Κείμενο της Ευαγγελίας Παπαθεοφάνους – Τσουρή

Το κάστρο του Διδυμοτείχου.
Στο α΄ μισό του 14ου αιώνα συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες έφεραν το Διδυμότειχο στο προσκήνιο της βυζαντινής ιστορίας. Από τα μέσα του 13ου αιώνα η πόλη είχε προβιβασθεί σε μητρόπολη και άρχισε να αναπτύσσει στενότερες σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη. Η αυτοκρατορική διοίκηση είχε ήδη κατανοήσει απόλυτα το γεγονός ότι το Διδυμότειχο ήταν στρατιωτική βάση εξαιρετικής σημασίας για το αμυντικό σύστημα του κράτους, πράγμα που οφειλόταν σε δύο βασικούς λόγους : την καίρια γεωγραφική θέση του και την δυνατή του οχύρωση. Κατά την ταραχώδη περίοδο των εμφυλίων πολέμων του 14ου αιώνα γίνεται έδρα ανταπαιτητών του θρόνου και ορμητήριο στις επιθέσεις τους κατά του νόμιμου αυτοκράτορα. Ο Ανδρόνικος Γ΄ μεταφέρει εδώ από την Αδριανούπολη την δική του ¨πρωτεύουσα¨, την αυλή, τη διοίκηση και τις στρατιωτικές του δυνάμεις. Ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός την καθιστά επίσης έδρα του, μαζί με την πολιτική και στρατιωτική του ακολουθία. Το Διδυμότειχο εξελίχθηκε έτσι σταδιακά σε μία δεύτερη αυτοκρατορική πρωτεύουσα, με την σπουδαιότητα και την ¨αίγλη¨ που αυτό μπορεί να σημαίνει για ένα επαρχιακό ¨πολίχνιο¨ της τελευταίας βυζαντινής περιόδου, κοντά στην Πόλη του Βοσπόρου.

Το ταφικό παρεκκλήσι ή το καθολικό της μονής Παναγίας Οδηγήτριας δίπλα στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου.
Αποσπασματική και μάλλον αμυδρή μέχρι στιγμής εικόνα για την τέχνη του βυζαντινού Διδυμοτείχου, την εποχή της ακμής του, μας δίνουν σπαράγματα εντοίχιας ζωγραφικής από ανασκαφικές έρευνες των τελευταίων ετών, που έφεραν στο φως λείψανα υστεροβυζαντινών κτισμάτων-μονύδρια, ταφικά κτίσματα-μέσα στην κατοικημένη περιοχή του οχυρωματικού περιβόλου του Κάστρου. Σε αλσύλλιο βόρεια του μητροπολιτικού μεγάρου αποκαλύφθηκε ναΐσκος, ιστορημένος με τοιχογραφίες της περιόδου 1310-1330, όπως έδειξε η μελέτη των σπαραγμάτων που βρέθηκαν. Άλλο υστεροβυζαντινό παρεκκλήσι, κτισμένο επάνω σε ταφές διαφόρων εποχών, δίπλα στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου, βρέθηκε κι αυτό διακοσμημένο με τοιχογραφίες υψηλής ποιότητας, αναγόμενες σε ένα ευρύ χρονικό διάστημα από το β΄ μισό του 13ου μέχρι το β΄ τέταρτο του 14ου αιώνα.
- Σπαράγματα τοιχογραφίας στο βυζαντινό ταφικό παρεκκλήσι επάνω στο Κάστρο του Διδυμοτείχου.
- Σπαράγματα τοιχογραφίας στο βυζαντινό ταφικό παρεκκλήσι επάνω στο Κάστρο του Διδυμοτείχου.

Ο Μεταβυζαντινός Ναός του Σωτήρος Χριστού στο Κάστρο του Διδυμοτείχου.
Στις πενιχρές γνώσεις μας γύρω από το ζήτημα επιβάλλεται να προστεθεί και το έργο στο οποίο αφορά η παρούσα ανακοίνωση. Πρόκειται για αμφίγραπτη λιτανευτική εικόνα που βρίσκεται στην εκκλησία του Σωτήρος Χριστού, τοποθετημένη σήμερα σε ιδιαίτερο προσκυνητάρι, στο νότιο πρόκτισμα του ναού. Η ακριβής προέλευσή της είναι άγνωστη. Στη μία όψη της παριστάνεται η Παναγία αριστεροκρατούσα στον τύπο της Οδηγήτριας και στην άλλη η Σταύρωση. Η Οδηγήτρια, παρά την κακή της διατήρηση, παρουσιάζει καθαρά μικρή παραλλαγή του καθιερωμένου εικονογραφικού τύπου, ενώ στην Σταύρωση το θέμα αποδίδεται λιτά, με τα τρία κύρια πρόσωπα του δράματος. Τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά και των δύο παραστάσεων σε συνδυασμό με τα εικονογραφικά δεδομένα τοποθετούν την εικόνα στην περίοδο της πρώιμης παλαιολόγειας αναγέννησης, ενώ η καλλιτεχνική της ποιότητα την καθιστά ένα από τα καλύτερα δείγματα του είδους, δημιουργία εργαστηρίου της Κωνσταντινούπολης χωρίς αμφιβολία.
- Η βυζαντινή εικόνα του Σωτήρος Χριστού η οποία χρονολογείται στις αρχές του 13ου αιώνα.
- Η Σταύρωση του Χριστού στη μία πλευρά της αμφιπρόσωπης βυζαντινής εικόνας.
- Η Παναγία Διδυμοτειχίτισσα στη μία πλευρά της αμφιπρόσωπης βυζαντινής εικόνας.
Στην ίδια εκκλησία του Χριστού η δεσποτική εικόνα του τέμπλου έχει παράσταση Χριστού Παντοκράτορα. Η μορφή, εκτός από το πρόσωπο, καλύφθηκε ολόκληρη από μεταγενέστερη μεταλλική επένδυση. Στον βαθμό που η φθορά της ζωγραφικής επιτρέπει να διακρίνουμε σήμερα, κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται επίσης για παλαιολόγειο έργο.
- Αντίγραφα των δύο βυζαντινών εικόνων στο ναό του Σωτήρος Χριστού.