Ο σουλτάνος) με το γιο του, μαζί με μεγάλο στρατό Τούρκων πολιορκούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη Dommetica, ευγενή και ωραία πόλη που βρίσκεται στη Ρωμανία, η οποία, μη βρίσκοντας τη διάσωση στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης ούτε σε άλλους και μη μπορώντας άλλο να βαστάξει, παραδόθηκε και πέρασε υπό την εξουσία των Τούρκων».   (Κεφ.XL, 300)

«Πώς οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη του Dometico που ήταν του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης…. Το μήνα Νοέμβριο του έτους αυτού [1361] ένας μεγάλος άρχοντας των Τούρκων της Boccadave , γνωρίζοντας ότι ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης ήταν νέος και σε διχόνοια με ήδη ονομασθέντα Μεγάλο Δομέστικο, …… συγκέντρωσε το μεγάλο τουρκικό στρατό του και προχώρησε στην πολιορκία της ευγενούς και αρχαίας πόλης που σήμερα καλείται Dometico…η οποία ευρισκόμενη κοντά στην Κωνσταντινούπολη είχε αποτελέσει αυτοκρατορική έδρα. Όταν πληροφορήθηκαν  οι κάτοικοι ότι ο Ορχάν με μεγάλο στρατό Τούρκων ερχόταν εναντίον τους και μην βλέποντας από πού θα μπορούσε να τους έρθει βοήθεια, ταπεινωμένοι (όπως είναι η βούληση του Κυρίου για εκείνους που δεν υπακούν στην Αγία Εκκλησία), προτίμησαν να σώσουν τη ζωή τους, εγκαταλείποντας την πόλη που ήταν ισχυρή και ικανή να αντισταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Ορχάν, βρίσκοντάς την εγκαταλειμμένη, μπήκε με τους Τούρκους του και εγκατέστησε ανθρώπους τόσο για να την κατοικήσουν όσο και ως φρουρά, σε μία νίκη δίχως κούραση …». (Κεφ. LXXVIII, 357-358).

Είναι, πράγματι, εύλογο, το Διδυμότειχο σε αυτή την τόσο ασταθή περίοδο να άλλαξε κύριο κάποιες φορές, πριν πέσει οριστικά στα χέρια των Τούρκων, πιθανώς υπό τον Χατζή Ιλμπεγκί, τον Νοέμβριο του 1361, χρονολογία που φαίνεται ως η πλέον πιθανή, κάτι στο οποίο συμφωνούν οι Babinger, Schreiner, Kiel,  Γιαννόπουλος, Βογιατζής  και άλλοι.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει προφορική πληροφορία του παλαιού Διδυμοτειχίτη Αρ. Δελόγκα που παραθέτει ο Ν. Βαφείδης, ότι κατείχε βιβλίο με τους βυζαντινούς συγγραφείς Χωνιάτη και Ακροπολίτη˙ στην εσωτερική πλευρά του εξωφύλλου υπήρχε χειρόγραφη σημείωση: «Κατά το 1361 παρέδωσεν η βασίλισσα Ειρήνη το Διδυμότειχον εις τον έκγονόν της Μουράτην». Είναι εντυπωσιακό πώς για τους παλαιούς Διδυμοτειχίτες ο Ιωάννης Καντακουζηνός συνδέεται και με τις δύο σημαντικές αυτοκρατορικές οικογένειες, αφού πάντρεψε τη μία του κόρη, Έλενα, με τον Ιωάννη Ε΄ και την άλλη, τη Θεοδώρα, με τον Ορχάν, οπότε ο Μουράτ είναι εξ αγχιστείας εγγονός του.

Το σημαντικό που ακολουθεί την κατάληψη της πόλης-κάστρου είναι ότι, αφενός το Διδυμότειχο  λόγω της αναγνώρισης της μεγάλης του σημασίας, αλλά και της στάσης των κατοίκων του δεν καταστράφηκε, όπως έγινε σε πληθώρα άλλων περιπτώσεων και αφετέρου ότι οι χριστιανοί εξακολούθησαν να μένουν μέσα σε αυτό, ενώ οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν εκτός, αφήνοντας εντός των τειχών μικρή φρουρά φύλαξης των ανακτόρων. Η συγκεκριμένη διευθέτηση οφειλόταν σε ειδική συνθήκη (ahd), που εξασφάλιζε στους ηττημένους σειρά παραχωρήσεων και προνομίων, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τη γειτονική Αδριανούπολη, όπου την κατάκτησή της ακολούθησαν η εξόντωση και ο εξανδραποδισμός του χριστιανικού της πληθυσμού.

Πράγματι, όταν μία πόλη ή περιοχή, κατοικούμενη από λαό της Βίβλου, παραδινόταν χωρίς αντίσταση, η sharî’a, ο ιερός μουσουλμανικός νόμος, έδινε τη δυνατότητα στους κατοίκους της να συνάψουν συμφωνία που τους επέτρεπε τη διατήρηση της ζωής, της περιουσίας και ορισμένων θρησκευτικών, και οικονομικών δικαιωμάτων, σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε όταν η πόλη κυριεύονταν με επίθεση, μετά από αντίσταση. Το καθεστώς αντιμετώπισης μίας πόλης επηρεαζόταν, επίσης, από τη στρατηγική της σημασία και την περίοδο κατάληψης. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Νίκαιας και των Ιωαννίνων, που απέχουν έναν αιώνα μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, το απόρθητο Διδυμότειχο είχε για τους μουσουλμάνους υψηλή σημασία κατά την αρχή της επέκτασης και λάμβανε προτεραιότητα σε σχέση με τη μεγαλύτερη αλλά λιγότερο ασφαλή Αδριανούπολη.

Σε ό,τι αφορά την παράδοση του Διδυμοτείχου, η κατάσταση της πληθυσμιακής μείωσης και της εξάντλησης του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού είχε επιδεινωθεί από τις επανειλημμένες πολιορκίες και την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει η πόλη, τη συνεχή λεηλασία της περιοχής και  την καταστροφή της έξω πόλης το 1342. Επιπλέον, πρέπει να επισημάνουμε τις στενές επαφές που η ντόπια αριστοκρατία διατηρούσε με τους Τούρκους, ήδη πριν από τη κατάκτηση. Έτσι, η πόλη-κάστρο έπεσε αμαχητί.

Η κεντρική είσοδος του τεμένους Βαγιαζήτ με το χαρακτηριστικό υπέρθυρο.

Βεβαίως, η διατήρηση και εφαρμογή των δικαιωμάτων και προνομίων δεν ήταν συνεχής και απόλυτη, αλλά εξαρτάτο από την ισχύ και τα «μέσα» των υπόδουλων και τις γενικότερες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Καθώς, μάλιστα, ο υπόλοιπος πληθυσμός είχε υποστεί τις συνέπειες της εξέγερσης του 1342, το μεγαλύτερο τμήμα του απομένοντος πληθυσμού θα ανήκε στις ανώτερες τάξεις, παρότι γρήγορα σημαντικό ποσοστό τους θα εξισλαμιζόταν. Σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με τα περισσότερα κάστρα και οικισμούς της Θράκης που είχαν ερημωθεί, όπως εμφατικά διεκτραγωδούν οι Ευρωπαίοι περιηγητές της εποχής, στην περίπτωση του Διδυμοτείχου η σημασία του ως οχυρού και πρώην πρωτεύουσας και η στρατηγική του θέση οδήγησαν στη διατήρηση ενός αξιόλογου χριστιανικού πυρήνα. Ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης ποτέ δεν συρρικνώθηκε σε βαθμό τέτοιο που να καταστεί οικονομικά και κοινωνικά ανενεργός ή να εξουδετερωθεί πολιτισμικά. Ταυτοχρόνως, εντούτοις, λόγω φυσιογνωμίας και ειδικής σημασίας για τους νέους κατακτητές η περιοχή του  Διδυμοτείχου παρουσίαζε υψηλό συγκριτικά ποσοστό εξισλαμισμών.

Facebooktwitter
Facebooktwitter

Copyright © 2016 http://kastropolites.com/. All Rights Reserved

Facebooktwitter