ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ
- ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΡΙΝ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:
- Η παρακάτω μελέτη αποτελεί δημοσίευση της Ισλαμικής Εγκυκλοπαίδειας (*) του Θρησκευτικού Ιδρύματος της Τουρκίας και αφορά στην παρουσίαση της ιστορικής διαδρομής του Διδυμοτείχου, κυρίως μέσα από τα αρχεία της Οθωμανικής περιόδου, αλλά και υπό το πρίσμα όσων πρεσβεύει το υπόψη τουρκικό ίδρυμα. Η μελέτη έχει δημοσιευθεί στην τουρκική, όμως φέρει την υπογραφή του Ολλανδού καθηγητή ιστορίας της τέχνης Dr Machiel Kiel, ο οποίος θεωρείται αυθεντία στην Οθωμανική αρχιτεκτονική και ιστορία, καθώς για πάνω από μισό αιώνα έχει εργαστεί σε αναστηλώσεις Οθωμανικών κτηρίων στην Τουρκία και στα Βαλκάνια.
- Κατά την απόδοση της μελέτης στα ελληνικά, έγινε προσπάθεια ώστε να μην αλλοιωθεί τόσο η δομή, όσο και η έννοια του αρχικού κειμένου. Ορισμένες επικεφαλίδες προστέθηκαν σκοπίμως για να υποβοηθήσουν στον προσδιορισμό της ιστοριογραμμής. Η μελέτη πλέον των γενικών ιστορικών στοιχείων και ενδεχομένως των σκοπιμοτήτων που εξυπηρετεί, παρουσιάζει σπάνια δεδομένα και φωτίζει πτυχές μιας ιδιαίτερα σκοτεινής περιόδου, όσον αφορά στην ιστορική έρευνα για την περιοχή του Διδυμοτείχου. Υπό το παραπάνω σκεπτικό και με την κάθε επιφύλαξη, αξίζει να μελετηθεί αλλά και να αξιολογηθεί ανάλογα.
Απόδοση κειμένου: Ευάγγελος Σ. Σοβαράς (Καστροπολίτης)
ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ
Σήμερα είναι γνωστό ως Διδυμότειχο και απέχει 40 χιλιόμετρα από την Αδριανούπολη, βρίσκεται κοντά στα τουρκικά σύνορα και 20 χλμ. από τη Μακρά Γέφυρα (Uzunköprü). Είναι μια πόλη με πληθυσμό περίπου 10.000 στο Νομό Έβρου, στα δυτικά του ομώνυμου ποταμού. Μέρος της πόλης βρίσκεται σε ένα βραχώδες λόφο και το υπόλοιπο σε μια επίπεδη έκταση όπου ο Ερυθροπόταμος (Kızıl Deliçay) συνδέεται με τον ποταμό Έβρο. Στο λόφο υπάρχουν κατάλοιπα ενός μεγάλου Κάστρου της Βυζαντινής και Οθωμανικής περιόδου.
Το Διδυμότειχο ήταν η σημαντικότερη οχυρωμένη πόλη της Θράκης κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Κατά την Οθωμανική περίοδο (1361-1912) ήταν κέντρο επιστήμης και τόπος όπου έρχονταν και έμεναν κατά καιρούς Οθωμανοί σουλτάνοι. Για το λόγο αυτό, χτίστηκε ένα μεγάλο παλάτι για τους σουλτάνους στο λόφο όπου βρίσκεται το Κάστρο.
Λέγεται ότι ο Μουράτ Α΄, αργότερα ο πρίγκιπας Μουσά Τσελεμπή και ο Μωάμεθ ο Πορθητής, έζησαν εδώ μέχρι την κατάκτηση της Αδριανούπολης. Ο γιος του Πορθητή, Βαγιαζήτ γεννήθηκε επίσης εδώ. Το μεγαλύτερο τζαμί στην ευρωπαϊκή επικράτεια, το οποίο ξεκίνησε ο Βαγιαζήτ Α΄ “Κεραυνός” και ολοκλήρωσε το 1421 ο γιος του, Μωάμεθ Α΄ “Τσελεμπή”, βρίσκεται στο Διδυμότειχο. Αυτό το τζαμί, που δεσπόζει στη σιλουέτα της μικρής πόλης, εξακολουθεί να στέκεται όρθιο ακόμα και σήμερα.
ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
Το Διδυμότειχο αντικατέστησε την Πλωτινόπολη, η οποία ιδρύθηκε στην περιοχή από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.). Όταν η Πλωτινόπολη καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των βαρβαρικών επιδρομών, η πόλη αποκαταστάθηκε στο λόφο που περιβάλλεται από τον Ερυθροποταμό, από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ (527-565 μ.Χ.). Επειδή η νέα πόλη περιβαλλόταν από διπλά τείχη, ονομάστηκε Διδυμότειχο, που στα ελληνικά σημαίνει “διπλό τοίχωμα”. Το ίδιο όνομα κράτησε κατά την Τουρκοκρατία, οπότε λεγόταν «Dimetoka». Το όνομα της πόλης, που καταλήφθηκε από τον Βούλγαρο τσάρο Κρούμο το 813 μ.Χ., αναφέρεται σε μια παλιά επιγραφή ως «Κάστρον Διδυμότειχον».
Η πόλη, καταλήφθηκε από τον Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Α΄ Μπαρμπαρόσα το 1189, κατά τη διάρκεια της Γ΄ Σταυροφορίας και σχεδόν ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός σφαγιάστηκε, εκτός από γυναίκες και παιδιά (περίπου 1.500 άτομα). Κατόπιν, το 1206 δέχθηκε επίθεση από τους Βούλγαρους. Ο βουλγαρικός στρατός υπό τη διοίκηση του τσάρου Καλογιάν επιτέθηκε δύο φορές στην πόλη. Τα τείχη της πόλης, καταστράφηκαν στη δεύτερη πολιορκία και πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Λίγο μετά από αυτό, ανακατελήφθη από τους Σταυροφόρους ηγεμόνες της Κωνσταντινούπολης και αοικοδομήθηκε ξανά.
Αν και παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Βουλγάρων μεταξύ 1230-1246, ακολούθως επανήλθε στην κυριαρχία του Βυζαντίου. Η σημασία της πόλης αναβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια των βυζαντινών εμφυλίων πολέμων μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη Καντακουζηνού.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δημιουργήθηκε και στρατιωτική βάση των Τούρκων μισθοφόρων που ενεργούσαν για τον Βυζαντινό στρατό. Ειδικά των δυνάμεων του Ουμούρ Πασά (ή Aydınoğlu Gazi Umur Bey). Κατόπιν χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο επιχειρήσεων στις επιθέσεις του Ουμούρ εναντίον των Σέρβων, όπως καταγράφηκε από τον ιστορικό Ενβερί (Enveri).
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
Σύμφωνα με τα βυζαντινά χρονικά, η κατάκτηση του Διδυμοτείχου από τους Οθωμανούς πραγματοποιήθηκε το 1361, από επιδρομείς που ενεργούσαν ημιανεξάρτητοι υπό την ηγεσία του Χατζή Ιλμπέη (Hacı Ilbey). Ο Φλωρεντίνος ιστορικός Ματέο Βιλάνι (1283 – 1363) δίνει στη χρονολόγηση της κατάληψης των Οθωμανών στο Διδυμότειχο το έτος 1359 και όχι το 1361. Ως εκ τούτου, οι ιστορικοί που παραθέτουν ως πηγή τον Βιλάνι, δέχθηκαν την ημερομηνία 1359. Οι Μπάμπινγκερ, Σράινερ και Βογιατζής υποστηρίζουν ότι η πιο ακριβής ημερομηνία θα ήταν αυτή του Νοεμβρίου 1361.
Τα οθωμανικά χρονικά αναφέρουν, ότι το Κάστρο παραδόθηκε στο Χατζή Ιλμπέη ως αποτέλεσμα της σύλληψης του άρχοντα της πόλης, με την συμφωνία πως η ζωή και η περιουσία των κατοίκων θα ήταν εγγυημένες. Οι Οθωμανοί, που κατέλαβαν αυτό το μέρος, πήραν τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής του κεντρικού Έβρου και κατέλαβαν και μερικά μικρά Κάστρα, όπως το Πύθιο (Kuleli Burgaz), το Φερύγγιον – χωριό Εφραίμ (Efremköy) και το Αμμόβουνο (Simavna) όπου η γενέτειρα του Σεΐχη Μπεντρεντίν.
Ότανοι Οθωμανοί πήραν το Διδυμότειχο, μετέτρεψαν αυτό το μέρος σε διοικητικό κέντρο επαρχίας. Στις αρχές του 16ου αιώνα, υπήρχαν τουλάχιστον 198 χωριά που ανήκαν σε αυτήν την επαρχία. Το γεγονός ότι οι Οθωμανοί σουλτάνοι ζούσαν εδώ πριν από την κατάκτηση της Αδριανούπολης και ότι ο Βαγιαζήτ Α΄ ο Κεραυνός είχε κτίσει το μεγαλύτερο τζαμί της Ευρώπης στην πόλη, αποκαλύπτει τη σημασία της πόλης σε αυτές τις πρώτες περιόδους. Το οθωμανικό παλάτι (σαράι) που έχτισε στο εσωτερικό του Κάστρου, πάνω σε παλιό βυζαντινό κτήριο, διατηρήθηκε για πολλά χρόνια.
Δεν υπάρχει καταγραφή του πληθυσμού κατά τη Βυζαντινή περίοδο μέχρι τον 15ο αιώνα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η περιοχή εντός του τείχους του Κάστρου ήταν 20 εκτάρια (εκτάριο=10 στρέμματα) και ότι συνήθως υπήρχαν 80-100 άτομα ανά εκτάριο στις βυζαντινές πόλεις, μπορεί να εκτιμηθεί ότι ο πληθυσμός εκείνη την εποχή ήταν περίπου 1.600-2.000 κάτοικοι που ζούσαν μέσα από τα τείχη.
Όπως αναφέρεται ξεκάθαρα από τον Γρηγορά και τον Καντακουζηνό, το εξωτερικό των τειχών διευρύνθηκε κατά την τελευταία περίοδο του Βυζαντίου, αλλά πιστεύεται ότι μέρος καταστράφηκε το 1342, κατά τη διάρκεια των βυζαντινών εμφυλίων πολέμων.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Οι τουρκικές οικογένειες που έφτασαν εδώ μετά την κατάληψη της περιοχής, εγκαταστάθηκαν στις ανοικοδομημένες γειτονιές έξω από το παλιό Κάστρο. Στην περιτειχισμένη περιοχή, ειδικά γύρω από τις εκκλησίες, συγκεντρώνονταν χριστιανικές οικογένειες. Αυτό που επιβεβαιώνουν οι πληροφορίες των οθωμανικών χρονικών, είναι ότι η πόλη παραδόθηκε χωρίς μάχη (και επομένως έγιναν σεβαστές οι άλλες θρησκείες).
Ο πρώτος κοινωνικός και θρησκευτικός θεσμός που ιδρύθηκε από τους Οθωμανούς στο Διδυμότειχο ήταν ο τεκές «Αμπντάλ Τζιουνεγίντ» (Abdal Cüneyd). Οι δερβίσηδες αυτού του τεκέ είχαν εγκατασταθεί εδώ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μουράτ Α΄, λίγο μετά την κατάληψη της πόλης.
Το παλαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα είναι ο μεντρεσές, που χτίστηκε από τον Βαγιαζήτ Α΄ πριν από το 1389, όταν ακόμα ήταν πρίγκιπας. Αυτό το ίδρυμα αναφέρεται ως “Medrese-i Çelebi Yıldırım Han” σε ένα αρχείο που αναφέρεται στη θεμελίωσή του στο Μητρώο (Tahrir) του έτους 1530 (BA, TD, αρ. 370, σελ. 35). Ο Εβλιγιά Τσελεμπή (1611-1682) αναφέρει ότι τον 17ο αιώνα επισκέφθηκε τον εν λόγω μεντρεσέ.
Ένας άλλος μεντρεσές, για τον οποίο υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες, ιδρύθηκε το 1400-1401 από τον Ορούτς Μπέη (Oruç Bey), γιο του Τιμουρτάς Πασά που ήταν Μπεϊλέρμπεης της Ρουμελίας. Ο Ορούτς Μπέη είχε επίσης οικοδομήσει οθωμανικό λουτρό, γνωστό ως «Λουτρό των Ψιθύρων». Η επετηρίδα της επαρχίας Αδριανούπολης του έτους 1911, αναφέρει την ύπαρξη του κτιρίου του λουτρού. Αυτό το λουτρό βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης και από το 1991 αναφέρεται ως ερειπωμένο.
Ο τάφος του Ορούτς Μπέη, ο οποίος ήταν κυβερνήτης της Ρουμέλιας για κάποιο διάστημα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μουράτ Γ΄, βρίσκεται επίσης στην πόλη (επετηρίδα της επαρχίας Αδριανούπολης [1310], σ. 340). Ο τάφος του, επισκευάστηκε τον 19ο αιώνα και διατηρείται ως ιστορικό κτίριο στην άκρη ενός παλιού μουσουλμανικού νεκροταφείου, όπου πλέον έχουν αφαιρεθεί όλες οι ταφόπλακες και είναι προσιτός για τους επισκέπτες.
Άλλες σημαντικές δομές από την περίοδο του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ είναι, ένα λουτρό που χτίστηκε από τον Αχή Ντενκ (Ahî Denk) στην συνοικία Κουγιουμτζίδικα.
ΤΕΜΕΝΟΣ “ΒΑΓΙΑΖΗΤ”
Το προαναφερθέν τέμενος Βαγιαζήτ διέθετε τέσσερις κύριους κίονες και δύο ξύλινους θόλους. Οι ξύλινοι θόλοι αυτού του κτιρίου, παρέμειναν από εκείνη την περίοδο επί αιώνες. Με την δενδροχρονολόγιση που έγινε πάνω στο ξύλινο υλικό του κτηρίου, βγήκε το αποτέλεσμα ότι οι ξύλινοι θόλοι ανήκαν στην ίδια χρονιά με τις επιγραφές επί του κτηρίου, που φέρουν ημερομηνία 1420-1421.
Ο αρχιτέκτονας του τζαμιού ήταν ο Τουγκάν ή Ντογάν. Η επιγραφή της εισόδου αναφέρει ως ιδρυτή μόνο το όνομα του Μωάμεθ Α΄ (Τσελεμπί Σουλτάν Μεχμέτ), όπως και στις επετηρίδες του 16ου αιώνα αλλά και σε αυτές του 19ου αιώνα. Στα κτηματολογικά μητρώα του 19ου αιώνα, αυτό το τζαμί αναφέρεται ως “Τέμενος αφιερωμένο στη μνήμη του νεκρού Σουλτάνου Βαγιαζήτ του Κεραυνού “.
Από όσα έχουν γίνει γνωστά, το τέμενος δεν διέθετε δικό του ίδρυμα. Τον 17ο αιώνα, οι μισθοί του προσωπικού του τζαμιού καταβλήθηκαν από τα φορολογικά έσοδα της επαρχίας της Φιλιππούπολης.
Ο ΓΑΛΛΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ
Οι πρώτες πληροφορίες για την κατάσταση του Διδυμοτείχου στην πρώτη οθωμανική περίοδο, δίνονται από τον Βουργουνδινό περιηγητή Bertrandon de la Broquière (1400-1459), ο οποίος επισκέφτηκε αυτό το μέρος δύο φορές, το 1433. Σύμφωνα με τον ίδιο, η πόλη είχε την ταυτότητα μιας καλής πόλης με ένα όμορφο Κάστρο και υπήρχαν εδώ περίπου 400 σπίτια. Ο περιηγητής αναφέρει την πόλη με το όνομα “Dimotiq“.
Κατά τη δεύτερη επίσκεψή του, ο Broquière δηλώνει ότι βρήκε αυτό το μέρος καλύτερα από την πρώτη φορά, ότι ο σουλτάνος φύλασσε εδώ τους θησαυρούς του και τους διατηρούσε.
ΔΟΜΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟ 15ο ΑΙΩΝΑ
Ορισμένα σημαντικά κτήρια χτίστηκαν στην πόλη τον 15ο αιώνα. Μεταξύ των έργων που αναφέρονται στις πηγές και ανήκουν στον αιώνα αυτόν, χτίστηκαν από τον Κουτλουτζά Μπέη, έναν από τους άντρες του Μουράτ Β΄ και από τον βεζίρη Καραγκιόζ Πασά του Βαγιαζήτ Β΄. Τα κτήρια αυτά είναι το συνοικιακό τέμενος (μετζίτι) Κουτλουτζά, ο μεντρεσές του Καραγκιόζ Πασά, το τζαμί Νασούχ Μπέη, πτωχοκομείο, ξενώνας και πανδοχείο (χάνι). Ωστόσο, κανένα από αυτά τα έργα δεν έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα.
Ο Νασούχ Μπέη, ο οποίος ήταν κυβερνήτης στα σαντζάκια της Σιλήστριας και της Αλεξάνδρειας, όταν το 1504-1505 παντρεύτηκε την κόρη του Βαγιαζήτ Β΄, Σαχ Χατούν, πήρε προίκα το Μπεϊκιόϊ (Beyköy). Εκεί έχτισε ένα τζαμί και ένα σχολείο. Η επετηρίδα της επαρχίας Αδριανούπολης του 1909 αναφέρει επίσης τον τεκέ του Καρά Μπαμπά στο χωριό Νασούχ Μπέη, που πρέπει να έχει προστεθεί αργότερα στο τοπικό ίδρυμα (βακούφι).
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ
Σχετικά με τον πληθυσμό και τη δομή του πληθυσμού του Διδυμοτείχου τον 16ο αιώνα, υπάρχουν λεπτομερείς πληροφορίες στα μητρώα και σε ορισμένες άλλες πηγές μεταγενέστερων περιόδων. Όπως γίνεται αντιληπτό από αυτές τις πηγές, το Διδυμότειχο παρέμεινε μια μικρή πόλη, διακοσμημένη με κτίρια που αντανακλούσαν την ισλαμική ζωή σε όλη την οθωμανική περίοδο. Το 1516-1517 η πόλη αποτελούνταν από 203 μουσουλμανικά σπίτια που βρισκόταν σε συνολικά 10 συνοικίες, 111 χριστιανικά σπίτια που ήταν συγκεντρωμένα σε 3 συνοικίες και μια εβραϊκή συνοικία με 17 σπίτια.
Σχεδόν ο μισός μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης αποτελούνταν από ομάδες που εξισλαμίστηκαν αργότερα. Ο λόγος για τον οποίο αυτός ο αριθμός είναι υψηλός, είναι ότι κατά τον 12ο αιώνα οι Βυζαντινοί εγκατέστησαν στην περιοχή χριστιανούς τουρκόφωνους Πετσενέγκους, οι οποίοι προσηλυτίστηκαν ευκολότερα στο Ισλάμ, λόγω της γλωσσικής τους ενότητας. Η ύπαρξη πολλών χριστιανικών χωριών με τουρκικά ονόματα σε αυτήν την περίοδο επιβεβαιώνει αυτήν την υπόθεση (Akalan, Başkilise, Çekirdekli, Çobanlı, Gökçepınar, Ketenlik, Kozluca, Saltuk, Soğanlı, Üçpınar κ.λπ.).
Σύμφωνα με το Μητρώο (1528-1530), υπήρξε σημαντική μείωση του αριθμού των μουσουλμάνων στην πόλη (165 νοικοκυριά), ενώ ο αριθμός των χριστιανικών οικογενειών αυξήθηκε (145 νοικοκυριά).
Την εποχή του Μωάμεθ Γ΄ (1595-1603) σύμφωνα με το Μητρώο, υπήρχαν 365 μουσουλμανικά νοικοκυριά, 170 χριστιανικά και 28 εβραϊκά. Από αυτά τα στοιχεία, ο πληθυσμός του Διδυμοτείχου υπολογίζεται μεταξύ 2.600-2.800 και το 65% ήταν μουσουλμάνοι. Ο κατάλογος του Τζιζιγιέ (1626-1627) δείχνει ότι ο χριστιανικός πληθυσμός αυξανόταν συνεχώς.
ΔΟΜΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟ 16ο ΑΙΩΝΑ
Από τον 16ο αιώνα χτίστηκαν στην πόλη μερικοί νέοι μεντρεσέδες, τζαμί και ένα μεγάλο λουτρό (χαμάμ). Μεταξύ των νέων μεντρεσέδων αναφέρονται αυτοί του Περβίζ Εφέντι, του Τζεράχμπασι και του Αμπντούλβασι Εφέντι (1538-39). Επιπλέον χτίστηκε τζαμί και ιεροσπουδαστήριο. Τον 16 και 17ο αιώνα υπήρχαν τουλάχιστον 6 μεντρεσέδες, πράγμα που δείχνει ότι η πόλη ήταν ένα σημαντικό κέντρο επιστημών. Επιπλέον, ο Φεριντούν Αχμέτ Μπέη έχτισε τζαμί και το μεγάλο χαμάμ, για το οποίο ο Αμπντουραχμάν Χιμπρί Εφέντι γράφει ότι χτίστηκε το 1571-72 και επισκευάστηκε το 1620-21.
Ο Αμπντουραχμάν Χίμπρι, τον 17ο αιώνα δίδασκε στο μεντρεσέ του Ορούτς Πασά στο Διδυμότειχο και το 1636 κατέγραψε σύντομες, αλλά ακριβείς πληροφορίες για την κατάσταση της πόλης. Εκτός από την περιγραφή του Κάστρου και ορισμένων ιστορικών κτηρίων, κατέγραψε επίσης τον κατάλογο των καθηγητών που δίδασκαν τότε στον μεντρεσέ.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΒΛΙΓΙΑ ΤΣΕΛΕΜΠΗ – 1668
Τον Ιανουάριο του 1668 ο περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή επισκέφθηκε το Διδυμότειχο. Στην περιγραφή του αναφέρεται πρώτα στο Κάστρο της πόλης. Γράφει ότι, στο Κάστρο δεν έμεναν μουσουλμάνοι, παρά μόνο ο Φρούραρχος της πόλης. Οι μη μουσουλμάνοι (χριστιανοί) ζούσαν εκεί (εντός του Κάστρου) σε περίπου 100 σπίτια με κεραμιδένιες στέγες. Το τμήμα της πόλης έξω από το Κάστρο, αποτελούνταν από 12 συνοικίες όπου υπήρχαν ισάριθμα (12) τεμένη (τζαμιά ή μετζίτια) και επίσης υπήρχαν συνολικά 600 σπίτια (κύριες κατοικίες ή αγροικίες). Οι συνοικίες αυτές σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπή, σχηματίστηκαν γύρω από τα τεμένη κατά τον 16ο αιώνα, όπως ανέφεραν και τα μητρώα της εποχής.
Οι πληροφορίες που δίνει ο Εβλιγιά Τσελεμπή σχετικά με τους μη μουσουλμάνους (χριστιανούς) που ζούσαν μέσα στο Κάστρο πρέπει επίσης να είναι σωστές. Σύμφωνα με τα κτηματολογικά μητρώα, οι τρεις (3) από συνολικά τέσσερις (4) χριστιανικές συνοικίες, φέρουν τα ονόματα εκκλησιών (Αγίου Νικολάου, Αγίου Δημητρίου, Μοναστήρι).
Στο Μητρώο Τζιζιγιέ του 1626-1627, καταγράφεται ότι οι μη μουσουλμάνοι κατείχαν συνολικά 197 οικίες.
Υπήρχε μια ακόμη χριστιανική συνοικία, η «Αρβανίτικη» (Arnavut). Αυτή η συνοικία (περιοχή του σημερινού ναου Κοίμησης της Θεοτόκου) πρέπει να σχηματίστηκε γύρω στο 1600 με την αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών οι οποίοι είχαν επαναστατήσει, στην ορεινή περιοχή της Ηπείρου (αναγράφεται ως “Αλβανία”). Επιπλέον η ύπαρξη στην επαρχία του Διδυμοτείχου, ορισμένων χωριών με το όνομα «Αρναβούτ», ενισχύει αυτή την άποψη.
Η ελληνική επισκοπή (Μητρόπολη Διδυμοτείχου) που είχε εξαφανιστεί από τα τέλη του 14ου αιώνα, αναδιοργανώθηκε και το 1565 ενθρονίστηκε ξανά επίσκοπος στο Διδυμότειχο.
ΚΑΡΟΛΟΣ XII
Κατά τον 18ο αιώνα το Διδυμότειχο συνέχισε την ανάπτυξή του. Ο βασιλιάς της Σουηδίας Κάρολος XII, ο οποίος κατέφυγε στα οθωμανικά εδάφη, έζησε εδώ από τον Φεβρουάριο του 1713 έως τον Οκτώβριο του 1714.
ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ (1833-1835)
Μέχρι τον 19ο αιώνα, οι μουσουλμάνοι έφτασαν να αποτελούν μόνο το 32% του πληθυσμού του Διδυμοτείχου. Οι πιο ακριβείς πληροφορίες για αυτόν τον αιώνα βρίσκονται στα απογραφικά στοιχεία του 1833-1835 (BA, D.CRD, αρ. 40.194). Σύμφωνα με αυτά, υπήρχαν συνολικά δεκατρείς (13) συνοικίες, οι εξής:
- Αμπντάλ Τζιουνεγίντ (Abdal Cüneyd)
- Αρβανίτικη (Arnavut)
- Τζερτζέρ (Cercer)
- Τζιζγεντάρ ή Χαρατσί (Cizyedar/Haraççı)
- Του Φρουρίου (Hisar)
- Της Γέφυρας (Köprübaşı)
- Της Άμμου (Kum)
- Κουγιουμτζίδικα (Kuyumcu)
- Μεντρεσέ (Madrasah)
- Της Αγοράς (Pazarbeyli)
- Τάταροι (Tatarlar)
- Εβραϊκή (Jewish)
- Ζιντζιρλί (Zincirli).
Οι χριστιανικές συνοικίες μέσα στο Κάστρο αναφέρονται τότε μόνο με μία ονομασία, ως «συνοικία Φρουρίου». Ενώ καταγράφονται και δύο επιπλέον ενορίες, η μία χριστιανική (40 άτομα) και η άλλη εβραϊκή (57 άτομα), στις οποίες πιθανώς εγκαταστάθηκαν οι νεοφερμένοι στην πόλη.
Οι συνοικίες που ήταν κατοικημένες πλήρως από μη μουσουλμανικό πληθυσμό, ήταν η Αρβανίτικη (183 άτομα), η του Φρουρίου (356 άτομα) και η Εβραϊκή (374 άτομα). Πέρα από αυτές τις συνοικίες, ο υπόλοιπος πληθυσμός ήταν εγκατεστημένος στις μουσουλμανικές συνοικίες.
Οι απογραφές του πληθυσμού περιλάμβαναν μόνο τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης (ενήλικες, εφήβους και παιδιά). Αν πρόκειται για εκτίμηση, είναι απαραίτητο να ληφθεί τουλάχιστον ο διπλάσιος αριθμός για να βρεθεί ο συνολικός πληθυσμός που κατοικούσε τότε στο Διδυμότειχο. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία, ο μουσουλμανικός ανδρικός πληθυσμός ήταν 910 και ο μη μουσουλμανικός ανδρικός πληθυσμός ήταν 1.924.
Η πιο πυκνοκατοικημένη γειτονιά της πόλης ήταν η λεγόμενη «της Άμμου» με 326 άτομα, όπου που ζούσαν μαζί μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι. Ακολούθως στα Κουγιουμτζίδικα ζούσαν 14 μουσουλμάνοι και 313 μη μουσουλμάνοι), στη συνοικία της Αγοράς υπήρχαν 112 μουσουλμάνοι και 91 μη μουσουλμάνοι, στους Τάταρους 97 μουσουλμάνοι και 161 μη μουσουλμάνοι, στο Ζιντζιρλί 63 μουσουλμάνοι και 120 μη μουσουλμάνοι. Εκτός από την συνοικία της Άμμου, αποκλειστικά μουσουλμάνοι ζούσαν στο Τζερτζέρ (69 άτομα) και στο Τζιζγιεντάρ (55 άτομα). Στις άλλες γειτονιές, η Αμντάλ Τζιουνεγίντ είχε πληθυσμό 81 μουσουλμάνους και 46 μη μουσουλμάνους, η συνοικία της Γέφυρας είχε 76 μουσουλμάνους και 84 μη μουσουλμάνους, ο Μεντρεσές 17 μουσουλμάνους και 62 μη μουσουλμάνους άνδρες.
Σύμφωνα με όλα αυτά τα στοιχεία, ο πληθυσμός του Διδυμοτείχου τον 19ο αιώνα ήταν 5.670. Υπολογίζεται ότι περίπου το 32% του πληθυσμού ήταν μουσουλμάνοι, ενώ τον 16ο αιώνα (στοιχεία του 1595) ήταν στο 65%. Αυτή η μείωση του μουσουλμανικού πληθυσμού που σημειώθηκε στην πόλη, παρατηρήθηκε και στην γύρω περιοχή. Ενώ το 1528-1530, το 78% του πληθυσμού της περιοχής ήταν μουσουλμάνοι, το 1835 το ποσοστό έπεσε στο 52%.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
Τα διοικητικά όρια της επαρχίας (Καζάς), άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου. Από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα, η Μακρά Γέφυρα (Uzunköprü) και τα περίχωρά της περιλαμβάνονταν στα όρια της επαρχίας του Διδυμοτείχου, αλλά αργότερα αυτό το μέρος αποσπάστηκε. Ομοίως, ορισμένα χωριά του Διδυμοτείχου αποδόθηκαν στην περιοχή του Σουφλίου.
Το 1835, ο Καζάς Διδυμοτείχου αποτελείτο από περισσότερα από 130 χωριά, μαζί με τις κοινότητες Cebel και Sahra.
Το 1878, από ένα μεγάλο τμήμα της περιοχής συγκροτήθηκε ο Καζάς του Ortaköy (σημ. Ivajlovgrad Βουλγαρίας).
Μετά το 1878, στην περιφέρεια του Διδυμοτείχου ο αριθμός των χωριών ήταν πλέον σαράντα δύο (42), τα οποία χωρίστηκαν σε τέσσερις (4) κοινότητες που ονομαζόταν:
- Καρατζά Χαλίλ (σημ. Ελαφοχώρι)
- Καρά Κιλισέ (σημ. Μαυροκλήσι)
- Κουλελί Μπουργκάζ (σημ. Πύθιο) και
- Σαλτούκ (σημ. Λάβαρα).
ΦΡΟΥΡΑ ΚΑΙ ΒΑΚΟΥΦΙΚΟΣ ΦΟΡΟΣ
Επειδή το Διδυμότειχο βρισκόταν στο εσωτερικό της Θράκης, δεν διέθετε μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Τη δεκαετία του 1530 στην πόλη ήταν εγκατεστημένος μόνο ένας Φρούραρχος, ένας ιμάμης και 18 στρατιώτες.
Από την Οθωμανική κατάκτηση και για μεγάλο χρονικό διάστημα, η πόλη ανήκε στο βακούφι του Βαγιαζήτ Β΄ της Αδριανούπολης. Σύμφωνα με τα κτηματολογικά μητρώα του 1528-1530, καταβαλλόταν ο συνήθης φόρος στο ίδρυμα (βακούφι). Επιπλέον εκτός από την πόλη, υπήρχαν δώδεκα (12) χωριά στην περιοχή που ανήκαν στο ίδρυμα.
ΜΠΕΚΤΑΣΙΔΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ
Σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπή, υπήρχαν πέντε τεκκέδες στο Διδυμότειχο. Ωστόσο, δεν διευκρινίζεται σε ποιες δοξασίες ή αιρέσεις του ισλάμ ανήκαν. Ο ιστορικός του 19ου αιώνα Μπαντί Εφέντι αναφέρει την ύπαρξη των αιρέσεων Μπεκτασίδων και των Νακσμπαντίδων. Και πάλι, σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπή, έζησαν στο Διδυμότειχο οι εξής όσιες μορφές του Ισλάμ: Cüneyd Baba, Sami Baba, Tabrizi Baba, Mürsel Baba, Gazi Ferhad Baba, Mollacık Efendi και Ayvaz Baba. Από αυτούς αρκετοί ήταν Μπεκτασίδες και ο πιο διάσημος ήταν ο Μιουρσέλ Μπαμπά (Mürsel Baba), πατέρας του Μπαλίμ Σουλτάν (Balım Sultan) που γεννήθηκε στο Διδυμότειχο το 1457.
Πριν πάμε από τον Balım Sultan στον Hacibektas, θα αναφερθούμε στον Σεΐχη Κιζίλ Ντελή Σουλτάν (Kızıl Deli Sultan) που ο τεκές του απέχει 32 χλμ. δυτικά από το Διδυμότειχο (σημερινό χωριό Ρούσσα). Στην Επετηρίδα της επαρχίας Αδριανούπολης με ημερομηνία 1892-93 αναφέρεται το γεγονός ότι ο τεκές του Μιουρσέλ Μπαμπά ήταν άντρο του Νακσμπαντισμού. Αυτό μάλλον οφείλεται στην απαγόρευση του Μπεκτασισμού που εκδόθηκε από τον σουλτάνο Μαχμούντ Β΄(1785-1839), οπότε μετά από αυτό, αρκετοί Μπεκτασήδες εμφανίζονταν ως Νακσμπάντιδες.
Σύμφωνα με τον Κίσλινγκ, ειδικά στα δυτικά του Διδυμοτείχου ήταν το κέντρο των Μπεκτασίδων (Beiträge zur Kenntnis, σελ. 83). Στην επετηρίδα του 1892-93, αναφέρονται επίσης οι τεκέδες Μουλσιχουντίν (Muslihuddin) και Σοφού Σαχίν (Sofu Şahin) που συνδέονται με την αίρεση Ουσακιγιέ (Uşşakiyye). Η επετηρίδα του 1909 προσθέτει επίσης τον τεκέ Ιβάζ Μπαμπά (Ivaz Baba) και τον τεκέ των Μπεκτασίδων Αμπντάλ Τζιουνεγίντ (Abdal Cüneyd).
ΡΩΣΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1877-1878
Στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878, ο ρωσικός στρατός κατέλαβε την πόλη και κατέστρεψε ολοσχερώς το παλάτι του σουλτάνου μέσα στο παλαιό Κάστρο. Αν και μέχρι σήμερα σώζεται μεγάλο μέρος του Κάστρου, ούτε μια πέτρα δεν έχει μείνει από το παλάτι (σαράι). Μια φωτογραφία των τελευταίων ημερών της Τουρκοκρατίας δείχνει την κατάσταση στην πόλη και ανήκει στην επετηρίδα της Αδριανούπολης και στο Şemseddin Sâmi’nin Kāmûsü’l-a‘lâm (III, 2216).
Σύμφωνα με τα τότε στοιχεία (1878), ο πληθυσμός της πόλης έφτασε τους 8.707 κατοίκους. Επίσης είχαν καταγραφεί επτά (7) τζαμιά, τρία (3) μετζίτια, τρεις (3) τεκέδες, τρεις (3) εκκλησίες και μια (1) συναγωγή.
ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ 1883
Σύμφωνα με την απογραφή του 1883, η κατανομή του πληθυσμού ολόκληρης της περιοχής ήταν η εξής: 8.083 μουσουλμάνοι, 16.361 Έλληνες, 1.153 Βούλγαροι, 628 Εβραίοι και 216 Αρμένιοι. Ο μικρός αριθμός μουσουλμάνων αντικατοπτρίζεται επίσης στον αριθμό των τόπων λατρείας. Συνολικά στην περιφέρεια του Διδυμοτείχου, υπήρχαν 33 εκκλησίες σε σύγκριση με τα 23 τζαμιά και τα μετζίτια. Αλλά οι μουσουλμάνοι ήταν σε καλύτερη θέση όσον αφορά τα σχολεία. Οι Χριστιανοί είχαν 13 σχολεία, ενώ οι Μουσουλμάνοι 18 δημοτικά σχολεία. Οι Βούλγαροι και οι Αρμένιοι είχαν ξεχωριστά σχολεία (Kāmûsü’l-a’lâm, III, 2217). Υπήρχε μόνο ένα γυμνάσιο στην πόλη.
ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και μετά κατά τη Βουλγαρική κατοχή, το Διδυμότειχο έπαψε να είναι τουρκο-ισλαμικό κέντρο. Το 1922 η πόλη προσαρτήθηκε στην Ελλάδα. Λόγω του ότι, οι μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν την πόλη και δεν τους δόθηκε η απαραίτητη σημασία στη συνέχεια, το Διδυμότειχο έχασε εντελώς την προηγούμενη σημασία του. Πολλά οθωμανικά κτήρια καταστράφηκαν τη δεκαετία του 1920 και του 1930.
Ο πληθυσμός της πόλης το 1961 ήταν 7.278. Σήμερα, δεν υπάρχει τουρκικός πληθυσμός στο Διδυμότειχο. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν μόνο 200 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Το μεγάλο τζαμί του Βαγιαζήτ Α΄ και τα ερείπια του βυζαντινού Κάστρου εξακολουθούν να ορθώνονται επιβλητικά στην πόλη. Αν και το τζαμί δεν χρησιμοποιείται ως τόπος λατρείας, προστατεύεται ως ιστορικό κτήριο από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Εκτός από αυτά, είναι ακόμα παρόντα σήμερα τα ερείπια δύο ιστορικών λουτρών, ο τάφος του Ορουτς Πασά, μέρος του τεμένους στη συνοικία της Γέφυρας και η δυτική πύλη του Κάστρου. Ανεξάρτητα από τη σημασία τους, τα άλλα κτίρια εξαφανίστηκαν χωρίς να μείνει ίχνος τους.
ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Κατά την Τουρκοκρατία, μερικοί διάσημοι πολιτικοί και επιστήμονες γεννήθηκαν ή δίδαξαν στο Διδυμότειχο, το οποίο ήταν κέντρο επιστήμης και πολιτισμού. Ανάμεσά τους, μπορεί να αναφερθεί ο λόγιος Şücâüddin İlyas Rûmî που γεννήθηκε στο Διδυμότειχο και είναι γνωστός και ως “Dimetokavi” δηλαδή «Διδυμοτειανός» (Διδυμότειχο περίπου 1430 – Κων/πολη 1514), ο μεγάλος βεζίρης Sürmeli Ali Pasha (Διδυμότειχο 1645 – Αδριανούπολη 1695), ο ποιητής και λόγιος (“Kadioglu”) Abdülvâsi Celebi (τέλη 14ου – αρχές 15ου αιών.) ο οποίος έγραψε το Halil-name, ένα επικό έργο από 3.693 δίστιχα για τη ζωή του προφήτη Αβραάμ. Ο Ουλεμάς (θρησκευτικός λόγιος) και συγγραφέας Taşköprizâde Ahmed Efendi (Προύσα 1495 – Κων/πολη 1561) ήταν καθηγητής στο μεντρεσέ του Oruç Pasha στην πόλη (1525).
Εν Διδυμοτείχω τη 15η Δεκεμβρίου 2021
(*) Πηγή: «Διδυμότειχο: Μια παλιά Οθωμανική πόλη στην περιοχή της Θράκης στην Ελλάδα», Dr Machiel Kiel, Ισλαμική Εγκυκλοπαίδεια του Θρησκευτικού Ιδρύματος της Τουρκίας (TDV)
Για να δείτε το πρωτότυπο κείμενο μεταβείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση