Κείμενο του Δρ. Θανάση Γουρίδη (Πολ. Μηχανικού, Αρχαιολόγου & Συγγραφέα).
Επιμέλεια συνδέσμων, φωτογραφιών και βίντεο : ΚΑΣΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ-Γνώση και Δράση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Λίγοι τόποι σε ολόκληρη την Ελλάδα μπορούν να είναι περήφανοι ότι διαθέτουν τον πλούτο και την ποικιλομορφία του Διδυμοτείχου και της περιοχής του. Η τελευταία αναπτύσσεται γύρω από δύο ποταμούς, τον Έβρο, τον μυθικό ζωοδότη θεό, που σήμερα, από τις ιστορικές συγκυρίες, αποτελεί το σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία και τον παραπόταμό του, Ερυθροπόταμο· επάνω στη συμβολή τους απλώνεται η πόλη του Διδυμοτείχου.
Τον τόπο χαρακτηρίζει η αρμονική εναλλαγή των χαμηλών, ήπιων λόφων με εύφορες πεδιάδες, ενώ τα ειδυλλιακά δασύλλια, το δάσος των Μεταξάδων-Ασβεστάδων και οι γραφικές ρεματιές φιλοξενούν μία άφθονη χλωρίδα και πανίδα. Στο ευλογημένο αυτό μέρος αναπτύχθηκε μία έντονη πολιτισμική δραστηριότητα που ευνοήθηκε από το περιβάλλον, τη γεωμορφολογία και τη γεωστρατηγική θέση.
ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ
Οι δύο λόφοι που οριοθετούν την πόλη του Διδυμοτείχου, η Αγία Πέτρα, στο νοτιοανατολικό άκρο της και ο απόκρημνος Καλές στο δυτικό, προσδιορίζουν επίσης το πεδίο της μακραίωνης και αδιάκοπης ιστορικής της πορείας, που ξεκινά από τη νεολιθική περίοδο.
Το παρελθόν του χώρου είναι εμφατικά συνδεδεμένο με τα σπήλαια. Στο Καγιάλι (το «Σπήλαιο»), στις βόρειες υπώρειες του Καλέ, ιδιαιτέρως μακρύς, στενός και χαμηλός διάδρομος οδηγεί σε εντυπωσιακό, διπλό δωμάτιο, ύψους μεγαλύτερου των 30 μέτρων, που φέρει ίχνη ανθρώπινης παρουσίας. Θεωρούμε, λοιπόν, εύλογο να αναζητήσουμε στη θέση κάποια προϊστορική παρουσία.
Επάνω στον ίδιο τον λόφο, εκτός των προϊστορικών κινητών ευρημάτων, κάποια από τις εκατοντάδες των υπόσκαφων λαξευμάτων που τον χαρακτηρίζουν, όπως και η όλη διαμόρφωση και οι ποικίλες λαξευτές κατασκευές, στην κορυφή του παραπέμπουν ευκρινώς τουλάχιστον στην πρώιμη εποχή του Σιδήρου και σε ύπαρξη θρακικού περιφερειακού ιερού της εποχής.
Η αφθονία ευρημάτων από την κλασική αρχαιότητα, όπως ενσφράγιστες λαβές αμφορέων, νομίσματα, ειδώλια και άλλα δείχνει ότι ο οικισμός επί του λόφου της Αγίας Πέτρας, πιθανώς με το όνομα Βέννα, από τον 4ο αιώνα π.Χ., είχε αναπτυχθεί ως ενδιάμεσος ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις και τους Θράκες της ενδοχώρας, πλεονέκτημα οφειλόμενο κυρίως στην πλωιμότητα του ποταμού Έβρου. Στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός επανιδρύει τον ελληνιστικό οικισμό, προικίζοντάς τον με το όνομα της συζύγου του, Αυγούστας Πλωτίνης. Η Πλωτινόπολις οργανώνεται κατά το πρότυπο των αυτόνομων ελληνικών πόλεων, με Εκκλησία του Δήμου και Βουλή. Τιμητικές στήλες προς Ρωμαίους ηγεμόνες αντανακλούν τη λαμπρότητα της πόλης κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους.
Η προτομή γενειοφόρου άνδρα που φορά διακοσμημένο θώρακα, ένα εξαίρετο σφυρήλατο έργο από καθαρό χρυσό, πιθανότατα αποδίδει τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο (191-221 μ.Χ.), ο οποίος ενίσχυσε τις θρακικές πόλεις για να τις προστατέψει έναντι των βαρβαρικών επιδρομών και είχε επιδείξει ιδιαίτερη μέριμνα για την πόλη, την οποία είχε επισκεφθεί επανειλημμένα.
Αμφιπρόσωπη κεφαλή από λευκό μάρμαρο, σπάνια απεικόνιση του Ρωμαίου θεού Ιανού, αποδίδει με τις λεπτές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα πρόσωπα τη διττή φύση του θεού της ειρήνης και του πολέμου.
Από ευρεθέντα στη θέση ψηφιδωτά δαπέδου, το ένα παρουσιάζει την ένωση του Δία-κύκνου με την κατακείμενη, γυμνή Λήδα, ενώ στο γειτονικό και μεγαλύτερο, γύρω από κατεστραμμένο κεντρικό έμβλημα απεικονίζονται οι άθλοι του Ηρακλέους. Προσφάτως αποκαλυφθέν παραπλεύρως ψηφιδωτό μας χαρίζει μοναδική παράσταση αγένειας νεανικής μορφής υπό την υδάτινη επιφάνεια, πιθανώς του θεού-ποταμού Έβρου, εμπλουτισμένη με εξαίσια πομπή «θαλάσσιου θιάσου».
Εξαίρετο σύστημα ύδρευσης, δίπλα στα ψηφιδωτά, αποτελείται από ένα μεγάλο, βαθύ πηγάδι, του οποίου ο πυθμένας ακόμη δεν έχει βρεθεί, κατασκευασμένο από επακριβώς λαξευμένους και συναρμοσμένους καμπύλους λίθους και παρακείμενο, λιθόκτιστο εν ξηρώ, καμαροσκέπαστο θάλαμο, που χρησιμοποιείτο για την άντληση και απομάκρυνση του ύδατος.
Φωτογραφίες / Πλωτινόπολη: Το χρονικό της έρευνας
ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΜΕΣΟΥΣ (ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ) ΧΡΟΝΟΥΣ
Ήδη από τον 3ο αι μ.Χ. οι βαρβαρικές επιδρομές οδηγούν τους Ρωμαίους στην ενίσχυση των δύο, έναντι κείμενων λόφων, του Καλέ και της Αγίας Πέτρας με εκτεταμένα οχυρωματικά έργα, όπως και, πιθανώς, με τείχη που θα συνέδεαν τους δύο λόφους. Ευλόγως μπορούμε να αποδώσουμε στο γεγονός αυτό την εμφάνιση του ονόματος Διδυμότειχον, με την έννοια των δίδυμων κάστρων και να το συνδέσουμε με μετάλλιο τοπικής κοπής, προς τιμήν του αυτοκράτορα Καρακάλλα (198-217 μ.Χ.), επί του οποίου απεικονίζονται οι προσωποποιημένες μορφές των δύο πόλεων, ως αδελφών, που στέκονται η μία απέναντι στην άλλη, η Δομηνόπολις φέροντας επί της κεφαλής κάστρο και η Πλωτινόπολις διάδημα, κυκλωμένες από το κοινό όνομα, «Πλωτινόπολις», που αργότερα γίνεται Διδυμότειχο
Ενώ η Πλωτινόπολις επιβιώνει μέχρι το πρώτο μισό του 7ου αιώνα μ.Χ., το μεσαιωνικό Διδυμότειχο, επί του λόφου του Καλέ, αναπτύσσεται λόγω του συνδυασμού της γεωστρατηγικής θέσης με τον φύσει οχυρό λόφο, που ενισχύεται από απόρθητο οχυρό. Μία από τις πρώτες αναφορές του Διδυμοτείχου συναντάται σε κίονα-ορόσημο που σήμερα κοσμεί το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σόφιας, πιθανώς τρόπαιο του Βούλγαρου τσάρου Κρούμου από τη θρακική εκστρατεία του, το 813-814, η οποία φέρει εγχάρακτη επιγραφή “ΚΑCΤΡΟΝ ΔΙΔΥΜΟΤΥΧΟV”. Η σημασία της θέσης εξαίρεται από συγγραφείς και πρωταγωνιστές των γεγονότων, όπως ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, ιστορικός και εκ των ηγετών της Δ΄ Σταυροφορίας, το 1204, που εντυπωσιάζεται από την «ισχυρότερη και μία από τις πλουσιότερες πόλεις της Ρωμανίας» ή άλλοι Δυτικοί, σύγχρονοί του, οι οποίοι μνημονεύουν το «ισχυρότατο κάστρο Themut» και το «απόρθητο Tymotico».
Κέντρο της Βυζαντινής αριστοκρατίας της Θράκης και πολλών επιφανών οικογενειών της, το Διδυμότειχο είναι ο σημαντικότερος προμαχώνας προ της Κωνσταντινούπολης, ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του αυτοκρατορικού στρατού και καταφύγιό του, σκηνή υποδοχής πρεσβειών και σύναψης σημαντικών συμφωνιών. Είναι, ακόμη, προτιμώμενος τόπος περιορισμού ή φυλάκισης των πλέον επικίνδυνων εχθρών των αυτοκρατόρων, από τον ανταπαιτητή του θρόνου, Βάρδα Σκληρό, το 991, μέχρι τον δεσπότη Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον «πρωθυπουργό» Θεόδωρο Μετοχίτη, κατά τη δεκαετία του ’20 του 14ου αιώνα. Η περί την πόλη ορεινή περιοχή είναι αγαπημένος κυνηγότοπος των αυτοκρατόρων και αργότερα των σουλτάνων. Είναι, τέλος, το Διδυμότειχο, ένα σημαντικό θρησκευτικό και μοναστηριακό κέντρο, όπου ζουν άγιοι, όπως ο Ιωάννης ο Νέος της Θράκης και ο μητροπολίτης Ιλαρίων, τόπος καταγωγής της Αγίας Θεοδώρας της Άρτας, βασίλισσας της Ηπείρου, μέλους της περίφημης οικογένειας των Διδυμοτειχιτών Πετραλειφών.
Το Διδυμότειχο γίνεται μάρτυρας της γέννησης των αυτοκρατόρων Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, το 1193 και του πορφυρογέννητου Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, στις 18 Ιουνίου 1332. Επί τη ευκαιρία αυτού του γεγονότος διεξάγονται εδώ οι πρώτοι, μετά την κατάργησή τους από τον Μεγάλο Θεοδόσιο, Ολυμπιακοί Αγώνες, ως «μίμησις» μεν, αλλά με τον «φιλοτιμότερο» τρόπο, όπως με λεπτομέρεια περιγράφονται από το Νικηφόρο Γρηγορά. Η πόλη καθίσταται έδρα των αυτοκρατόρων Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου και Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού κατά την ταραγμένη περίοδο των εμφυλίων πολέμων του 1ου μισού του 14ου αιώνα. Ο Ιωάννης, μάλιστα, αγορεύεται αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο, στις 26 Οκτωβρίου 1341.
ΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
Το Βυζαντινό Διδυμότειχο ήταν μία τυπική πόλη-κάστρο, αποτελούμενη από τον εσωτερικό, οχυρωματικό περίβολο, όπου ήταν εγκαταστημένη η αριστοκρατία της γης, αλλά και ο ανώτερος κλήρος, οι αξιωματούχοι του στρατού και της διοίκησης, ενώ η “έξω συνοικία” κατοικείτο από τους αγρότες, τους εμπόρους τους τεχνίτες, και τις λοιπές κατώτερες «τάξεις». Η πόλη, μάλιστα, αποτέλεσε το πεδίο μίας λαϊκής εξέγερσης εναντίον των «δυνατών», τον Αύγουστο του 1342, που είχε οδυνηρό τέλος για τους επαναστάτες.
Τα τείχη του κάστρου, που σώζονται σε μήκος άνω των 1000 μέτρων, ενισχύονταν από 25 ή 26 στρογγυλούς, πολυγωνικούς ή ορθογωνικούς πύργους, από τους οποίους σώζονται όλοι εκτός από δύο. Στα πλέον ευπρόσβλητα τμήματά τους περιβάλλονταν από εξωτερικό, χαμηλότερο προτείχισμα, ενώ στο πλάτωμα του λόφου υψωνόταν η απόρθητη ακρόπολη. Στην οχύρωση διακρίνονται διαδοχικές κατασκευαστικές φάσεις, που όλες ακολουθούν την παλαιοχριστιανική όδευση.
Κάποιοι από τους πύργους κοσμούνται από μονογράμματα, που μπορούν να αποδοθούν σε αξιωματούχους ή, κατά τον συγγραφέα του παρόντος, σε αυτοκράτορες που χρησιμοποίησαν το Διδυμότειχο ως έδρα τους και ενίσχυσαν την άμυνά του, και συγκεκριμένα τον Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνό. Άλλοι πύργοι φέρουν κεραμοπλαστικά κοσμήματα με συμβολικό, ευχετηριακό ή αποτροπαϊκό περιεχόμενο, όπως το δένδρο της ζωής ή τον σταυρό, ενώ επί ορθογωνικού πύργου διατηρείται αποσπασματικά επιγραφή με το αυτοκρατορικό όνομα «ΚΟΜΝΗΝΟΣ».
Ο κυκλικός σε κάτοψη πύργος στη νοτιοανατολική γωνία της οχύρωσης φέρει εντοιχισμένη πλάκα με μονόγραμμα «Ταρχανειώτης», ενώ στην τοπική παράδοση είναι γνωστός ως «πύργος της Βασιλοπούλας», καθώς συνδέεται με τον θρύλο της αυτοκτονίας της κόρης του αυτοκράτορα, όταν ξεγελάστηκε και έτσι έγινε η αιτία της κατάληψης του απόρθητου κάστρου από τους Τούρκους. Στη βάση του πύργου ο καλούμενος «τάφος της βασιλοπούλας» είναι στην πραγματικότητα μπεκτασικός τάφος (τεκκές), ξεχωριστό δείγμα του θρησκευτικού συγκρητισμού των Βαλκανίων.
Ο πύργος του Πενταζώνου κατέχει τη βορειοανατολική γωνία της οχύρωσης, χαμηλά, δίπλα στον Ερυθροπόταμο. Το εσωτερικό του διαμορφώνεται ως μεγάλη δεξαμενή, που καλύπτεται με χαμηλωμένο θόλο, ενώ τροφοδοτούταν από τον ποταμό, συνεισφέροντας στην υδροδότηση του λόφου.
Από τις εξωτερικές πύλες του κάστρου σε καλή κατάσταση βρίσκονται οι τριπλές «Πύλες της Γέφυρας» ή «Νερόπορτες», δίπλα στο ποτάμι και την παλαιά γέφυρα. Το εσωτερικό άνοιγμα δορυφορείται από δύο πενταγωνικούς πύργους των παλαιοχριστιανικών χρόνων. Μπροστά τους αναπτύσσονται εντυπωσιακές οι πρώιμες οθωμανικές εξωτερικές πύλες, με τον μανδύα που τις ενώνει με το κυρίως τείχος. Τρίτη, μικρότερη, εξωτερική πύλη ανήκε στο προτείχισμα.
Οι «Σαραϊόπορτες», που οδηγούσαν προς τα ανάκτορα, στην κορυφή του λόφου, σώζουν το άνοιγμα της εισόδου. Ανασκαφικές εργασίες κατά τη δεκαετία του ’80 διευκρίνισαν τη μορφή τους. Από τις «Πύλες της Αγοράς» οι εκατέρωθεν πύργοι παραμένουν στις θέσεις τους, ενώ γειτονικό μεταβυζαντινό άνοιγμα λειτουργεί ως η κύρια είσοδος προς το κάστρο. Εκτός αυτών, διακρίνονται κάποιες βοηθητικές πυλίδες. Τα ερείπια της ακρόπολης, των πύργων και των πυλών της είναι θαμμένα κάτω από βαθιές επιχώσεις. Στο ανώτερο τμήμα, εκεί όπου βρίσκονταν τα ανάκτορα, επιχωσμένη είσοδος οδηγεί προς συνεχόμενους καμαροσκέπαστους θαλάμους, τις «Σαράντα Κάμαρες». Αυτές, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, αλλά και αναφορές αξιωματούχων του ρωσικού στρατού, το 1829, φθάνουν ως τη βάση του λόφου, στο σπήλαιο «Καγιάλι», παρότι δοξασίες προκρίνουν άλλες, απομακρυσμένες λίγο ως πολύ θέσεις.
ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
Φωτογραφίες / Κάστρο Διδυμοτείχου
Οι εκατοντάδες των υπόσκαφων λαξευμάτων του Καλέ διαμορφώθηκαν κατάλληλα από τους κατοίκους του βυζαντινού Διδυμοτείχου ως βοηθητικοί χώροι, δεξαμενές, στάβλοι, αποθήκες για την τοποθέτηση μεγάλων πίθων κ.λπ. Στην πορεία του χρόνου κάποια εξυπηρέτησαν τις ανάγκες εγκλεισμού επωνύμων, από τον δεσπότη της Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Παλαιολόγο μέχρι υπαξιωματικούς του Ναπολέοντα και τον σφαγέα της Νάουσας, Λουμπούτ πασά, αλλά και εκείνες της στέγασης προσφύγων πολέμου.
Φωτογραφίες / ΤΑ ΛΑΞΕΥΜΕΝΑ “ΛΕΥΚΑ” ΥΠΟΣΚΑΦΑ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
BINTEO – ΤΑ ΤΕΧΝΗΤΑ ΛΑΞΕΥΜΕΝΑ ΥΠΟΣΚΑΦΑ ΣΠΗΛΑΙΑ ΣΤΟ ΛΟΦΟ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΣΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ
Ελάχιστα διατηρούνται από τα θρησκευτικά μνημεία του βυζαντινού Διδυμοτείχου. Σφηνωμένη ανάμεσα στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου και τον βράχο του λόφου ορθώνεται μία εξαιρετικά επιμήκης και στενή κατασκευή. Σε αυτήν διακρίνονται δύο φάσεις του πρώτου μισού του 14ου αιώνα, όπως και εκτεταμένη παρέμβαση της πρώιμης Οθωμανοκρατίας, ενώ εντοιχισμένα σπόλια και σπαράγματα τοιχογραφιών υποδεικνύουν την προγενέστερη ύπαρξη καθιδρύματος της εποχής της Εικονομαχίας.
Το κτίσμα, αρχικά καμαροσκέπαστο και με θολοσκεπές ιερό, είναι μία κομψή λιθοδομή με διακοσμητικές κόγχες, αψιδώματα και ημικιονίσκους, που διακόπτεται από λεπτές πλίνθινες ζώνες, σε μία περιορισμένη χρήση της τεχνικής της υποχωρημένης πλίνθου. Η διαπραγμάτευση αντανακλά την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης. Το πλήθος των λαξευτών τάφων και οι καμαροσκέπαστες κρύπτες αποκαλύπτουν την ταφική χρήση του χώρου, που θεωρούμε ότι μπορεί να ταυτιστεί με το βόρειο τμήμα του καθολικού της πατριαρχικής μονής της Παναγίας της Οδηγήτριας.
Από τις αποσπασματικά διατηρούμενες τοιχογραφίες ξεχωρίζουν σπαράγματα κτητορικής αυτοκρατορικής επιγραφής και εξαίρετου προσώπου Χριστού, από τις αρχές του 14ου αιώνα, όπως και μεταγενέστερες παραστάσεις διακόνων και μοναχών, επί των τοίχων της Πρόθεσης, που αποδεικνύουν τη συνέχιση της μοναστικής λειτουργίας του χώρου κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία. Μοναδικές για τη βυζαντινή παραστατική τέχνη είναι δύο, κατεστραμμένες σε μεγάλο βαθμό απεικονίσεις ένθρονων φτερωτών αυτοκρατόρων. Επί του βορείου τοίχου χαράγματα απεικονίζουν ιστιοφόρα πλοία, μονογράμματα τεκτόνων, δέντρα της ζωής, γυναικεία σύμβολα γονιμότητας, προσωποποιημένους ήλιους, ναΰδριο, παλάμη και δικέφαλο αετό. Ακριβώς δίπλα, δύο λαξευμένα στον βράχο διαμερίσματα είχαν διαμορφωθεί ως αποθήκη πίθων και δεξαμενή της Μονής, ενώ στη συνέχεια χρησίμευσαν, μεταξύ άλλων, ως χώροι κάθειρξης.
Η Αγία Αικατερίνη, ένα μικρό, μονόχωρο ταφικό παρεκκλήσι, εντός των τειχών, από το α΄ μισό του 14ου αιώνα, που πιθανώς ανήκε σε ευγενείς Δυτικής καταγωγής, φέρει εκτεταμένες ταφές γύρω του, όπως και ίχνη παρεκκλησίου προσαρτημένου στα νότιά του. Αρχικά στεγαζόταν με πλινθόκτιστη καμάρα. Εδώ, επίσης, διακρίνεται μία περιορισμένη χρήση της τεχνικής της υποχωρημένης πλίνθου και η διαμόρφωση με ρηχά τυφλά αψιδώματα, που οριοθετούνται με φιαλοστόμια (διακοσμητικά στόμια κυλινδρικών πήλινων φιαλών) και φέρουν λιτά κεραμοπλαστικά διακοσμητικά μοτίβα.
Κάτω από τον πύργο της Βασιλοπούλας συνεχόμενα λαξευτά υπόσκαφα φιλοξενούσαν μοναστηριακό σύνολο των Βυζαντινών χρόνων, επιβεβαιώνοντας τη φήμη της πόλης ως μοναστικού κέντρου.
Φωτογραφίες / Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΟΚΡΑΤΙΑ
Το Διδυμότειχο καθίσταται η πρώτη έδρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, μετά την οριστική κατάληψή του από τους Τούρκους, πιθανώς το Νοέμβριο του 1361 και διατηρεί την de-facto εξέχουσα θέση του, παράλληλα με την Αδριανούπολη, μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453. Ο σουλτάνος Μουράτ Α΄ κτίζει το σαράι του στην ακρόπολη, ενώ ο κρατικός θησαυρός φυλάσσεται σε μικρό πύργο. Στο Διδυμότειχο γεννιούνται ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, τον Δεκέμβριο του 1447 και,, επίσης, σύμφωνα με αξιόπιστη παλαιότατη πηγή, ο πατέρας του,. Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, τον Μάρτιο του 1432. Προτιμάται, ακόμη, η πόλη ως τόπος απομόνωσης ή και φυλάκισης επιφανών προσώπων, από τον δεσπότη Δημήτριο Παλαιολόγο έως τους έσχατους Σέρβους ηγεμόνες της οικογένειας Branković. Οι Έλληνες χριστιανοί παραμένουν εντός του κάστρου λόγω της συμφωνίας παράδοσης, ενώ η Οθωμανική πόλη αναπτύσσεται εκτός, σε συνοικίες (μαχαλάδες) που οργανώνονται γύρω από τα τεμένη.
Η περιοχή πληρώνει αιματηρό τίμημα στον αγώνα για τη διατήρηση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Κατά το έτος 1520 απαγχονίζονται στο Διδυμότειχο μετά από φρικτά βασανιστήρια ο Ιάκωβος ο Νέος με τους μαθητές του, Ιάκωβο διάκονο και Διονύσιο μοναχό. Πολλά θαύματα των νεομαρτύρων αναφέρονται στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Μέρος των αγίων λειψάνων φυλάσσονται στο Διδυμότειχο, στο ναό του Αγίου Αθανασίου. Αργότερα, το 1805, μαρτυρά στην πόλη ο ιερομόναχος Παρθένιος.
Μετά την οθωμανική επέκταση προς τα Δυτικά και παρά την απώλεια της γεωστρατηγικής του σημασίας, το Διδυμότειχο αναδεικνύεται σε αξιόλογο πνευματικό κέντρο του ισλαμισμού, με επτά μεντρεσέδες (ανώτερες ιερατικές σχολές), στα μέσα του 17ου αιώνα, αλλά και σε μείζον κέντρο παραγωγής αγγειοπλαστικής, καθώς περισσότερα από 200 εργαστήρια εξάγουν τα περίφημα προϊόντα τους στην Ανατολική Μεσόγειο.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΟΚΡΑΤΙΑΣ
Από τα 12 τεμένη που ο Εβλιγιά Τσελεμπή μνημονεύει το 1667, σήμερα σώζονται το Μεγάλο Τέμενος και το Κόκκινο τζαμί, το μόνο που παραμένει σε λατρευτική χρήση.
Το Μεγάλο Σουλτανικό Τέμενος είναι ένα εμβληματικό μνημείο των Βαλκανίων. Πρόκειται για μία μονολιθική, μονόχωρη κατασκευή από παχείς περιμετρικούς τοίχους, στο μεγαλύτερο μέρος τους κτισμένους από άψογα λαξευμένους τοπικούς λίθους και με τέσσερις ισοπαχείς πεσσούς, που έφεραν μία τεράστια, σύνθετη ξύλινη στέγη, καλυπτόμενη με μολυβδόφυλλα, από την οποία αναρτάτο ξύλινος ψευδοθόλος. Υψηλός μιναρές με δύο εξώστες αναπτύσσεται στη βορειοδυτική γωνία του κτίσματος. Το μνημείο, σύμφωνα με την παράδοση και κάποιες πηγές ανεγέρθηκε από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄ τον Κεραυνό (1389-1402), παρότι ολοκληρώθηκε αργότερα, το 1420-1421, από τον Μωάμεθ Α΄. Στο εσωτερικό σχεδόν μοναδική τοιχογραφημένη παράσταση «ουράνιας πόλης» εκτείνεται επάνω από το ιερό, το «μιχράμπ», ενώ επί των τοιχοποιιών αναγράφονται με παχιά καλλιγραφικά γράμματα επικλήσεις ιερών ονομάτων, προσευχές και αποσπάσματα από το Κοράνι.
Το Μικρό ή Κόκκινο ή Τζαμί της Αγοράς είναι ένα μονόχωρο, πλινθόκτιστο κεραμοσκέπαστο κτίσμα. Τα ανοίγματα της πρόσοψης πλαισιώνονται από ελαφρά προέχουσες, οδοντωτές παραστάδες, ενώ μολυβδοσκέπαστος μιναρές ορθώνεται δίπλα στο κτίριο.
Τα λουτρά των Ψιθύρων, του Έρωτα ή του Αυτιού του Διονύσου κτίστηκαν από τον Ορούτς Πασά στα 1398-1399, συνιστώντας πιθανώς τα παλαιότερα οθωμανικά «χαμάμ» στην Ευρώπη. Το όνομά τους οφείλεται στη δυνατότητα που είχαν οι χρήστες τους να επικοινωνούν από διαφορετικά διαμερίσματα και να ψιθυρίζουν λέξεις έρωτα ή συνωμοσίας μέσω ενός σωλήνα μεταφοράς του θερμού αέρα. Ο Ορούτς, γόνος μίας από τις τέσσερις πλέον φημισμένες οικογένειες της αυτοκρατορίας, ήταν ο ίδιος δοξασμένος στρατηγός και μπεηλέρμπεης της Ανατολίας, άξιος πάτρωνας κοινωφελών έργων. Τα λουτρά συνιστούν ένα κομψό αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα και είχαν εναλλάξ χρήση για τα δύο φύλα. Οι τοίχοι έχουν ανεγερθεί με την τεχνική της πλινθοπερίκλειστης λιθοδομής. Οι αίθουσες καλύπτονται με θόλους κάθε δυνατού τύπου, που διατρυπώνται από μικρά κυκλικά ανοίγματα, τα οποία κάποτε έκλειναν με πολύχρωμα τζαμωτά, ενώ μεγάλο οπαίον με υπερυψωμένο φεγγίτη ξεχώριζε στον θόλο των αποδυτηρίων.
Τα λουτρά του Φεριντούν Αχμέντ Μπεγκ, έξοχο δείγμα της κλασικής οθωμανικής αρχιτεκτονικής, ανεγέρθηκαν το 1571. Ο ιδρυτής τους ήταν ένας «άνδρας της πένας και του ξίφους», εξέχων ποιητής και ιστορικός, υψηλός αξιωματούχος της αυτοκρατορίας. Τα λουτρά είναι διπλά, με τριμερή διάρθρωση του κάθε τμήματος, ενώ οι είσοδοι για τα δύο φύλα άνοιγαν σε διαφορετικές οδούς για λόγους κοσμιότητας. Τα θερμά διαμερίσματα αναπτύσσονται σε σπάνια τετράκογχη μορφή, εμπλουτισμένη με μικρές διακοσμητικές κόγχες, στοιχείο που μαζί με την αυστηρή και προσεκτική σχεδίαση, τα χαρακτά διακοσμητικά μοτίβα, τους σταλακτίτες και άλλα αποκαλύπτουν την υψηλή ποιότητα του μνημείου.
Τα «λουτρά της Γέφυρας», το τρίτο από τα δημόσια λουτρά του Διδυμοτείχου, όπως μας παραδίδει ο Εβλιγιά Τσελεμπή, σώζονται εξαιρετικά αποσπασματικά, προβάλλοντας στοιχεία της πρωιμότητάς τους.
Το Μαυσωλείο του Ορούτς Πασά, ιδρυτή των ομώνυμων λουτρών, γνωστό ως «Πυροστιά» ή «Τρίποδας», είναι ένα ταφικό κτίσμα («τουρμπέ») ανοικτού τύπου, από τις αρχές του 15ου αιώνα. Η κατασκευή ακολουθεί ιδεατά τις δυναμικές αναλογίες της βυζαντινής μετρολογίας. Υπερυψωμένη λιθόκτιστη βάση και τέσσερις στιβαροί πεσσοί που συνδέονταν με ξύλινους ελκυστήρες έφεραν ημισφαιρικό πλινθόκτιστο θόλο επί σφαιρικών τριγώνων, που έχει καταπέσει, πιθανώς κατά τον σεισμό της Καλλίπολης, το 1509. Ημιυπόγεια, καμαροσκέπαστη κρύπτη φιλοξενούσε τη λιτή ταφή, ενώ κενοτάφιο προέβαλλε επί της υπερυψωμένης βάσης του μνημείου.
ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ
ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
Όταν η Σουηδία διοικούνταν από το Διδυμότειχο: Βυζαντινή δεξαμενή-λάξευμα δίπλα στον Άγιο Αθανάσιο σχετίζεται με την ιστορία του Καρόλου του 12ου. Ο περιώνυμος βασιλεύς και εθνικός ήρωας της Σουηδίας διέμενε, μαζί με υπουργούς, αξιωματούχους και στρατιώτες του, Σουηδούς, αλλά και Κοζάκους, υπό περιορισμό στο Διδυμότειχο συνολικά για έναν χρόνο, μεταξύ Μαρτίου 1713 και Σεπτεμβρίου 1714, τέσσερα χρόνια μετά την ήττα του στη μάχη της Πολτάβα της Ουκρανίας. Δυτικοί συγγραφείς, όπως ο Βολταίρος με τη βιογραφία του Καρόλου, και κυρίως σύντροφοι του βασιλέως στο Διδυμότειχο, διαφωτίζουν το αφήγημα. Κατά το διάστημα της παραμονής του η πόλη είχε αναχθεί σε ένα κέντρο διεθνούς σημασίας, καθώς εδώ διαδραματίζονταν διπλωματικές μάχες που αφορούσαν όλη την Ευρώπη, αλλά και αποτελούσε την de-facto πρωτεύουσα της Σουηδίας, καθώς στο Διδυμότειχο, στο οποίο προσέτρεχαν πρέσβεις και ηγεμόνες αλλά και συνέρχονταν οι κύριοι υπουργοί του Καρόλου, λαμβάνονταν όλες οι σημαντικές αποφάσεις για τη μακρινή χώρα. Ο Κάρολος είχε εγκατασταθεί σε αρχοντικό που βρισκόταν, όπως παριστάνεται σε χαρακτικό του A. Desarnod (1829), δίπλα στον αρμενικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Τοπική δοξασία, εντούτοις, θεωρούσε ότι ο βασιλεύς ήταν φυλακισμένος στο προαναφερθέν βαθύ λάξευμα, που είχε επανειλημμένα χρησιμεύσει για την κάθειρξη αντιπάλων της Υψηλής Πύλης, αλλά ασφαλώς όχι για τον ίδιο τον Κάρολο.
Η αποδιοργάνωση του Οθωμανικού κράτους κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα συνοδεύεται από την ανάδειξη της μη-μουσουλμανικής αστικής τάξης και του ελληνικού στοιχείου. Ταυτοχρόνως, οι μεταρρυθμίσεις της Υψηλής Πύλης που στρέφονται εναντίον του παλαιού Ισλάμ και των κέντρων του, από το 1826 και μετά, οδηγούν στην παρακμή των κύριων δραστηριοτήτων της ιερής για τους μουσουλμάνους πόλης του Διδυμοτείχου, της μεταξουργίας και της αγγειοπλαστικής.
Κατά τη διάρκεια των ταραχών του πρώιμου 20ου αιώνα που κορυφώνονται με τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, οι τοπικοί πληθυσμοί βιώνουν ακραίους διωγμούς και δηώσεις. Στις 14 Μαΐου 1920 ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στο όνομα των Συμμάχων στη Δυτική Θράκη και στις 22 του μηνός η πόλη του Διδυμοτείχου τον υποδέχεται πανηγυρικά. Στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου του ιδίου έτους, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών, η Δυτική και η Ανατολική Θράκη, πλην της περιοχής της Κωνσταντινούπολης περιέρχονται στην Ελλάδα. Η άδοξη και τραγική απώλεια της Ανατολικής Θράκης, το φθινόπωρο του 1922, καθιστά το Διδυμότειχο παραμεθόρια πόλη υψηλής στρατηγικής σημασίας. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη αποτελεί την έδρα της Γερμανικής διοίκησης της «ελεύθερης ζώνης» του Έβρου και της ελληνικής Νομαρχίας υπό τον Ιωάννη Φραγκούλη. Το Διδυμότειχο απελευθερώνεται στις 28-29 Αυγούστου 1944 από τον ΕΛΑΣ, για να ακολουθήσουν δραματικές οι συνέπειες του εμφυλίου και η μεταπολεμική ερήμωση της υπαίθρου.
ΤΑ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ
Οι ελληνορθόδοξοι ναοί του Διδυμοτείχου ανεγείρονται κατά το δεύτερο τέταρτο του 19ου αιώνα στις θέσεις παλαιότερων. Οι ναοί του Αγίου Αθανασίου και του Σωτήρος Χριστού βρίσκονται εντός των τειχών, σε αντίθεση με εκείνον της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Αποτελούν τρίκλιτες βασιλικές σε σχήμα ταυ, καθώς ο νάρθηκας αναπτύσσεται εγκάρσια στον κυρίως ναό. Ο Άγιος Αθανάσιος και η «Παναγία» είναι λιθόκτιστοι ξυλόστεγοι, με πλινθόκτιστο μεταγενέστερο νάρθηκα, ενώ ο ναός του Χριστού, εξ ολοκλήρου λιθόκτιστος, καλύπτεται με βαριές καμάρες που φέρονται από ισχυρούς μονολιθικούς κίονες και δένονται με ξύλινους ελκυστήρες. Οι εικόνες της περιόδου ανέγερσης των ναών, σε μεγάλο βαθμό αφιερώματα των τοπικών συντεχνιών, χαρακτηρίζονται από τα δυτικά δάνεια και ένα συγκρατημένο ακαδημαϊσμό, δίχως να αποκόπτονται από τη βυζαντινή παράδοση. Από τους αγιογράφους ξεχωρίζουν ο Νικόλαος Αδριανουπολίτης, ο Παναγιώτης Αινείτης ή εξ Αγιάσματος, ο Στέφανος Αδριανουπολίτης και άλλοι, ενώ τα εξαίρετα τέμπλα και λοιπά ξυλόγλυπτα έργα τέχνης είναι έργα του Σταμάτη Μαδυτηνού, επιφανούς «ταλιαδούρου» της εποχής.
Στο ναό του Αγίου Αθανασίου (1834), ανάγλυφο μετάλλιο με το δικέφαλο αετό επάνω από την κύρια είσοδο μνημονεύει τον τέκτονα «προσκυνητή Κάλφα Μιχάλι». Το θωράκιο του τέμπλου και τα υπέρθυρα των εισόδων του κυρίως ναού κοσμούνται από γραφικές τοπιογραφίες, μεταξύ των οποίων σπανιότατη πρώιμη απεικόνιση του Διδυμοτείχου. Από τις παλαιότερες εικόνες ξεχωρίζουν Βυζαντινή Οδηγήτρια, Άγιος Νικόλαος, Ιωάννης Πρόδρομος και Άγιος Αθανάσιος με σκηνές του βίου του, ενώ η παλαιά δεσποτική εικόνα του Αγίου πάτρωνα αποκάλυψε ένα θαυμάσιο μεταβυζαντινό έργο, μετά την αφαίρεση του αργυρού της «πουκάμισου» και τη συντήρησή της. Στον αύλειο χώρο, δίπλα στο κενοτάφιο του μητροπολίτου Κωνσταντίνου Βαφείδη (†1899), υψώνεται επιβλητικό κωδωνοστάσιο του μεσοπολέμου.
Ο ναός του Σωτήρος Χριστού ανεγέρθηκε στα 1846-1848 στη θέση της βυζαντινής Μονής του Χριστού Παντοκράτορος. Εδώ, το κωδωνοστάσιο εδράζεται επί του δώματος του εφαπτόμενου βυζαντινού πύργου. Κατά τη διάρκεια της Σταυροπροσκυνήσεως (παλαιότερα κατά την Πεντηκοστή ή στα Εννιαήμερα της Θεοτόκου) οι πιστοί από ολόκληρη τη Θράκη συνέρρεαν για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα του Σωτήρος, με την προσδοκία της ίασης, ιδίως των ψυχικά ασθενών. Η πανήγυρις αναβίωνε τη σωτηρία του Διδυμοτείχου από τους Σταυροφόρους το 1205 και τους Βουλγάρους το 1206, χάρη στην επέμβαση του «Χριστού του κάστρου». Στο ναό, εκτός της μεσαιωνικής δεσποτικής εικόνας του Χριστού Παντοκράτορα, η οποία αποδείχθηκε ότι είναι αμφίγραπτη, από τον 13ο αιώνα, φυλάσσεται επίσης αμφίγραπτη εικόνα, με τη Θεοτόκο Οδηγήτρια τη “ΔημοτυχΗΤΗσα” και τη Σταύρωση στην οπίσθια όψη της, ένα εξαίσιο έργο της Παλαιολόγειας τέχνης, πιθανώς αυτοκρατορικό δώρο και «παλλάδιο» της πόλης.
Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κατασκευάστηκε αρχικά το 1806, στη θέση του ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας και ανακτίστηκε το 1843. Εδώ, εκτός του κομψού τέμπλου διατηρείται, επίσης, το ξυλόγλυπτο κιβώριο επί της Αγίας Τραπέζης. Δίπλα στον ναό υψώνεται κομψό, τριώροφο, οκταγωνικό λιθόκτιστο κωδωνοστάσιο, ενώ το παρακείμενο παλαιό κηροπλαστείο με την εύρυθμη τοξωτή πρόσοψη είχε στεγάσει το παλαιότερο εκτός των τειχών σχολείο της πόλης, από το έτος 1862. Να σημειώσουμε, βεβαίως, ότι η λειτουργία εκπαιδευτηρίων στο Διδυμότειχο τεκμηριώνεται τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου αιώνα.
Ιερος Ναος κοιμησεως Θεοτοκου Διδυμοτειχου
Η παρουσία των Αρμενίων στην πόλη είναι συνεχής, τουλάχιστον από την πρώιμη Οθωμανοκρατία και ενεργή μέχρι σήμερα. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου (Surp Kevork) ανεγέρθηκε στη θέση του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη, όπου ο Ιωάννης Καντακουζηνός είχε στεφθεί αυτοκράτορας στις 26 Οκτωβρίου του 1341. Το κτίσμα διαφοροποιείται από τις ελληνορθόδοξες εκκλησίες του 19ου αιώνα, καθώς ο σχεδόν τετράγωνος κυρίως ναός δεν χωρίζεται σε κλίτη με εσωτερικές κιονοστοιχίες και το ιερό δεν κρύβεται οπτικά με τέμπλο, αλλά διακριτοποιείται από τον κυρίως ναό μόνο με χαμηλό ξύλινο κιγκλίδωμα. Η προσεγμένη πλινθοπερίκλειστη λιθοδομή του κυρίως κτίσματος συνέχεται με νάρθηκα, πλινθόκτιστο με τσατμά και ξυλεπένδυτο. Η περίφραξη της αυλής στέφεται με καμπύλο πέρας· εντός της σώζονται παλαιές ταφές και μονολιθικό αρχαίο πηγάδι, διακοσμημένο με ανάγλυφα φυτικά μοτίβα. Κάποιες από τις εικόνες που διέφυγαν την κλοπή χρονολογούνται το 1835, ενώ άλλες, δυτικότροπες, στο τέλος του 19ου αιώνα.
Ιστορία της Αρμενικής Κοινότητας Διδυμοτείχου
Στο προσκυνητάρι του Αγίου Δημητρίου, εντός του κάστρου, βρίσκεται εντοιχισμένη παλαιά λιθανάγλυφη εικόνα του Αγίου, όπως και ταφική πλάκα, επί της οποίας είναι χαραγμένα στη σειρά τέσσερα κυκλικά μονογράμματα, που μπορούν να διαβαστούν ως: Ανδρόνικος Ραούλ Ασάν(νης) Παλαιολόγος, παραπέμποντας, κατά πάσα πιθανότητα, στον φερώνυμο σεβαστοκράτορα, ανιψιό της αυτοκράτειρας Ειρήνης Ασάναινας Καντακουζηνής, συζύγου του Ιωάννη Στ΄. Κατά την εορτή του Αγίου επί της πλάκας του ιερού πραγματοποιούνται κοκοροθυσίες, τελετουργίες καθαρά παγανιστικής προέλευσης.
Το παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας, μπροστά από σπήλαια, στη βάση του απότομου βράχου του Καλέ, συνδέεται με πανάρχαιες, χθόνιες λατρείες, που αντανακλώνταν στην πρόσδεση σε δένδρο κλωστών και κομματιών ρούχων, ως ταμάτων, αλλά και την ιαματική δράση του ύδατος παλαιάς λαξευτής δεξαμενής. Από το παλαιό ναΰδριο διατηρούνται το χαμηλό, σκοτεινό, καμαροσκέπαστο ιερό και η κτητορική λίθινη επιγραφή που δίνει έτος 1888, πιθανής επισκευής του ναϋδρίου.
Το παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους στη θέση μετοχίου της Μονής της Ζωοδόχου Πηγής της νήσου Άνδρου, αποτέλεσε πεδίο της ελληνοβουλγαρικής διαμάχης μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878. Ανάμεσα στις εικόνες ξεχωρίζει Οδηγήτρια, από το 1826, καθώς και εικόνα του πάτρωνα του ναϋδρίου, από το 1885.
Το μικρό, πλινθόκτιστο παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου, στη συνοικία της Πυροστιάς κτίστηκε δίπλα σε παλαιό, ιερό πηγάδι και συνδεόταν, όπως και άλλοι ιεροί τόποι της περιοχής, με κουρμπάνια, δηλαδή ζωοθυσίες προς τιμήν του Αγίου πάτρωνα. Ιδιαίτερη σημασία για τους πιστούς έχουν, ακόμη, τα παλαιά παρεκκλήσια των Αγίων Φωτεινής, Κυριακής και Παρασκευής, στα περίχωρα της πόλης και του Αγίου Νικολάου, εντός του κάστρου. Παρότι σώζει ελάχιστα, ιστορικές μνήμες φέρει το αγιοταφικό μονύδριο της Ζωοδόχου Πηγής, που πιθανώς συνδέεται με τη θαυματουργή ίαση του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου, το 1330, ενώ μικρό νεωτερικό προσκυνητάρι οριοθετεί τη θέση του αρχαίου ναού του Αγίου Νικολάου, του εκτός των τειχών.
Στο κέντρο της σύγχρονης πόλης επιβάλλεται με την παρουσία του ο προσφάτως ανεγερθείς ναός της Παναγίας Ελευθερώτριας, με τον τεράστιο τρούλο, το στιβαρό, ιδιαιτέρως υψηλό κωδωνοστάσιο και τις βυζαντινότροπες τοιχογραφίες στο εσωτερικό.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΡΙΑ: Η Χρυσή Εκκλησία του Διδυμοτείχου
ΠΑΝΑΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΡΙΑ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
Η ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
Η παρουσία των Εβραίων στο Διδυμότειχο μπορεί να αναχθεί στα χρόνια πριν την Άλωση, ενώ από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ο πληθυσμός και η συμμετοχή του στην τοπική κοινωνική και οικονομική ζωή είχαν αυξηθεί κατά πολύ. Η Συναγωγή ήταν ένα κτίριο σε «σεφαραδικό» ρυθμό, του οποίου το εσωτερικό κορυφωνόταν στον εδραζόμενο σε τέσσερις κίονες κεντρικό ψευδοθόλο. Σήμερα, δίπλα στα συντηρημένα ερείπια υψώνεται μνημείο από γρανίτη, που τοποθέτησε ο Δήμος Διδυμοτείχου για να θυμίζει την τρομακτική θυσία του Ολοκαυτώματος.
ΝΑΟΙ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ
Ο χαρακτήρας του πολυπολιτισμικού, παραδοσιακού Διδυμοτείχου αντανακλάται, αποσπασματικά έστω, μέσα και γύρω από το κάστρο, σε δεκάδες κτιρίων, πολλά από τα οποία έχουν κηρυχθεί διατηρητέα, αλλά και στις μικρές πλατείες, τις απότομες κλίσεις των στενών λιθόστρωτων, τις γωνίες που ξαφνιάζουν με αυτό που φανερώνουν κ.λπ.
Στα λαϊκά κτίσματα διακρίνονται επιρροές από την αρχιτεκτονική της Ανατολικής Θράκης και της Ροδόπης. Χαρακτηρίζονται από την αδιαφορία για τη συμμετρία, την κατασκευή από λίθους και λασποκονίαμα στη βάση και «τσατμά» στην ανωδομή, δηλαδή ξύλινο πλαίσιο και πλήρωση από ωμές πλίνθους (κιρπίτσια), συχνά με ξυλεπένδυση στις ορατές επιφάνειες, ενώ στο «σαχνισί», το τμήμα του ορόφου που προέχει στο δρόμο, αλλά συχνά και στις μεσοτοιχίες χρησιμοποιείται ελαφριά κατασκευή, το «μπαγδατί». Αντιπροσωπευτικά κτίρια είναι η παλαιά αρμενική οικία, στην είσοδο του κάστρου, με καμπύλη επίστεψη της περίφραξης και τοιχογραφημένη μετώπη, που δίνει χρονολογία 1893, το παλαιό εβραϊκό ισόγειο ξυλεπένδυτο κτίσμα της οδού Θεοφίλου 2, με κεντρική συμμετρία και ευρεία, υποχωρημένη τοξωτή είσοδο, όπως και η διώροφη με διπλό σαχνισί, συμμετρική οικία έναντι του Αγίου Αθανασίου, τυπική της αρχιτεκτονικής της Ροδόπης.
Τα νεοκλασικά κτίρια του Διδυμοτείχου έχουν ανεγερθεί στην πλειοψηφία τους κατά τα τέλη του 19ου ή τις αρχές του 20ου αιώνα, συνιστώντας μία μάλλον ύστερη και έμμεση έκφανση του ρεύματος. Η πρόσοψη και η τυπολογία τους διαμορφώνονται συνήθως με συμμετρία. Η λαξευμένη λιθοδομή ή η οπτοπλινθοδομή κυριαρχούν στις τοιχοποιίες, παρότι συχνά ο τσατμάς προτιμάται στις μη ορατές όψεις. Τα κτίσματα κοσμούνται με στοιχεία, όπως προέχοντες περιμετρικούς κοσμήτες που προβάλλουν τα επίπεδα των δαπέδων, ψευδοπεσσούς με τα πεσσόκρανά τους, γραπτή μίμηση της ισόδομης δόμησης, μετώπες, αετώματα και μεταλλικούς εξώστες, ενώ η ώχρα επικρατεί στις προσόψεις. Κάποτε η νεοκλασική αυστηρότητα εμπλουτίζεται με εκλεκτικιστικά δάνεια.
Το επιβλητικό, εβραϊκό προβιομηχανικό κτίριο των αδελφών Τζίβρε, σήμερα ιδιοκτησία Π. Πατσουρίδη, παλαιά οικία και κουκουλόσπιτο, φέρει καταστήματα στο ισόγειο. Εδώ, οι συγκλίνουσες προσόψεις συνδυάζουν εμφανή νεοκλασικά και εκλεκτικιστικά στοιχεία, που κορυφώνονται σε μετώπη με καμπύλη αρχικά επίστεψη. Το κτίριο Γιουρτσόγλου, στην οδό Βατάτζη είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της τοπικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, όπου η ρυθμικά οργανωμένη πρόσοψη με τις παραστάδες με βάσεις και επίκρανα, τις σταγόνες του γείσου, το κτιστό στηθαίο με την κυματιόσχημη απόληξη κ.λπ. έρχεται σε ευκρινή αντίθεση με την ασυμμετρία της ξυλεπένδυτης πίσω όψης.Η οικία Σιναπίδη εκμεταλλεύεται την εδαφική κλίση, προβαλλόμενη έντονα στο δρόμο, ενώ συνδυάζει την ασύμμετρη, σε σχήμα γάμμα κάτοψη με τα νεοκλασικά στοιχεία στο εξωτερικό και το τοιχογραφημένο εσωτερικό.
Το Α΄ Δημοτικό Σχολείο είναι ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο, που ανεγέρθηκε το 1911 από τον αρχιτέκτονα Δ. Βαρβέρη, με τη διάρθρωση των ορόφων προβαλλόμενη με προέχοντες κοσμήτες, την αυστηρή συμμετρία σε όψεις και τυπολογία, όπως και άλλα νεοκλασικά στοιχεία όπως ζωφόρους, ψευδοπεσσούς και κυριαρχία της ώχρας. Από την άλλη, το Β΄ Δημοτικό Σχολείο, από το 1933, αποτελεί ένα αυστηρό, πλατυμέτωπο, τυπικό εκπαιδευτικό κτίσμα του μεσοπολέμου.
Τα «βιομηχανικού τύπου» κτίσματα στέγαζαν δραστηριότητες όπως η σηροτροφία και η επεξεργασία των καπνών και μοιάζουν με τα κουκουλόσπιτα του Σουφλίου. Χαρακτηρίζονται από το κυβικό κέλυφος με την ανεπίχριστη οπτοπλινθοδομή και τη συμμετρική απλότητα στο εξωτερικό, με την κυριαρχία των ενιαίων, λειτουργικών εσωτερικών χώρων.
Οι προσφυγικές κατοικίες του «Νέου Συνοικισμού» είναι τυποποιημένα ισόγεια, πλατυμέτωπα κτίρια με ευκρινή συμμετρία, συχνά αναπτυσσόμενα δύο μαζί, παρατακτικά, με λιτή χρήση νεοκλασικών στοιχείων και υποχωρημένο χαμηλό εξώστη με επίμηκες, καμπύλο στο κάτω του πέρας μέτωπο. Στην κεντρική οδό της 25ης Μαΐου παρατηρούνται πλουσιότερες οικίες, που επιδεικνύουν επιρροές «αποικιακής» αρχιτεκτονικής.
Οι τελευταίες πραγματικές «λαϊκές» κατοικίες εμφανίζονται λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χαρακτηρίζονται από το ευρύ ημιυπόγειο, το υπερυψωμένο ισόγειο με συμμετρικά παράθυρα και τον υποχωρημένο εξώστη, με υψίκορμα παράθυρα στα πλάγια, που έδιναν τη δυνατότητα έλεγχου του εισερχομένου.
ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ / ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ
Ο «πύργος του ρολογιού» ανεγέρθηκε το 1869, λίγο ψηλότερα από την αντίστοιχη παλαιά ξύλινη κατασκευή. Η στιβαρή, προσεκτικά λαξευμένη γκρίζα λιθοδομή σώζει το μεγαλύτερο τμήμα της, ενώ άκομψο νεωτερικό δώμα από σκυρόδεμα αντικατέστησε τη θολωτή κατασκευή της στέψης. Σύμφωνα με πληροφορία του Γάλλου C. Sayger, από το 1829, ο μηχανισμός του ρολογιού ήταν δώρο του βασιλέως της Σουηδίας Καρόλου ΙΒ΄.
Ο Δήμος Διδυμοτείχου αγόρασε σειρά ιστορικών κτισμάτων της πόλης και τα αποκατέστησε σε νέες χρήσεις πολιτισμού. Η ξυλεπένδυτη Οθωμανική Σχολή Ιππικού είναι πλέον το «Κέντρο Θρακικών Ερευνών». Εδώ, η συμμετρία στην πρόσοψη αντιπαρατίθεται με την ποικιλοτροπία στις κατόψεις και τις αρχικές χρήσεις. Τρίτος, περιορισμένος όροφος-σοφίτα διαγράφεται σε διπλά προέχον σαχνισί με κομψή αετωματική επίστεψη, ενώ οι φραγκολεβαντίνικες επιρροές είναι εμφανείς στα ξύλινα διακοσμητικά στοιχεία της πρόσοψης.
Ο «παραδοσιακός φούρνος», δίπλα στην είσοδο στο κάστρο, αναπτύσσεται γύρω από την κεντρική εστία με το διπλό στόμιο. Διατηρείται η σκούφια, ενώ χρονολογία, χαρακτή στο μέτωπο του λίθινου πάγκου δίνει το έτος επισκευής, 1880.
Η «Πινακοθήκη Παραδοσιακών Ζωγράφων», γνωστή ως «Καστρινό», είναι μία τυπική, διώροφη βαλκανική οικία του ύστερου 19ου αιώνα με μικτή κατασκευή, εν μέρει ξυλεπένδυτη και με ρηχό σαχνισί προς την πλευρά του δρόμου.
Τα γραφεία Πολιτισμού του Δήμου, στην οδό Κανάρη, στεγάζονται σε διώροφο, ασύμμετρο ξυλεπένδυτο κτίριο, το μισό αρχικού μεγαλύτερου, με τσατμά, μπαγδατί και έντονη προβολή τμήματος του ορόφου στο δρόμο.
Το Τουριστικό Περίπτερο, ένα λαϊκό κτίσμα από τσατμά, έχει μονώροφη πρόσοψη και διώροφη πίσω όψη, ιδιαιτερότητα συνήθη στον Καλέ, λόγω της έντονης κλίσης του εδάφους. Η εκτεταμένη ξυλεπένδυση και οι ξυλόγλυπτες οροφές αντανακλούν την ακμή της πόλης στις αρχές του 20ου αιώνα.
Τα ξυλεπένδυτα κτίρια της Εταιρείας των Ανατολικών Σιδηροδρόμων ανεγέρθηκαν βάσει των μελετών που είχαν εκπονήσει μηχανικοί του ρωσικού στρατού κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-1878. Οι ιδιαιτερότητες στην κατασκευή προδίδουν τόσο τον προορισμό των κτισμάτων όσο και την προέλευση των δημιουργών. Τα κτίρια αποκαταστάθηκαν ως βάση του Δημοτικού «Κέντρου Διεθνών Συναντήσεων Νέων Εικαστικών Καλλιτεχνών Ανατολικοευρωπαϊκών χωρών», υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού. Σήμερα, το διώροφο «Σταθμαρχείο», η ιδιαιτέρως επιμήκης, ξύλινη αποθήκη με το «δίκλιτο» κτιστό υπόγειο και ο μικρός Γαλλικός «μπουφές» λειτουργούν ως χώροι φιλοξενίας, δημιουργίας και καλλιτεχνικών εκθέσεων.
Το Στρατιωτικό Μουσείο, μία επιβλητική, πλατυμέτωπη τριώροφη πλινθοκατασκευή ήταν αποθήκη που ανεγέρθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από Ιταλό αρχιτέκτονα, σύμφωνα με την παράδοση. Εδώ, συμμετρικά ανοίγματα διαρθρώνουν τις χρωματισμένες με απαλή ώχρα επιφάνειες των τοίχων. Ο Δήμος Διδυμοτείχου αποκατέστησε το κτίριο και το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης είναι υπεύθυνο για τη μόνιμη έκθεση.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ – ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
Το ιδιότυπο κτίριο Παπαζιάν, στην κεντρική πλατεία της πόλης, αποτελείται από δύο μέρη, καθώς μπροστά από το παλαιό οθωμανικό κτίσμα, πιθανώς χάνι, προστέθηκε, στις αρχές του 20ου αιώνα διώροφη αρμενική κατοικία, με κατοικία στον όροφο και καταστήματα στο ισόγειο. Το κτίσμα θα αποκατασταθεί σε χρήσεις πολιτιστικού τουρισμού.
Ο δημοτικός ξενώνας της «Μαλαματής» είναι ένα από τα παλαιότερα παραδοσιακά κτίρια του Διδυμοτείχου. Οι ορατές πλευρές καλύπτονται από ξύλινες σανίδες, ενώ το τολμηρά προέχον σαχνισί, τα τοξωτά παράθυρα και η γοητευτική αναρχία σε τυπολογία και μορφή αναδεικνύουν τη μοναδικότητα του μνημείου.
Η Δημοτική Πινακοθήκη Δημητρίου Ναλμπάντη, αστική οικία και εργαστήριο φαρμακευτικής του μεσοπολέμου, εντός του κάστρου, εκθέτει τοιχογραφίες και φορητούς πίνακες, δωρεά του δημιουργού τους, διάσημου διδυμοτειχίτη ζωγράφου προς την πόλη, ενώ λειτουργεί, επίσης, ως εργαστήρι για παιδιά, αλλά και ως συμβολική είσοδος στην ιστορία της βυζαντινής καστροπολιτείας.
Δημοτική Πινακοθήκη Διδυμοτείχου «Δημήτρη Ναλμπάντη»
Οι Καστροπολίτες σας παρουσιάζουν σε βίντεο την Πινακοθήκη του Δημητρίου Ναλμπάντη.
ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΜΟΥΣΕΙΑ :
Το Λαογραφικό Μουσείο στεγάζεται στο παλαιό αρχοντικό Χατζηβαρσάνη, κοντά στην είσοδο του κάστρου, όπου το λειτουργεί ο ομώνυμος σύλλογος. Στο αποκατεστημένο, ύστερο νεοκλασικιστικό-εκλεκτικιστικό κομψοτέχνημα, τρεις όροφοι στεγάζουν μία πλούσια συλλογή του κατά παράδοσιν βίου του αστικού Διδυμοτείχου και της αγροτικής του περιφέρειας, κυρίως από το β΄ μισό του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Λαογραφικό Μουσείο Διδυμοτείχου
Το Εκκλησιαστικό Μουσείο, στο υπόγειο του ναού της Παναγίας Ελευθερώτριας, διαθέτει μία εκτεταμένη, αξιόλογη συλλογή εικόνων και άλλων ιερών αντικειμένων, που ξεκινά από το τέλος του Βυζαντίου και περικλείει τις σημαντικές στιγμές της θρησκευτικής τέχνης της ευρύτερης περιοχής.
Το Βυζαντινό Μουσείο, που άνοιξε τις πύλες του προσφάτως στεγάζει τα αντικείμενα του πολιτισμού της περιοχής, στην ιστορική του εξέλιξη, από τους προϊστορικούς μέχρι τους ύστερους μεταβυζαντινούς χρόνους, με έμφαση στη Βυζαντινή περίοδο.
Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου
Ταξιδεύοντας στα δυτικά του Διδυμοτείχου και στα νότια του Ερυθροποτάμου, σε απόσταση 3 χλμ. από την πόλη, συναντάμε σε ένα κατάφυτο και ειδυλλιακό μέρος το προσκύνημα του Άη-Βλάση. Στον χώρο έχουν αποκαλυφθεί επάλληλα εκκλησιαστικά κτίσματα των Παλαιοχριστιανικών και Μέσων Χρόνων. Με το σύνολο σχετίζεται ο μύθος της «όρνιθας που δεν στέκει», καθώς, ενώ ετοιμαζόταν ως γεύμα, αυτή ζωντάνεψε και πέταξε, για να αποδείξει στον δύσπιστο αυτοκράτορα ότι το απόρθητο κάστρο αλώθηκε από τους Τούρκους· η συλλογική μνήμη αναβίωνε κατά την εορτή του Αγίου, στις 11 Φεβρουαρίου, με τις ιπποδρομίες των «άη-Βλασιτών» που μετέφεραν τα δυσάρεστα νέα.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΣΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
Αμέσως πριν το χωριό Κουφόβουνο, το σπήλαιο της Βούβας εντυπωσιάζει με τον ευρύ χώρο των 1280 τ.μ. και τον μεγάλο κύριο θάλαμο, με τους σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Η συνεχής, από τη νεολιθική περίοδο εγκατοίκηση τεκμηριώνεται από την συλλεγείσα κεραμική· το σπήλαιο, όπως και η κορυφή του λόφου προβάλλουν την παρουσία τους και κατά τους ιστορικούς χρόνους.
ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
Στο νότιο άκρο του χωριού, η τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική του Προφήτη Ηλία γνώρισε περιπέτειες μέχρι τα εγκαίνιά της, το 1900. Εφαπτόμενο νεωτερικό κωδωνοστάσιο και ανοικτό προστώο διαφοροποίησαν τη μορφή και παρουσία του μνημείου. Στο εσωτερικό, στις εικόνες από τα τέλη του 19ου αιώνα προστίθενται παλαιότερες, αγιογράφων από την Αδριανούπολη, όπως και άλλες, που οι πρόσφυγες έφεραν από την Ανατολική Θράκη.
Στον Άγιο Δημήτριο Κυανής, μία μικρή, δίκλιτη εκκλησία από το έτος 1868, σχήματος γάμμα σε κάτοψη, ξεχωρίζουν οι δεσποτικές εικόνες του Αδριανουπολίτη αγιογράφου Στεφάνου, στην πλειοψηφία τους αφιερώματα των συντεχνιών του σημαντικού τότε οικισμού, όπως και παλιές ρωσικές εικόνες, στο επιστύλιο του τέμπλου.
Στο παλαιό νεκροταφείο του χωριού, όπως και στα κοιμητήρια των άλλων οικισμών της περιοχής, σώζονται αξιόλογες επιτύμβιες στήλες των ύστερων μεταβυζαντινών χρόνων, από τις οποίες η παλαιότερη γνωστή, από το 1691, βρίσκεται στους Μεταξάδες. Κάποιες φέρουν χαρακτές παραστάσεις των τεθνεώτων, με τις απασχολήσεις τους, κρατώντας τα σχετικά εργαλεία, αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτόν τη γοητευτική πολυμορφία της λαϊκής έκφρασης κατά το 19ο αιώνα.
Στο μέσον του ρου του Ερυθροποτάμου, μεταξύ των αρχαίων θέσεων στην ευρύτερη περιοχή των Βρυσικών, πιθανώς του βυζαντινού Υδροχωρίου, σημαντικότερη είναι το «Ζιντάν (ή Ζωντάν) τεπέ», ο «λόφος της φυλακής», που χαρακτηρίζεται από πιθόσχημη, βαθιά λαξευτή δεξαμενή, λαξευτά στον βράχο, κλίμακες, θεμέλια κτισμάτων και λοιπές κατασκευές, όπως και ίχνη αρχαίου λατομείου και θρακικής οχύρωσης. Ο οικισμός, που από την ευρεθείσα κεραμική φαίνεται ότι υφίσταται ήδη από τη Νεολιθική περίοδο, γνωρίζει την ακμή του μετά τον 6ο π.Χ. αιώνα.
Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου των Βρυσικών, από το 1850, αποτελεί, κατά την κτητορική επιγραφή, εκ βάθρων «ανακαίνιση» που παλαιότερου. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική, καλυπτόμενη με βαριές λιθόκτιστες καμάρες, που φέρονται από ογκώδεις λίθινους κίονες. Πίσω από το ιερό κείνται, όπως συμβαίνει ευρύτατα στην περιοχή, ενδιαφέροντες επιτύμβιοι λίθοι προσώπων ιερατικών οικογενειών. Στον ίδιο οικισμό η Λαογραφική Συλλογή, στεγασμένη στο παλαιό Δημοτικό Σχολείο προβάλλει την ιστορία και την παράδοση της τόσο πλούσιας σε πολιτισμικές εκφάνσεις περιοχής.
Παρόμοια με το ναό των Βρυσικών, αλλά με βαρύτερες αναλογίες είναι η τρίκλιτη, επίσης καμαροσκέπαστη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο γειτονικό χωριό Ασπρονέρι, που ανεγέρθηκε ή ανακαινίσθηκε το 1857.
Στον ταπεινό, λιθόκτιστο, μονόκλιτο ναό του Αγίου Δημητρίου Σαύρας, μόνον η εξέχουσα κόγχη του ιερού δηλώνει τη λειτουργία του χώρου. Στο εσωτερικό διακρίνονται ίχνη τοιχογραφιών με λιτά μοτίβα, ενώ η Τράπεζα φέρει χαρακτά τα αρχικά των ονομάτων των δωρητών και αφιερωτών του ναού και των προγόνων τους.
Η περιοχή επί της οριογραμμής Ελλάδας και Βουλγαρίας παρουσιάζει μία μακροχρόνια οικοδομική παράδοση, βασισμένη στον ντόπιο μαλακό ασβεστόλιθο και τη φήμη της τέχνης που συνοδεύει τους μαστόρους της πέτρας από το μεγαλύτερο χωριό, τους Μεταξάδες. Εδώ, όπως και στα γειτονικά χωριά, το Αλεποχώρι, την Αβδέλλα, το Παλιούρι, αλλά και το Μπελοπόλιανε, το παλαιό ελληνικό Άκ-αλαν, σήμερα στη Βουλγαρία, τα κτίρια έχουν κατασκευαστεί με λαξευτή υποκίτρινη πέτρα, συναρμοσμένη με ακρίβεια και με σοφή χρήση των ξύλινων στοιχείων.
Άγιος Αθανάσιος Αλεποχωρίου Διδυμοτείχου – Μεταβυζαντινός Ναός
Στις παρυφές των οικισμών αυτών, στα κοιμητήρια, ο επισκέπτης ξαφνιάζεται από μία απρόσμενη συνάντηση με την ιστορία της χριστιανικής τέχνης, σε τρεις ναούς από τα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα, τον Άγιο Αθανάσιο Μεταξάδων, την Αγία Παρασκευή (ή Άγιο Παντελεήμονα) Παλιουρίου και τον Άγιο Αθανάσιο Αλεποχωρίου. Όλοι τους είναι κατασκευασμένοι από τον τοπικό ημικατεργασμένο ασβεστόλιθο και κατά την προφορική παράδοση αρχικά ήταν καταχωσμένοι. Είναι χαμηλοί και σκοτεινοί, καθώς το φως εισέρχεται μόνο από μικρούς φεγγίτες στη στέγη, δίχως εξωτερικές επιγραφές, διακοσμητικά ή άλλα στοιχεία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τον κατακτητή. Η αψίδα του ιερού ή και κάποιος λιτός χαρακτός σταυρός είναι συνήθως τα μόνα που φανερώνουν την ύπαρξη λατρευτικού κτίσματος. Οι ναοί είναι μονόκλιτοι και αρχικά δεν είχαν οροφή. Ο γυναικωνίτης-νάρθηκας χωρίζεται από τον κυρίως ναό με ξύλινο επιχρισμένο τοίχο με καφασωτά ή με συμπαγή τοιχοποιία.
Μεταξάδες Έβρου Τοπική κοινότητα
Σε αντίθεση με την ταπεινή τους εξωτερική εμφάνιση, στο εσωτερικό τους οι ναοί είναι κατάγραφοι με εξαιρετικές τοιχογραφίες, που χαρακτηρίζονται από την αμεσότητα της έκφρασης, την επίπεδη διαπραγμάτευση και τη χρωματική αντίθεση των παρατιθέμενων επιφανειών, ενώ κάποιες, όπως οι ιστάμενες μορφές στο Αλεποχώρι είναι πιο ιδεαλιστικές και ογκοπλαστικές. Στο ναό αυτόν η κτητορική επιγραφή δίνει χρονολογία κτίσης το 1729. Αλλού αναφέρεται η χορηγός Ζωγραφίνα από το γειτονικό Ορτάκιοϊ, το σημερινό Ιβάιλοβγκραντ, προσκυνήτρια των Αγίων Τόπων, ενώ την προσοχή έλκει η ιστάμενη μορφή του κυνοκέφαλου Αγίου Χριστοφόρου. Στους ναούς του Παλιουρίου και του Αλεποχωρίου η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας προσδίδει μοναδικότητα με τη ζωηρή και τολμηρή αποτύπωση της φαντασίας. Στον μικρό ναό των Μεταξάδων οι επιφάνειες ασβεστώθηκαν αβασάνιστα πριν από περίπου 40 χρόνια. Η κτητορική επιγραφή υπό την παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου παρέχει το όνομα του αρχιερέως Διδυμοτείχου, Ιερεμίου Β΄(τελευταία δεκαετία 17ου αιώνα).
Επιστρέφοντας προς το Διδυμότειχο, από τα βόρεια του Ερυθροποτάμου, συναντάμε σειρά ταφικών τύμβων. Οι τύμβοι αποτελούν σημαντικά μνημεία, που χαρακτηρίζουν τη Θράκη. Συχνά καλύπτουν προϊστορικούς οικισμούς, τάφους επώνυμων Θρακών ή καύσεις, ενώ χρονολογικά εκτείνονται από την εποχή του Χαλκού μέχρι τη Ρωμαιοκρατία. Βρίσκονται σε μεγάλους αριθμούς στα πεδινά, εκατέρωθεν του Ερυθροποτάμου. Σε ανασκαφέντα τύμβο δίπλα στον οικισμό της Λάδης βρέθηκαν καύσεις με ευρήματα υψηλής αξίας, ρωμαϊκής περιόδου, ενώ η παρουσία ανθρώπινης δραστηριότητας εδώ οδηγείται πίσω, μέχρι τους προϊστορικούς χρόνους. Λίγο ψηλότερα, στην περιοχή της Δόξας είχε αναπτυχθεί εκτεταμένος οικισμός της ρωμαϊκής περιόδου, όπως επιβεβαιώνεται από τα γλυπτά και λοιπά ευρήματα από την περιοχή.
Ο τάφος της Δάφνης Ελαφοχωρίου χρονολογείται στα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Είναι κτισμένος από τον πωρόλιθο των Μεταξάδων και κείται επί τεχνητού τύμβου. Απαρτίζεται από «δρόμο» και μικρό προθάλαμο, στεγασμένους με σαμαρωτές κεκλιμένες στέγες από μονολιθικές πλάκες, ενώ ο ταφικός θάλαμος καλύπτεται από ημικυλινδρικό λιθόκτιστο θόλο, κατασκευή που τον εντάσσει στους τάφους «μακεδονικού τύπου», αλλά με ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Από λιθόπλακες είναι, επίσης, κατασκευασμένα τόσο η νεκρική κλίνη όσο και το δάπεδο.
ΟΙ ΤΟΥΜΠΕΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Λίγα χιλιόμετρα προς τα ανατολικά, ο Άγιος Γεώργιος της Μάνης, κτισμένος το 1902, εκφράζει με τις διαστάσεις, το μπαρόκ υπερώον και τη διπλή σειρά των εικόνων του επιστυλίου του τέμπλου την ακμή του Ελληνισμού της Θράκης, που αναζητούσε την εθνική του χειραφέτηση.
Η γειτονική Καρωτή είναι το χωριό που περισσότερο από κάθε άλλο στην περιοχή φημίζεται για τη μουσική του παράδοση, με γνωστότερο εκπρόσωπο τη φωνή της Θράκης, τον μεγάλο Χρόνη Αηδονίδη, αλλά και τους Κ. Δοϊτσίδη, Β. Δημούδη και άλλους.
Ταξιδεύοντας στα βόρεια και ανατολικά του Διδυμοτείχου, ο τύμβος της Θυρέας, από τους μεγαλύτερους της Δυτικής Θράκης, οριζόταν από κτιστή κρηπίδα. Οι αποκαλυφθείσες καύσεις των ιστορικών χρόνων απέδωσαν ενδιαφέροντα ευρήματα της εποχής, ενώ, επίσης ήρθαν στο φως προϊστορικές κατασκευές, κεραμική και εργαλεία. Στους πρώιμους (4ος αι. π.Χ.) τάφους του Ρηγίου, οι ταφικοί θάλαμοι είναι κτισμένοι με ντόπιους λίθους και καλύπτονται από οριζόντια τοποθετημένες πλάκες. Η είσοδος σε αυτούς επιτυγχάνεται μέσω προθαλάμου, ενώ στη μία περίπτωση προηγείται απλός «δρόμος».
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΑΕΤΟΙ στον ΤΥΜΒΟ της Θυρέας Διδυμοτείχου
Μόνο λίγα ερείπια, σε κακή κατάσταση διατηρούνται από τα παλαιά Οθωμανικά λουτρά στο χωριό του Ρηγίου.
Το κάστρο του Πυθίου, του βυζαντινού Εμπυθίου, αποτελεί ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα επιτεύγματα της μεσαιωνικής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής, με εμφανείς δυτικές επιρροές. Η κατασκευή συνίστατο από τρεις πύργους, που συνδέονταν μεταξύ τους με τείχισμα ικανού πάχους, ενώ εξωτερικό τείχος ενίσχυε την οχύρωση. Ο κεντρικός πύργος, ο μεγαλύτερος στα Βαλκάνια, μία στιβαρή τριώροφη κυβική κατασκευή, πιθανώς έφερε και τέταρτο, ελαφρύ όροφο, προέχοντα επί προβόλων. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός αναστήλωσε το κάστρο, προκειμένου να αποτελέσει το προσωπικό του καταφύγιο και θησαυροφυλάκιό του. Σε μικρή απόσταση από το κάστρο έλαβε χώρα μία κρίσιμη μάχη για την τύχη της Θράκης ανάμεσα στους ανταπαιτητές του βυζαντινού θρόνου, το Δεκέμβριο του 1352, στην οποία οι σύμμαχοι του Καντακουζηνού, Οθωμανοί Τούρκοι, εξήλθαν ως οι πραγματικοί νικητές.
Μέσα στο χωριό ο επισκέπτης μπορεί να προσκυνήσει το νεωτερικό κενοτάφιο του Κυρίλλου του Στ΄, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως έως το 1818, ο οποίος απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη τον Απρίλιο του 1821, πληρώνοντας με τη ζωή του το τίμημα για την Εθνεγερσία. Το σκήνωμα του εθνομάρτυρα ρίχτηκε στον ποταμό Έβρο, για να περισυλλεγεί κρυφά και να ταφεί από κάτοικο του Πυθίου στην αυλή του.
Στον γραφικό σιδηροδρομικό σταθμό του Πυθίου, με τα αποικιακού ρυθμού κτίρια δίπλα στη γέφυρα, τη μόνη που συνδέει σιδηροδρομικά την Ευρώπη με την Τουρκία και την Ασία, ένα λιτό μαρμάρινο Μνημείο θυμίζει τους Γάλλους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και την ανακωχή που οι Τούρκοι υπέγραψαν με τους Συμμάχους, σε μία από τις τελευταίες πράξεις του «Μεγάλου Πολέμου».
Το Ιστορικό Πύθιο
Στο γραφικό χωριό των μαστόρων της πέτρας, τους Πετράδες, ορθώνεται ο μεταβυζαντινός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου από το 1874, μία λιθόκτιστη τρίκλιτη βασιλική, όπου η λιθοδομή, σήμερα δυστυχώς επιχρισμένη, ποικίλλεται από επιπεδανάγλυφα μοτίβα, ενώ στο εσωτερικό διατηρούνται, τμήμα του παλαιού ξύλινου τέμπλου με ξύλινους φουστανελοφόρους, εικόνες από το 1834 και ο καμπύλος εξώστης που κλείνει με καφασωτά. Η παράδοση της πέτρας είναι, επίσης, εμφανής στο επιβλητικό κωδωνοστάσιο του ναού.
Στην παλαιά θέση του Πραγγίου, αρχαίου οικισμού στα ανατολικά του Διδυμοτείχου, ανασκάφηκε κατά τη δεκαετία του ’80 ένας ερειπωμένος, μικρός, μονόχωρος, καμαροσκέπαστος ναός των Μέσων Βυζαντινών χρόνων με δύο προσαρτημένα παρεκκλήσια και ταφές που φανερώνουν την ύστερη χρήση του χώρου. Βρέθηκαν έξοχης ποιότητας, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη από λίθινα υαλοστάσια, τέμπλο, όπως θωράκια, πεσσίσκοι, τμήματα επιστυλίου, λίθινα υαλοστάσια και άλλα, που προβάλλουν με ενάργεια τη βιωματική αλληλεπίδραση της περιοχής με την Κωνσταντινούπολη. Από εδώ προέρχεται επιτύμβια στήλη, της οποίας ο αναφερόμενος «Διογένης ὁ λαμπρ(ότατος) κόμ(ης)» έφερε τον τίτλο του «μεγαλοπρεπεστάτου» και ήταν ευεργέτης ελληνικών, ενώ εδώ είχε ανεγερθεί το Μαυσωλείο του Πραγγί Ισά Πασά, πατέρα του περίφημου Εβρενός μπέη, που υποδήλωνε και την καταγωγή της οικογένειας.
Λαογραφία
Η περιοχή του Διδυμοτείχου χαρακτηρίζεται περισσότερο από κάθε άλλη γωνιά της θρακικής γης από την πολυμορφία και την εκφραστικότητα του κατά παράδοση πολιτισμού της. Ο υλικός και ο πνευματικός βίος τόσο της υπαίθρου όσο και του αστικού κέντρου, του Διδυμοτείχου διαγράφουν αδρά την πορεία του χώρου σε αδιάλειπτη συνέχεια με το παρελθόν και σηματοδοτούν τη μοναδικότητα και τη συνθετότητά του. Αυτό που δείχνουν πάνω από όλα είναι ότι ο τόπος παραμένει, ακόμη και σήμερα, ένα διαρκές, ελκυστικό και ενεργό σταυροδρόμι πολιτισμών και επιρροών. Η τοπική κουζίνα, οι χοροί, η μουσική ή τα έθιμα μετάβασης είναι μόνο κάποιες από τις εκφάνσεις αυτής της αέναης κίνησης του τοπικού πολιτισμού και συνάμα τα αριστεία για τον επίμονο αναζητητή της γοητευτικής περιπλάνησης στην ψυχή του λαού της περιοχής.
Οι γεύσεις του τόπου
Η τοπική γαστρονομία ξεχωρίζει για τη συνθετική της ποικιλία, λαμβάνοντας πολλές επιρροές και παραστάσεις, που οσμίζεται ανατολική Θράκη, Ροδόπη, βορειοανατολική Θράκη, και Κωνσταντινούπολη, που τα συνδέει σε μία μοναδική εκδήλωση του θρακικού πολιτισμού, από τη κοτόπουλο με λάχανο τουρσί, τραχανά ή πληγούρι, τους καβουρμάδες, τις πίτες με κολοκύθι, γάλα, τυρί, σπανάκι ή κιμά, τους γκιουζλεμέδες και το ταρατόρι, τις τσιγαρίδες, τουρσί με πετεινο, λαχανοντομάδες με τουρσί, λουκάνικα, λαγγίτες, μικίκια, αριάνι, σαλιγκάρια με πληγούρι.
Πνευματική-πολιτιστική κίνηση
Το Κέντρο Πολιτισμού του Δήμου Διδυμοτείχου παρουσιάζει ένα πολύπλευρο έργο, με ποικίλες δραστηριότητες και εκδηλώσεις την ημέρα της Τσικνοπέμπτης, την οργάνωση της παρέλασης των καρναβαλιστών, τις πενθήμερες εκδηλώσεις με φεστιβάλ, τους αγώνες δρόμου κ.λπ. των Ελευθερίων της πόλης, τον Μάιο μήνα, τις τριήμερες γιορτές του Καλέ-Παναΐρ, όπου γιορτάζεται η θαυματουργή διάσωση της πόλης από Σταυροφόρους και Βουλγάρους, το μήνα Ιούνιο. Η εκδήλωση «Αυγουστιάτικο Φεγγάρι» πραγματοποιείται κατά τον συγκεκριμένο μήνα, ενώ τον Δεκέμβριο το «Άναμμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου» ακολουθείται από τις εξαήμερες εκδηλώσεις με τον τίτλο «Όλη η πόλη μια γιορτή» που λαμβάνουν χώρα στην κεντρική πλατεία του Διδυμοτείχου.
Το κέντρο Πολιτισμού πραγματοποιεί ξεναγήσεις στη Δημοτική Πινακοθήκη, φιλοξενεί παιδιά και ενήλικες στον ξενώνα της Μαλαματής, επιβλέπει τη λειτουργία της Φιλαρμονικής και την εκμάθηση οργάνων, όπως και τη συντήρηση, εξοπλισμό και λειτουργία των δημοτικών αθλητικών εγκαταστάσεων, εξυπηρετεί τους συλλόγους της πόλης και τις τοπικές κοινότητες του Δήμου, ενώ φροντίζει τους ίππους που του παραχωρήθηκαν.
Πολλοί άλλοι σύλλογοι δραστηριοποιούνται στην πόλη και τα χωριά του Δήμου, στους τομείς της παράδοσης, της προβολής της τοπικής ιστορίας, του πολιτισμού και του αθλητισμού, συνεχίζοντας έτσι το δυσχερές έργο της διατήρησης και ανάδειξης του ελληνοθρακικού πολιτισμού.
ΤΑ ΣΑΛΑΤΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΚΑΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΑΥΡΑ ΤΟΥ ΕΡΥΘΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
Δήμος Διδυμοτείχου
Πολιτιστικος Συλλογος Θεοδωρα Καντακουζηνη
Μπεης Λαογραφικός Σύλλογος
Πολιτιστικός Λαογραφικός Σύλλογος Διδυμοτείχου “Το Κάστρο”
Εκπολιτιστικός Λαογραφικός Σύλλογος Διδυμοτείχου “τα Δίδυμα Τείχη”
Ομιλος Ορφευς Διδυμοτειχου