

Κείμενο : του Ευστρατίου Τσιρταβή Πηγή : «Περιοδικό Θρακικός Οιωνός» τεύχος ΙΔ΄ Θέρος 2001, Αλεξανδρούπολη «Εικόνες από το παλιό Διδυμότειχο και τον Έβρο»
- ΜΕΤΚΕ
Φωτογραφίες : του Λαογράφου Πασχάλη Λιγούδη
Το λαϊκό αυτό χαρούμενο πανηγύρι το θυμάμαι σαν όνειρο. Είναι όμως ζωντανό και τόσο ζωηρό, ώστε και τώρα ακόμη, που χρόνια ολόκληρα με φέρνουν πίσω οι μνήμες, ξαναζώ εκείνη την ξέγνοιαστη εποχή.
Γινόταν κάθε Καθαρή Δευτέρα κι όλοι μικροί – μεγάλοι, τρέχανε να σεργιανίσουν την παρέλαση του “Κιοπέκ Μπέη”, ονομασία τούρκικη, μια και το έθιμο κρατούσε από καιρό της Τουρκιάς και σίγουρα κάποιο σκύλο Μπέη θα θέλανε να κοροϊδέψουν. Από κάτι τέτοια οι Ρωμιοί βρίσκανε πολλά για να βγάλουν το άχτι τους στην καταπίεση και την αυθαιρεσία του κατακτητή. Η λαογραφία θα μπορούσε να βρει την άκρη της ετυμολογίας και η ηθογραφία να ξεδιαλύνει την ρίζα του εθίμου, γιατί, όπως και να το κάνουμε, με τον μοντερνισμό που μας δέρνει, πάμε να ξεχάσουμε κάθε τι που μας δένει με τον τόπο και με τις ρίζες μας. Ευτυχώς σε κατάσταση ευθυμίας, ξαναθυμόμαστε πότε – πότε την “Σουφλιωτούδα” και το “Χωρίον Μεταξάδες, Γιάννης Δήμαρχος”.
Και ξαναγυρίζοντας στο γραφικό αυτό έθιμο, βλέπω μέσα από την αχλή του χρόνου, να ξεκινά η πομπή απ’ το μαχαλά της Πυροστιάς, ύστερα από μια πυρετώδη ετοιμασία που μέρες κράτησε, να φθάνει στο σπίτι του αειμνήστου δασκάλου μας Ποντίδη και από εκεί να κατηφορίζει για την αγορά. Προπορεύονται τα νταούλια και οι ζουρνάδες χαλώντας τον κόσμο και δίνοντας ένα πανηγυρικό τόνο. Μα και οι γκάιντες δε λείπουν. Στη συνέχεια τα κορίτσια, άνδρες πουδραρισμένοι, μπογιατισμένοι, με περούκες, μακριά φουστάνια της εποχής, άσπρα γάντια ίσαμε τον αγκώνα κι ένα ζευγάρι ζίλια (καστανιέτες) στο χέρι. Περπατούσαν χορεύοντας και χτυπώντας ρυθμικά τα ζίλια στο σκοπό του ταμπουρά. Έπειτα έρχεται ο κουτσός γιατρός, ντυμένος στη βελάδα του, το πομπέ καπέλο, γκέτες στα πόδια και γυαλιά στα μάτια. Πηγαίνει κουτσαίνοντας, κρατώντας ένα κλύσμα κι άλλα σύνεργα της ιατρικής και φωνάζει: “Έφθασε κουτσός ο γιατρός απ’ τα Παρίσια”. Μετά ακολουθούσε το πουλάκι με τις τύχες και γινόταν χαλασμός από τα θηλυκά., ποια να πρωτοπάρει την τύχη της, που δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά τα φύλλα κάποιου ημερολογίου με τα συνηθισμένα στιχάκια: “Για μαύρα μάτια χάνομαι, για γαλανά πεθαίνω”.
Στη μέση της πομπής, καθισμένος μεγαλόπρεπα πάνω σ’ ένα πελώριο γάιδαρο, στολισμένο παρδαλά με κουδούνια, κορδέλες και πλουμιστά χράμια, πήγαινε το τιμώμενο πρόσωπο, ο “Κιοπέκ Μπέης”! Ντυμένος με μια πλούσια γούνα, κρατούσε στο ‘να χέρι το μεγάλο και μακρύ τσιμπούκι και στ’ άλλο το κομπολόγι με τις χονδρές κεχριμπαρένιες χάντρες. Εκείνο όμως που του ‘δινε την ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια ήταν το ψιλό διάδημα που ‘χε στο κεφάλι φτιαγμένο αριστοτεχνικά από ξυλάκια και πολύχρωμα χαρτάκια. Έμοιαζε σαν κάτι με το σημερινό “Κοτιγιόν” ή σαν κινέζικο μυθικό καπέλο. Προχωρούσε αργά, με ολύμπια γαλήνη, περιεργαζόταν τα πλήθη που τον χειροκροτούσαν και με μεγάλη συγκατάβαση, πότε – πότε σκορπούσε μειδιάματα και δεσποτικές ευλογίες. Ήταν ένας περίφημος καρνάβαλος, σε μια άλλη εκδοχή και σε μια αλλιώτικη εποχή.
Στο τέλος της παρέλασης έπαιρναν μέρος κι άλλα πρόσωπα, όπως ο πραγματευτής, μα ο χρόνος τα ‘χει πια ξεθωριάσει, ώστε να μην μπορώ να δώσω την πιστή τους εικόνα. Εκείνος όμως που θυμάμαι πολύ καλά, γιατί ήταν πολύ νόστιμο θέαμα, και μας τα παιδιά ξέχωρα μας τραβούσε, ήταν ο αρκουδιάρης με την αρκούδα. Η αρκούδα ήταν άνθρωπος ντυμένος με αρκουδοτόμαρα, που προσποιούταν την αρκούδα κατά παραγγελίες του αρκουδιάρη κι έκανε χίλια δυο καμώματα, που πολλά έφερναν τα γέλια και τα χάχανα. Όσο πιο επιτυχημένη ήταν η αρκούδα κι όσο πιο κέφι είχε, τόσο κι εμείς τρέχαμε πίσω της, παρά το τσουχτερό κρύο και πολλές φορές το κρυσταλλιασμένο χιόνι. Βλέπετε, Σαρακοστή χωρίς Μάρτη δε γίνεται, κι η Καθαρή Δευτέρα τις πιο πολλές φορές έπεφτε ή τέλη του Φλεβάρη ή αρχή του Μάρτη. Η άνοιξη αργούσε πολύ ακόμη να ‘ρθει και το χιόνι τον περισσότερο καιρό ήταν το μοναδικό στολίδι της γης την εποχή εκείνη.
Έτσι, τις καθαροδευτεριάτικες εκδρομές, τα κούλουμα της Αττικής και τόσο άλλα έθιμα, τ’ αντικαθιστούσε στο Διδυμότειχο ο Κιοπέκ Μπέης, π’ άνοιγε τη Σαρακοστή με θεάματα κι όχι με γαστρονομικά ξεφαντώματα σαν καλή ώρα τώρα.

