ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ

Κείμενο του Αθανασίου Ι. Γουρίδη (Δρ πολιτικού μηχανικού-αρχαιολόγου)

Από το βιβλίο του με τίτλο : «Τα κρυμμένα πρόσωπα του Ιανού-Διδυμότειχο, μία αέναη περιπλάνηση» Έκδοση Δήμου Διδυμοτείχου 2018

Λίγο πριν ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση η πόλη βιώνει έναν ακόμη διχασμό. Στόχος είναι ο μητροπολίτης Άνθιμος, ο οποίος δέχεται τη σφοδρή επίθεση ομάδας προκρίτων και αναγκάζεται σε μετάθεση. Στη θέση του τοποθετείται, στις 9 Μαρτίου 1821 ο καταγόμενος από την Κρήτη, πρώην Δρύστρας και Προϊλάβου Καλλίνικος. Ο νέος ιεράρχης είναι επιφυλακτικός και πείθεται να δεχθεί τη θέση μόνο μετά από επίμονη απαίτηση του γέροντά του, Εθνομάρτυρα,  Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄. Είναι ασαφές εάν η περιοχή μένει χωρίς πνευματικό ηγέτη κατά την κρίσιμη τριετία που ακολουθεί, καθώς σε πατριαρχικό έγγραφο της 8ης Μαΐου 1824 συστήνεται στους προκρίτους του Διδυμοτείχου να δεχθούν φιλοφρόνως το νέο τους μητροπολίτη. Το Νοέμβριο του ιδίου έτους ο Καλλίνικος επιπλήττεται από τον επόπτη του, Ιγνάτιο Ηρακλείας, “διά την λύπην” που επανειλημμένα εξέφραζε για τον «περιορισμό» στο Διδυμότειχο, όπως και την επιθυμία του να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη λόγω σοβαρής ασθένειας. Κατηγορείται, επίσης, επανειλημμένα για ολιγωρία και αθέτηση συμφωνιών.

Το ταφικό παρεκκλήσι ή το καθολικό της μονής Παναγίας Οδηγήτριας δίπλα στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου

Ο Άγγλος Benjamin Barker, απεσταλμένος της προτεσταντικής Βιβλικής Εταιρείας επισκέπτεται το Διδυμότειχο στις 9 Μαΐου 1823. Τον υποδέχεται με θέρμη ο μητροπολίτης “Themotigho Kalinikas”, κάτι που παραξενεύει, καθώς ο Καλλίνικος εμφανίζεται να λείπει εκείνο το διάστημα. Ο μητροπολίτης, ο οποίος περιγράφεται ως λογικός και καλόψυχος άνθρωπος παρουσιάζει τον ξένο με τα καλύτερα λόγια στη Δημογεροντία. Ο Barker μνημονεύει τα ερείπια του αρχαίου κάστρου στον Καλέ και τις «κατακόμβες», δηλαδή τα λαξευμένα σπήλαια, τα οποία από τότε αποτελούσαν κατοικίες των φτωχών. Κοντά στο Επισκοπείο συναντά την ειρκτή που περιγράφεται επανειλημμένα στα επόμενα χρόνια από Δυτικούς επισκέπτες και αναφέρεται στους Γάλλους αξιωματικούς που μόλις πριν 20 περίπου έτη ήταν φυλακισμένοι εκεί. Κοντά στη φυλακή συναντά υπόγειο με είσοδο τόσο μικρή ώστε να μπορεί να περάσει μόνο ένας άνθρωπος, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως κάτεργο για ειδεχθή εγκλήματα. Το Διδυμότειχο έχει 700 ελληνικές οικίες και δύο ναούς, ενώ ολόκληρη η περιοχή της Μητροπόλεως αριθμεί 4.000 ελληνικά σπίτια. Προς μεγάλη του έκπληξη ο Barker αντικρίζει ρολόι επάνω σε πύργο, το πρώτο που συναντά στην Τουρκία και το οποίο θα μνημονεύσει και ο Sayger, έξι χρόνια μετά. Η τετραήμερη διαμονή του Άγγλου στο Διδυμότειχο του είναι τόσο ευχάριστη που με λύπη εγκαταλείπει την πόλη.

Για τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην πόλη και την περιοχή της κατά την έκρηξη της Επανάστασης δεν διαθέτουμε τεκμηριωμένα στοιχεία. Γεγονός είναι ότι λόγω της εγγύτητας προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά και του συμπαγούς και ανθούντος ελληνικού στοιχείου του, το Διδυμότειχο προέβαλλε ως εξιλαστήριο θύμα για την εκτόνωση της αντεκδικητικής οργής των Τούρκων. Η παράδοση θέλει τους χριστιανούς που σφάχτηκαν στην πόλη τον Απρίλιο του 1821 να είναι τόσο πολλοί, αλλά και τις καταστροφές που υπέστη αυτή από το φανατισμένο όχλο τόσο εκτεταμένες, ώστε από τότε να χρονολογείται η κατάπτωση των δύο σημαντικότερων «βιομηχανιών» της πόλης, της αγγειοπλαστικής και της μεταξουργίας. Εκτεταμένες σφαγές και καταστροφές αναφέρονται, επίσης, σε γειτονικά χωριά, όπως το Ισάκ-Πασά (Ισαάκιο), το Σεϋμέν (Ασημένιο) και το Λαλά-Κουρουσού. Προσωπική άποψη είναι ότι η κατάπτωση οφείλεται κυρίως σε άλλο αίτιο: το 1826 διατάσσεται από τον σουλτάνο Μαχμούντ Β΄ η κατάργηση του σώματος των γενίτσαρων και του στενά συνδεόμενου με αυτό, μπεκτασικού τάγματος. Το διάταγμα αυτό αποτέλεσε την απαρχή της απηνούς δίωξης των  παλαιών θεσμών και των εκπροσώπων τους, της δήμευσης περιουσιών, της κατεδάφισης τεκέδων και άλλων καθιδρυμάτων και συνετέλεσε στην οικονομική και πνευματική παρακμή της παλαιάς και ένδοξης πόλης του Διδυμοτείχου, που ήταν συνυφασμένη  με την ετερόδοξη ισλαμική παράδοση.

Το γεγονός αυτό δεν αίρει το εύλογο της άποψης ότι η πόλη πλήρωσε ακριβά το τίμημα της εξέγερσης. Αντιμετωπίζοντας ενεργά την κατάσταση η εκκλησία διαθέτει σοβαρά ποσά «εις ελευθέρωσιν σκλάβων», όπως και για νεκροθάφτες λοιμικών νόσων (μόρτυδες). Η εξαγορά σκλάβων από την εκκλησία, την κοινότητα ή από εύπορους πολίτες επαναλαμβάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, καθώς δεν είναι σπάνιο φαινόμενο οι απαγωγές νεαρών, κυρίως, κοριτσιών, στις πλείστες των περιπτώσεων λόγω κάποιου απαγορευμένου έρωτα και η εξισλάμισή τους, που κατέληγε σε γάμο με κάποιον πλούσιο Τούρκο ή στην πώλησή τους ως σκλάβων. Αρκετές νέες απελευθερώνουν, επίσης, οι Ρώσοι κατά την κάθοδό τους, το 1829.

Από την άλλη, παρότι η γειτνίαση με την Κωνσταντινούπολη και το πεδινό του εδάφους δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη ένοπλου οργανωμένου απελευθερωτικού κινήματος, ο τόπος συμμετέχει στον αγώνα του έθνους. Ο καπετάν Λάζος καταγόταν από το Διδυμότειχο και σύμφωνα με την παράδοση σκοτώθηκε με προδοσία στον υδρόμυλο Τζιρώνη, δίπλα στην Αγία Μαρίνα. Ο Θανάσης Μπελιάς ή Καράμπελιας από την Κορνοφωλιά, ένας από τους πολλούς Φιλικούς Θράκες είχε σχηματίσει αντάρτικη ομάδα στη Γκύμπραινα. Με την έκρηξη της Επανάστασης ανέβηκε με το σώμα του στις Ηγεμονίες, πολέμησε στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη ως υπασπιστής του και μετά από περιπέτειες κατευθύνθηκε προς τη νότια Ελλάδα. Εντούτοις, έπεσε σε ενέδρα Τουρκικών στρατευμάτων, συνελήφθη και απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη, αναγόμενος σε θρύλο, ενώ ο θάνατός του τραγουδήθηκε από τη λαϊκή μούσα. Από το ίδιο χωριό καταγόταν ο Δημητράκης Μπατζάκογλου ή Λογοθέτης, ο οποίος συμμετείχε ως εθελοντής στον αγώνα του Έθνους και το 1832 παρασημοφορήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση. Ο Γιαννακούδης –Καρακατσάνης επίσης πολέμησε στη Μολδοβλαχία, στη νότια Ελλάδα και αργότερα επέστρεψε στην Κορνοφωλιά.

Η παράδοση αναφέρει ακόμη την εξέγερση και τη διήμερη νικηφόρα μάχη των κατοίκων των Λαβάρων, στις 2 Μαΐου 1821 εναντίον σημαντικής Τουρκικής δύναμης στη θέση Κουρί. Η ιστορία αυτή συνδέθηκε μεταγενέστερα με την ανέγερση του ναού του Αγίου Αθανασίου και με το όνομα του χωριού, παρότι αμφότερα απέχουν από την πραγματικότητα. Η πρώτη αποτέλεσε προϊόν συντεταγμένης ναοδομικής δραστηριότητας που ξεκινά το 1834, με την ανέγερση σημαντικού αριθμού ναών (ως αποτέλεσμα της νέας, καθ’υποχρέωση φιλελευθεροποίησης της πολιτικής της Υψηλής Πύλης) ενώ το όνομα Λάβαρα αποτελεί την απόδοση στα ελληνικά, κατά την ονοματοθεσία που έγινε το 1921, του αναφερόμενου ήδη από τον 15ο αιώνα και κατ’επανάληψη ονόματος του οικισμού,  Σαλτίκ(ιοϊ).

Ο Εθνοιερομάρτυρας Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄

Ο εθνομάρτυρας Κύριλλος ΣΤ΄] γεννήθηκε στην Αδριανούπολη και κατείχε τον οικουμενικό θρόνο από τον Μάρτιο του 1813 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1818, όταν παραιτήθηκε και επέστρεψε στη γενέτειρά του. Με την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης συνελήφθη και την 18η Απριλίου 1821 απαγχονίστηκε. Το σκήνωμά του, μαζί με εκείνα 29 κληρικών και προκρίτων που θανατώθηκαν μαζί του ρίχτηκε στον ποταμό Έβρο για να ξεβραστεί κοντά στο χωριό Ομούρ Μπέη, το σημερινό Χειμώνιο. Εκεί το περισυνέλεξε ο Χρήστος Τσιορμπατζής από το Πύθιο, μετά από πληροφορία Αδριανουπολίτη εμπόρου, ο οποίος το είχε ανασύρει και θάψει προχείρως. Ο Τσιορμπατζής μετέφερε το λείψανο κρυφά στο Πύθιο και το ενταφίασε στο μαγειρείο της οικίας του. Το 1833 τα οστά μεταφέρθηκαν στην Αδριανούπολη και τοποθετήθηκαν σε λάρνακα στο μητροπολιτικό ναό της πόλης, ενώ στη θέση του τάφου κτίστηκε κενοτάφιο. Μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, το 1922, τα οστά μεταφέρθηκαν σε μονή της Θεσσαλονίκης. Οι χωρικοί διηγούνταν τα θαύματα του Αγίου και τις νυχτερινές του εμφανίσεις, ιδίως στα μέλη της οικογένειας Αργυρίου, απογόνων του Τσιορμπατζή. Το κενοτάφιο στο Πύθιο σωζόταν έως το 1941, ενώ σήμερα στη θέση βρίσκεται νεωτερικό παρεκκλήσι.

Η πόλη μετά τη επανάσταση: Παρά την τραγική κατάσταση οι τοπικές εσωτερικές διαμάχες και τα προβλήματα εντείνονται. Ο Καλλίνικος επανέρχεται διαρκώς στο θέμα της ενδημίας του στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να αντιμετωπίσει κάποια σοβαρή ασθένειά του. Εκτός αυτού, η Μητρόπολη αδυνατεί να ανταποκριθεί στις βαρύτατες οικονομικές υποχρεώσεις προς το Πατριαρχείο, καθώς εντάσσεται στις εκκλησιαστικές επαρχίες οι οποίες είναι «σωζόμεναι ανεπηρέαστοι» από τα γεγονότα των προηγούμενων ετών και έτσι επιβαρύνεται με ένα σημαντικό χρέος, ύψους 57.000 γροσίων.

Το Νοέμβριο του 1821 καρατομείται στο Διδυμότειχο, όπου είχε εξοριστεί, όταν έπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου, ο Αλβανός Ισμαήλ Πασάς, ο επονομαζόμενος Πασόμπεης, πασάς των Ιωαννίνων και αρχηγός της εκστρατείας εναντίον του Αλή Πασά, το 1820-1821. Ο θηριώδης Αβδούλ-Αμπούτ πασά, γνωστός ως Λουμπούτ Πασά, όχι πολύ μετά την καταστροφή της επαναστατημένης Νάουσας, το 1822, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται στο κάστρο του Διδυμοτείχου επί εξάμηνο και αποκεφαλίζεται  στη μικρή πλατεία που βρισκόταν στη διασταύρωση των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Βασιλέως Αλεξάνδρου και που από το γεγονός αυτό έλαβε το όνομα Βεφάτ-Γιερή, δηλαδή «θανάτου τόπος». Λίγο μετά, στην πόλη εξορίζεται και πεθαίνει ο κεχαγιάς της Φιλιππούπολης Αναστάσιος Παπάζογλου, όταν αποκαλύπτεται ότι το 1827 είχε καταχραστεί μεγάλο χρηματικό ποσό της ελληνικής κοινότητας της πόλης.

Ο βαρύτερος εφιάλτης για την πόλη είναι οι επιδημικές ασθένειες. Είναι τέτοιο το τίμημα για το Διδυμότειχο, ώστε δημιουργείται θρύλος[1] για ξένη γοητευτική γυναίκα η οποία  παρέμενε για καιρό στην πόλη, και αφού προσείλκυε εραστές κάθε τάξης και ηλικίας με περίεργο μυστικό θέλγητρο, τους δηλητηρίαζε και τους έθαβε σε μεγάλο λάκκο με ασβέστη. Παρά το ότι η κυρία αυτή σκανδάλιζε έντονα την πόλη κανένας δεν είχε τη δυνατότητα να αντιδράσει.

Μία τέτοια επιδημία πανώλης κατά το έτος 1826 οδηγεί την Μητρόπολη στο να φέρει από το Άγιο Όρος την Αγία Ζώνη, πληρώνοντας «φαγούραν και κυράν των ηγουμένων». Κατά τα έτη 1826-1828 εμφανίζονται μεγάλα έξοδα για μόρτυδες. Μόλις το Σεπτέμβριο του 1827 αναφέρεται “ολίγη παύσις της πανώλης”[2]. Εκ νέου, το 1832 μνημονεύονται έξοδα «μόρτιδων της χολής», αλλά και πληρωμή σε ιατρούς. Το 1838, για άλλη μία φορά η πανώλη επισκέπτεται την πόλη. Τότε κατασκευάζεται πρόχειρο νοσοκομείο κοντά στα εβραϊκά νεκροταφεία. Το 1848 και το 1855 εμφανίζεται χολέρα η οποία ερημώνει για ένα διάστημα την πόλη, καθώς όσοι επιβιώνουν «δραπετεύουν» στα χωριά της περιοχής.

Το 1828 ο μητροπολίτης Καλλίνικος καταγγέλλεται εκ νέου από μερίδα κατοίκων ως “ταραχοποιός”, πιθανότατα λόγω της μη ανεκτής για αυτούς αυστηρότητάς του. Το Πατριαρχείο του συστήνει να συμβιβαστεί με τους Διδυμοτειχίτες και να είναι ηπιότερος μαζί τους. Το 1833 νέα καταγγελία προκρίτων με την υποστήριξη του τοπικού αγιάννη, Μπεϊλικτσή Εφέντη οδηγεί το Μητροπολίτη σε απολογία ενώπιον της Διαρκούς Συνόδου στο Φανάρι, όπου και αθωώνεται.

Capitulation de Demotika (Η παράδοση του Διδυμοτείχου στα Ρωσικά στρατεύματα το 1829)

Τον Απρίλιο του 1828 ξεσπά ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Ο ρωσικός στρατός καταλαμβάνει το Διδυμότειχο στις 10 Αυγούστου του 1829. Η παρουσία του μένει στη θύμηση των κατοίκων ως η «Πρώτη Ρουσία». Οι Καλελήδες επωφελούνται οικονομικά, καθώς λαμβάνουν ένα σημαντικό ποσό «διά το κριθάρι των ρωσσών», κάτι που αυξάνει τις υφέρπουσες εσωτερικές εντάσεις

Το τέλος του πολέμου σφραγίζεται με τη συνθήκη της Αδριανουπόλεως που υπογράφεται στις 14 Σεπτεμβρίου του 1829, με την οποία αναγνωρίζεται επισήμως η θρησκευτική ελευθερία των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και που επικυρώνεται από το Πρωτοκόλλο του Λονδίνου, στις 3 Φεβρουαρίου 1830. Η Υψηλή Πύλη ξεκινά την εφαρμογή αποτελεσματικών, σε σημαντικό βαθμό, μεταρρυθμίσεων υπέρ των υπόδουλων εθνοτήτων. Ως μία από τις συνέπειες, από το 1834 και μετά, εκεί όπου οι συνθήκες και τα μέσα των κοινοτήτων το επιτρέπουν, οι παλαιοί ταπεινοί ναοί αντικαθίστανται από νέους. Στην περιοχή του Διδυμοτείχου επί των μητροπολιτών Καλλινίκου (1821-1835) και Αβερκίου (1835-1841) παρατηρείται αξιόλογη δραστηριότητα με ανέγερση ναών, εντυπωσιακών σε μέγεθος, με κατασκευαστική αρτιότητα και με συμμετοχή τεχνιτών και καλλιτεχνών από μεγάλα κέντρα της Θράκης.

Κατά την περίοδο 1830-1835 αναφέρεται και η θητεία του τελευταίου «ντιζντάρ μπέη». Ο γιος του, Ιζέτ μπέης λόγω έσχατης πενίας αναγκάζεται να πουλήσει τα οικήματα του φρουραρχείου, Σελαμλίκ και Χαρεμλίκ. Παραμένει ο «kapou beuluk bechi”, υπεύθυνος για τη λειτουργία των πυλών, ο οποίος είναι πλέον χριστιανός.

Υποσημειώσεις

[1] Σύμφωνα με αφήγηση του Διδυμοτειχίτη  καθηγητή Αδ.Ταμβακίδη.

[2] Γεωργαντζής 1982: 232.

Copyright © 2016 https://kastropolites.com/. All Rights Reserved