Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη).

Η εκδήλωση αδελφοποίησης των δύο πόλεων Διδυμοτείχου και Άρτας πραγματοποιήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2018 στο Δημοτικό Αμφιθέατρο Διδυμοτείχου.
Ήταν Μάιος του 2015, όταν είχα προσκληθεί από τον σεβασμιότατο μητροπολίτη μας κ. Δαμασκηνό, να συμμετέχω ως ομιλητής στα «Παλαιολόγεια» με θέμα την άλωση της Πόλης. Στην εισαγωγή της ομιλίας μου (βλέπε παρακάτω κείμενο) είχα κάνει μια μικρή αναφορά για τα κοινά σημεία των δύο Καστροπολιτειών του Μυστρά και του Διδυμοτείχου, βάσει των οποίων θα μπορούσαν οι δύο πόλεις να αδελφοποιηθούν και να δημιουργήσουν μία κοινή πολιτιστική, και όχι μόνο προοπτική. Δύο χρόνια πριν, το 2013 είχα καταθέσει αιτιολογημένο υπόμνημα στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Διδυμοτείχου, ώστε να ξεκινήσουν οι διαδικασίες αδελφοποίησης Διδυμοτείχου και Άρτας[1], γεγονός που πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2018. Το όλο σκεπτικό αφορούσε τη δημιουργία ενός τριγώνου στον Ελληνικό ηπειρωτικό χώρο, το οποίο θα αποτελείται από το Διδυμότειχο, την Άρτα και τον Μυστρά. Σκοπός του όλου εγχειρήματος είναι να δοθεί μια τεράστια ώθηση στις Βυζαντινές μελέτες, αλλά βεβαίως και στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη αυτών των περιοχών, που η ¨βαριά τους βιομηχανία¨ είναι η ιστορία, ο πολιτισμός και τα μνημεία τους.

Το Κάστρο του Διδυμοτείχου (Φωτο Γκιδίκα)
Τον Ιούνιο του 2020, είχαμε τη χαρά μαζί με τον Δήμαρχο Διδυμοτείχου κο Ρωμύλο Χατζηγιάννογλου, να υποδεχθούμε στο κάστρο της πόλης μας, τον Δήμαρχο Σπάρτης κο Πέτρο Δούκα, καθώς και άλλα μέλη του ICC – Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου Ελλάδας που επισκέφθηκαν το Νομό μας.
Σε συζήτηση που είχαμε με τον κο Δούκα εξηγήσαμε τα κοινά σημεία Μυστρά και Διδυμοτείχου, και συμφωνήσαμε στο να ξεκινήσουμε τις διαδικασίες αδελφοποίησης των δύο Καστροπολιτειών. Δυστυχώς η πανδημία του κορονοϊού και οι έκτακτες καταστάσεις που προκλήθηκαν στους δύο Δήμους λειτούργησαν ανασταλτικά στο να προχωρήσουν οι διαδικασίες αδελφοποίησης.
Σε περίπτωση επανέναρξης των διαδικασιών αδελφοποίησης Διδυμοτείχου και Μυστρά, καθώς και δημιουργίας ενός τριγώνου του βυζαντινού πολιτισμού στον Ελληνικό ηπειρωτικό χώρο (Διδυμότειχο, Άρτα και Μυστράς), το οποίο δύναται να αποτελέσει το έναυσμα για τη δημιουργία ενός πανελλαδικού δικτύου πόλεων με Βυζαντινό υπόβαθρο, θα μπορούσαν να ενταχθούν αρμόδιοι καθηγητές από τα Πανεπιστήμια των περιοχών μας (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), ως επιστημονικοί σύμβουλοι.
Απόσπασμα από την ομιλία «Εκείνη η μέρα η σκοτεινή», η οποία παρουσιάστηκε στις εκδηλώσεις τιμής και μνήμης «Παλαιολόγεια 2015», που διοργάνωσε η Μητρόπολη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου. (Σχέσεις Μυστρά και Διδυμοτείχου) :
Η λεγόμενη υστεροβυζαντινή περίοδος (1204-1453) αρχίζει με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Φράγκους σταυροφόρους και τελειώνει με την άλωση του 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους. Στους δυόμιση αυτούς αιώνες, η αυτοκρατορία βίωσε μια συνεχή παρακμή. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η περίοδος της αυτοκρατορίας της Νίκαιας 1204-1261, όπου ειδικότερα επί της Βασιλείας του Διδυμοτειχίτη Ιωάννη Βατάτζη υπήρξε οικονομική άνθηση, εμπορική απεξάρτηση από τη Δύση και εδαφική επέκταση.

Αυτοκράτορες της Δυναστεία των Παλαιολόγων στον Codex Mutinensis graecus 122 είναι ένας κώδικας τού 15ου αι. γραμμένος στα ελληνικά, σήμερα αποθηκευμένος στη Βιβλιοθήκη των Έστε στη Μόντενα της Ιταλίας.
Η επόμενη δυναστεία μετά τους Λασκαρίδες της Νίκαιας[2] ήταν αυτή των Παλαιολόγων, οι οποίοι λόγω της πολιτικής ταύτισης τους με την αριστοκρατία, της διενέργειας δυσμενών για το κράτος εμπορικών συμφωνιών με τις Ιταλικές δημοκρατίες και της εμπλοκής τους σε εμφυλίους πολέμους, προξένησαν ανήκεστες βλάβες στην πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία. Απότοκος όλων αυτών των αρνητικών συνεπειών ήταν : ο οικονομικός μαρασμός, η στρατιωτική αποδυνάμωση και βεβαίως η εδαφική συρρίκνωση. Με αποτέλεσμα κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, την επικράτεια της Ρωμανίας/Βυζαντίου να αποτελούν : η Θράκη, η περιοχή της Θεσσαλονίκης, ένα μικρό τμήμα της Χαλκιδικής και ένα τμήμα της Πελοποννήσου.
Πέραν της Θεσσαλονίκης, η οποία σαφώς και αποτελούσε το δεύτερο μεγάλο κέντρο της αυτοκρατορίας, την εποχή εκείνη διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο δύο Καστροπολιτείες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από πολλά κοινά σημεία, αναφέρομαι βεβαίως στο Διδυμότειχο και στον Μυστρά.

Το Κάστρο του Μυστρά.
Ο Μυστράς όπως και όλη η Πελοπόννησος είχαν πέσει στα χέρια των Λατίνων της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204. Το 1259 η αυτοκρατορία της Νίκαιας έχοντας ως βασιλιά τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο νικά τον συνασπισμένο στρατό του Βασιλείου της Σικελίας, του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου στη μάχη της Πελαγονίας. Σημαντική εξέλιξη της νίκης του Μιχαήλ Η΄ ήταν η σύλληψη του ηγεμόνα της Αχαΐας Γουλιέλμου Β΄ Βιλεαρδουίνου. Μετά από τρία χρόνια αιχμαλωσίας συμφωνήθηκε να απελευθερωθεί ο Γουλιέλμος και η συνοδεία του, δίδοντας ως αντίτιμο στον Μιχαήλ Η΄, τρία σημαντικά κάστρα του Μοριά : του Μυστρά, της Μονεμβασιάς και της Μάνης.
Έχοντας ως βάση τα τρία αυτά κάστρα ο στρατός της Ρωμανίας/Βυζαντίου κατόρθωσε και να τα διαφυλάξει από τους Λατίνους, αλλά και να απελευθερώσει και άλλες περιοχές του Μοριά. Ο Μυστράς έγινε η έδρα του Στρατηγού ή της Κεφαλής (κεφαλή του βασιλέως), και αποτέλεσε πόλο έλξης για τους πληθυσμούς της Λακεδαίμονας. Επίσης λόγω της αύξησης των κατοίκων πραγματοποιήθηκαν συμπληρωματικά οχυρωματικά έργα.

Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός.
Στις αρχές του 14ου αιώνα Στρατηγός ή Κεφαλή στον Μυστρά ήταν ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού. Ο Μιχαήλ απεβίωσε στον Μυστρά σε ηλικία τριάντα ετών το 1295. Τα επόμενα χρόνια ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός είχε διορισθεί από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο Στρατηγός στον Μυστρά για να αντικαταστήσει τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο Ασάν, αλλά τότε δεν μετέβη στον Μοριά, διότι δεν το επέτρεψαν οι συνθήκες της εποχής, γεγονός είναι πάντως, ότι απέστειλε στη θέση του δικούς του ανθρώπους, οι οποίοι τον ενημέρωναν για τα τρέχοντα θέματα. Έτσι από το 1261 έως το 1348 ο Μυστράς διοικήθηκε κατ΄ αυτόν τον τρόπο.

Το άγαλμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου μπροστά στο Ναό Παναγίας Ελευθερώτριας Διδυμοτείχου.