Η ΤΑΦΙΚΗ ΤΟΥΣ ΧΡΗΣΗ – ΤΟ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ ΤΗΣ ΤΑΦΗΣ – Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ – ΦΥΣΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΩΣ ΧΩΡΟΙ ΤΑΦΗΣ – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Έρευνα & Συγγραφή: Παναγιώτης Ιωαννίδης – Ευάγγελος Σοβαράς
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «ΕΝΔΟΧΩΡΑ» (τεύχος 44, Μάρτιος – Μάιος 1996)

“Οι Τούμπες της Θράκης” στην πρώτη τους δημοσίευση στο περιοδικό “ΕΝΔΟΧΩΡΑ” (τεύχος 44, Μάρτιος-Μάιος 1996)
Μια «ιδιομορφία» που παρουσιάζει το έδαφος της Θράκης, είναι οι πάμπολοι τεχνητοί γήλοφοι που απαντώνται σε όλη σχεδόν την επικράτειά της.
Οι γήλοφοι αυτοί κοινώς ονομάζονται Τούμπες (από το αρχ. Τύμβος -Λατ. Tumuli ή Tumili). Συναντώνται δε και ως χώματα, Κουμούλες (κατά το Tumuli), Κόκκαλα και Ντούφες.
Τύμβος στην αρχαία εποχή εσήμαινε το μέρος άπου εθάπτετο ή εκαίετο ο νεκρός και επί του οποίου συσσωρευόταν χώματα και λίθοι με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί τεχνητό ύψωμα με μορφή λόφου.
Η λέξη Τύμβος κατά τον Hσύχιο, παράγεται από το Τύφω και σημαίνει “καίω βαθμηδόν”. Η φράση “Τύμβον ποιείν” ή “Τύμβον χειν”, σήμαινε θάπτει.
Σύμφωνα με τους μελετητές οι γήλοφοι αυτοί χρησίμευαν ως ατομικοί ή ομαδικοί τάφοι επιφανών προσώπων (προϊστορικοί – ιστορικοί χρόνοι) και μετέπειτα ως Στρατιωτικοί Σταθμοί φυλάκων για την επικοινωνία με σήματα (Βυζαντινή εποχή), λόγω της δυνατότητας τέλειας παρατήρησης που παρέχουν και της οπτικής επαφής μεταξύ τους.
Σύμφωνα με τους G. Seure και N. Degrant, σε όλη τη Θράκη υπάρχουν περί τις 10.000 τέτοιοι τύμβοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων βρίσκονται στη Β. Θράκη, κυρίως στον άνω ρου του ποταμού Έβρου, ενώ στο Νότιο τμήμα του, αρκετοί συναντώνται στην περιοχή της Αίνου. Ο A. Dumont στην πεδιάδα της Φιλιππούπολης έχει μετρήσει άνω των 200 τουμπών (1869). Ως εκ τούτου η Βόρεια Θράκη μπορεί να χαρακτηριστεί ως χώρα των τύμβων. Κοντά στη Βιζύη ο Σ. Λακίδης μέτρησε 32 Τούμπες και αρκετές στην ευρύτερη περιοχή της (1899).
Ο S. Casson χρονολογεί τους Τύμβους από την Νεολιθική ή την εποχή του χαλκού.
Κατά προτίμηση βρισκόταν σε πεδιάδες, κατά μήκος ποταμών και ελωδών τόπων όπου κατοικούσαν οι αρχαίοι Θράκες κατά τον Ηρόδοτο (V, 16). Πολλοί εξ’ αυτών βρισκόταν πλησίον μεγάλων αρχαίων Θρακικών πόλεων, όπως η Ουσκουδάμα, η Βησαπάρα, η Ευμολπιάς, η Διάσπολις, η Βιζύη, κ.α.
Οι πιο απλοί ήταν σχηματισμένοι με συσσώρευση χώματος πάνω από τον νεκρό ή την τέφρα του, με τρόπο ώστε να αποτελέσει αρκετά ψηλό λόφο: “Τορνώσαντο δε σώμα θεμέλια τε προβάλοντο αμφί πυρήν, είθαρ δε χυτήν επί γαίαν ύχευαν” (Ιλιάδα, Ψ). Στην κορυφή τιθόταν συχνά αναθηματική στήλη: “Αυτάρ επεί νεκρός τ’ εκάη και τεύχεα νεκρού τύμβον χεύαντες και επί στήλην ερύσαντες τήξαμεν ακρότατο τύμβω ευήρος ερετρόν” (Οδύσσεια, Μ).
Στα Ομηρικά χρόνια η χρήση τους είναι μεγάλη. Ο κυρίως τάφος ήταν στο κέντρο της βάσης του λόφου, με τα χρόνια όμως γίνονταν ταφές και στα πλάγια του λόφου.
Στο εσωτερικά πολλών τύμβων παρουσιάζονται κτίσματα νεκρικού θαλάμου που προσομοιάζουν στους Μυκηναϊκούς και κατόπιν στους Μακεδονικούς.
Οι Τύμβοι έχουν συνήθως βάση ωοειδή και ενίοτε κυκλική, ενώ το ύψος τους ποικίλει. Κατά τον Αχ. Σαμοθράκη το ύψος τους κυμαίνεται από 3-10 μ., άλλοτε και περισσότερο. Οι αρχαιολόγοι A.B. Wace και L. Rey τους κατατάσσουν σε τρεις κατηγορίες:
• Τους κωνικούς γηλόφους, κυκλικής βάσεως, ύψους 16 μ. (ανήκουν στην ιστορική περίοδο)
• Τους ωοειδής βάσεως ύψους 13-16 μ. (ανήκουν στην Προϊστορική περίοδο)
• Τους μεγάλης επιφανείας με επίπεδη κορυφή (ανήκουν στην ιστορική περίοδο και δεικνύουν τοποθεσίες συνοικισμών ή πόλεων)
Άλλοι τύποι συναντώνται επί των βουνών και των ενδιάμεσων κοιλάδων.
********
Για την χρήση τους αλλά και το τελετουργικό της ταφής των Θρακών ο Ηρόδοτος (Ε` παρ. 8) μνημονεύει τα εξής:
“Ο ενταφιασμός των ανωτέρων εκ των Θρακών, γίνεται ως εξής: τρεις μέρες έχουν τον νεκρό και αφού σφάξουν διάφορα ιερά ζώα και θρηνήσουν το νεκρό, συντρώγουν. έπειτα εκτελούν την ταφή, καίγοντας το πτώμα ή θάβοντας το στη γη. Αφού ρίξουν από πάνω πολύ χώμα, στη συνέχεια κάνουν αγώνες”.
Συνήθως πάνω από τον τάφο, μετά την ταφή έπιναν πολύ κρασί και τελλούσαν ιπποδρομίες, με πλούσια δώρα στους νικητές (Ξενοφώντος, Ελληνικά ΙΙΙ, 2).
Μαζί με τον νεκρό τοποθετούνταν τα όπλα του, το άλογά του, ο κυνηγετικός σκύλος του, καθώς και άλλα προσωπικά του αντικείμενα.
Το έθιμο της καύσης δεν επικράτησε, αφού σε ανασκαφές μεταγενέστερων της Ομηρικής εποχής τάφων, έχουμε παρουσία σκελετών και όχι τέφρας.
Παρόμοια έθιμα αναφέρει ο Όμηρος ότι συνέβησαν κατά τον ενταφιασμό του Έκτορα στην Τροία (σημειωτέον ότι Τρώες και Θράκες ήταν συγγενικοί λαοί και γι’ αυτό το λόγο άλλωστε οι Θράκες πολέμησαν στο πλευρό τους στον Τρωικό Πόλεμο).
Επίσης στην Τερψιχόρη του Ηροδότου (V,5) έχουμε αναφορά για τους Κρήστωνες (Θρακικό φύλο κατοικών εις την χώρα της λίμνης Δοϊράνης, μεταξύ Στρυμώνος και Αξιού):
“Κάθε άντρας έχει πολλές γυναίκες. Όταν λοιπόν πεθάνει κάποιος άντρας, γίνεται μεγάλο συμβούλιο των γυναικών του και των συγγενών και φίλων του, για να κριθεί ποιά από τις γυναίκες του ήταν η πιο αγαπημένη του. Όταν αξιολογηθεί και βρεθεί η πιο προσφιλής σ’ αυτόν, αφού εγκωμιασθεί και εξυμνηθεί από τις γυναίκες και τους άντρες, σφάζεται στον τάφο από τον πλησιέστερο συγγενή της και θάβεται μαζί με τον άντρα της”.
Η ανθρωποθυσία, το βάρβαρο και απάνθρωπο αυτά έθιμο, είναι λείψανο του πρωτόγονου πολιτισμού των Αρίων και θεωρούνταν εξιλαστήριο.
Όσοι θέλανε να παντρευτούνε κάποια από τις χήρες, κατέθεταν στην πυρά όπλα και χρήματα και παρακαλούσαν την ψυχή του νεκρού ή να δεχτεί την αξία της γυναίκας σε χρήματα ή να μονομαχήσει με άλλον προτιθέμενο μνηστήρα.
Κατά τον Βούλγαρο αρχαιολόγο G. Kazaroff: “Η θυσία της προσφιλούς γυναίκας στο θάνατο του άνδρα της, επιβεβαιώθηκε από τις ανασκαφές επί Τυμβών”
Οι Γέτες (Θρακικό φύλο που κατοικούσε μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου), είχαν δέκα και πλέον γυναίκες, οι οποίες φονευόταν μετά το θάνατο του συζύγου τους.
Οι Τραυσοί (Θρακικός λαός που κατοικούσε επί των μεσημβρινών υπωρειών της Ροδόπης), είχαν εντελώς διαφορετικά έθιμα: κλαίγανε γύρω από το νεογέννητο για τις δυστυχίες που θα συναντήσει, ενώ έπαιζαν και γελούσαν όταν έθαβαν κάποιο νεκρό, γιατί απαλλάχτηκε από τη ζωή και απέκτησε αιώνια ευδαιμονία (Ηρόδοτος, V-4).
Οι κατασκευές αυτές εξακολουθούν με μια αδιάλειπτη συνέχεια εώς και κατα της πρώτους αιώνες μ.Χ.
Από τον 4ο μ.Χ. αιώνα, η περιοχή της Θράκης γίνεται το θέατρο των εξελίξεων επί των τριών Ηπείρων του τότε γνωστού κόσμου και επίκεντρο επιβουλών των βαρβαρικών φύλων.
Οι Βυζαντινοί κατανοώντας την σπουδαιότητα της άμεσης επικοινωνίας που παρείχαν οι γήλοφοι, λόγω της οπτικής επαφής μεταξύ τους, τους μεταχειρίστηκαν ως Στρατιωτικά Φυλάκια. Μέσω της επικοινωνίας των φυλακίων αυτών δια σημάτων (φωτιές), επιτύγχαναν την έγκαιρη προειδοποίηση για την αντιμετώπιση εισβολέων, εξασφαλίζοντας πολύτιμο χρόνο για αμυντική οργάνωση:
«Οι δε τούτω φρουροί, της εκδρομής λαμβάνοντες αίσθησιν πυρσόν ανήπτον . . . και ούτω κατά διαδοχήν πυρσεύσοντες γνώσιν εν ακαρεί παρείχον τω βασιλεί και οι των χώρων κάτοικοι πυνθανόμενοι τειχήρεις εγένοντο και τας εκδρομάς διεδίδρασκον . . .»
Γύρω από της σύγχρονες πόλεις και χωριά της Θράκης που παρουσιάζουν ιστορική συνέχεια, έχοντας αντικαταστήσει της Βυζαντινές – Ρωμαϊκές πόλεις, οι οποίες πάλι είχαν κτισθεί επί των ερειπίων των αρχαίων Θρακικών πόλεων, κατά γενικό κανόνα βρίσκονται τέτοιοι τύμβοι. Μάλιστα εντός πολλών σύγχρονων νεκροταφείων, αυτών των κέντρων, απαντώνται τούμπες, καταδεικνύοντας την συνέχεια των φυσικών χωρων ταφής από τα πανάρχαια χρόνια.
Από ορισμένους ενισχύθηκε η άποψη ότι η ανέγερσή τους εξυπηρετούσε μόνον στρατιωτικούς λόγους. Υποστηρικτές αυτής της άποψης ήταν ο Δανός αρχαιολόγος Ch. Kingh και ο Βαυαρός αξιωματικός K. Demih (1907), οι οποίοι ως φαίνεται δεν γνώριζαν τις αποκαλύψεις των ανασκαφών λίγα χρόνια πριν (1899-1903), από τους Seure και Degrant, στην περιοχή της Φιλιππούπολης.
Αναφορά για την ύπαρξη σημαντικού περιεχομένου εντός των τύμβων, έχουμε από τους αρχαιοτάτους χρόνους. Στον Τύμβο του Πρωτεσίλαου (ήρωα του Τρωικού Πολέμου), που σώζεται στην Ελαιούντα της Θρακικής χερσονήσου, στην είσοδο του Ελλήσποντου, υπήρχε πλούσιος ναός αφιερωμένος στον θεοποιημένο ήρωα και τάφος τον οποίο εσύλησε ο Ύπαρχος του Ξέρξη Αρταύκτης κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων.
*******
Η αρχαιολογική σκαπάνη μόλις τον περασμένο αιώνα έφερε στο φώς ευρήματα που αποδεικνύουν την ταφική τους χρήση και δίνουν μια εικόνα της προϊστορίας και της ιστορίας της περιοχής.
Οι πρώτες οργανωμένες ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν από την Αρχαιολογική Γαλλική Σχολή, σε τύμβους της περιοχής Φιλιππουπόλεως, με 1.800 ευρήματα, που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σόφιας, όπως αγγεία, ειδώλια, σκεύη, κ.α. Σημαντικότατο εύρημα είναι ο Δακτύλιος του Εζέροβο (Επαρχία Φιλιππουπόλεως), του 5ου π.Χ. αιώνα, γραπτό μνημείο της Θρακικής γλώσσας με Ελληνικούς χαρακτήρες.
Τύμβοι όμως ανεσκάφησαν και παλαιότερα, όπως αναφέρει ο Μελισσηνός Χριστοδούλου στην “Περιγραφή των Σαράντα Εκκλησιών, 1881”:
“Παρά τη θέση Ασά-Μπουνάρ υπάρχει παμμεγέθης γήλοφος, κοινώς τούμπα, Τουρκιστί τεπέ (αρχαίος τάφος), από τον οποίον κτίριον τι ανακαλυφθέν εν έτει 1828 κατά την ανασκαφήν . . .”
Άλλες ανασκαφές που έγιναν στις Σαράντα Εκκλησιές, έφεραν στο φως τα οστά αρχαίου πολεμιστή, χρυσό κράνος, θώρακα και όπλα επιμελώς επεξεργασμένα και σκελετό αλόγου.
Παρά το Pazardzik (Βουλγαρία), την αρχαία Βησσαπάρα, και επί της δεξιάς όχθης του ποταμού Έβρου, υπήρχε τύμβος, οποίος ανασκαφείς το 1872, έφερε στο φως πολλά αρχαία αγγεία, οικιακά σκεύη, κακότεχνα ειδώλια ανθρώπων, επίσης δε και αετό από λευκό μάρμαρο.
Μεταξύ των διαφόρων ευρημάτων του κατά το 1903 ανασκαφέντος τύμβου του Costievo ή Μοναστίρ-Τεπέ, ΒΔ της Φιλιππουπόλεως, ευρέθησαν αρκετοί τάφοι, που περιείχαν διάφορα κτερίσματα. Ο τύμβος αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως νεκροταφείο. Δεν είναι όμως εύκολο να καθορισθή η χρονολογία αυτού, καθότι οι διαδεχόμενοι αλλήλους Θρακικοί λαοί χρησιμοποιούσαν το ίδιο μέρος ως τόπο ταφής, κατά τρόπο ώστε οι τάφοι των ανώτερων στρωμάτων να είναι σχεδόν μεταγενέστεροι. Μεταξύ άλλων βρέθηκαν δώδεκα περίπου τεμάχια αναθήματος, παριστώντα τον ήρωα Θράκα Ιππέα και διάφορα νομίσματα του Ροιμητάλκου Α´ (εποχή του Αυγούστου). Επίσης βρέθηκαν έντεκα σκελετοί ανθρώπινοι ενταφιασμένοι απ’ ευθείας στο χώμα, με τα πόδια στραμένα προς την ανατολή.
Άλλοι πάλι τάφοι απεκαλύφθησαν λόγω τυχαίας ανασκαφής, όπως αυτός των Λαγυνών Έβρου, πρόσφατα. Συγγενικός του στην κατασκευή είναι και ο τάφος στον οικισμό Δάφνης Διδυμοτείχου, που απεκαλύφθη το 1949 από κατοίκους της περιοχής. Είναι οριζόντια κτίσματα, από λευκούς λίθους και αποτελούνται από διάδρομο, προθάλαμο και κυρίως θάλαμο. Είναι δε του 3ου-4ου αι. π.Χ.
Στα Ρίζια, κοντά στον Κέραμο, σε τύμβο, βρέθηκαν αντικείμενα της πρώιμης εποχής του σιδήρου, της κεραμικής εποχής του 9ου-8ου αι. π.Χ. Εντός του τύμβου υπήρχε λάκκος, όπου έγινε η καύση του νεκρού, με στάχτες και κάρβουνα.
Σε τύμβο που ανασκάφηκε στα Δίκαια βρέθηκε κεραμοσκεπής τάφος, με διάφορα αγγεία, ένα χρυσό δαχτυλίδι με το αποτύπωμα ενός ποδιού, δυο χρυσά σκουλαρίκια και χάντρες. Βρέθηκαν επίσης νομίσματα του 2ου μ.Χ. αιώνα. Στο ίδιο τύμβο βρέθηκαν άλλοι δύο τάφοι, μεταγενέστεροι, μάλλον του 2ου αι. μ.Χ., με αγγεία με τέσσερις λαβές, χάλκινη πόρπη, λυχνάρια και γυάλινα αγγεία.
Στον Άρζο σε ανασκαφή τύμβου βρέθηκαν: χάλκινο κράνος και χάλκινη ραμφόστομη οινοχόη, χάλκινος μικρός κάδος καθώς και ασημένια: κάλυκας, οινοχόη και κύπελλα. Ο τύμβος έχει χρονολογηθεί στον 4ο αι. π.Χ. Τα αντικείμενα εκτίθενται στο Αρχ. Μουσείο Κομοτηνής.
Η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, τα τελευταία χρόνια έχει εντείνει τις προσπάθειες ανασκαφής Τύμβων, κυρίως στην περιοχή του Β. Έβρου (περιοχή Διδ/χου και Ορεστιάδος) με αξιόλογες ανακαλύψεις.
Αρκετοί όμως Τύμβοι περιμένουν την αρχαιολογική σκαπάνη, να φέρει από τα έγκατά τους στο φως κομμάτια από την αρχαία ιστορία μας. Κι ενώ για τους απλούς ανθρώπους οι τούμπες αποτελούν άγνωστα μνημεία, ο Γάλλος αρχαιολόγος Al. Dumont κατά τον περασμένο αιώνα έγραφε:
“Οι Τύμβοι αυτοί περικλείουν την Ιστορία της αρχαίας Θράκης”.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Boue A., “La Turquie d’ Europe”, 1840
– Casson S., “Macedonia, Thrace and Illyria”
– Dumont A., “Melanges d’ Archeologie et d’ Epigraphie”, 1892
– “Θρακικά”, Τόμος 30, 1959
– Kazaroff G., “Bull. de la societe archeol. Bulg.”, Tάμος V, 1915
– Λακίδη Σ., “Ιστορία της Επαρχίας Βιζύης και Μηδείας”, 1899
– Παπαμιχαήλ Γ., “Η καύσις των νεκρών”, 1912
– Πομπώνιος Μέλας, “Chorographia”
– Rey L., “Les premiers habitats de la Macedoine”, 1921
– Σαμοθράκης Α., “Λεξικόν Ιστορικόν, Γεωγραφικόν της Θράκης”, 1963
– Σαμοθράκης Α., “Ιστορία της Θράκης”, Τόμος πρώτος, 1939
– Schulze J, “Neugriechenland”
– Seure G., Degrant N., “Exploration de quelques tells de la Thrace, in: Bulletin de correspondance Hellenique”, 1906
– Τριαντάφυλλος Δ., Αρχαιολογικό Δελτίο 30 (1975)
– Wace A.J.B., “The mounts of Macedonia” (Annual British School of Athens,1913-14)
– Χρυσοχόου Μ., “Αι Τούμπαι”, Επετηρίδα Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού, 1907
– 1η Αρχαιολογική συνάντηση στο Δημ. Θέατρο Αλεξ/πολης, 24-4-91, παρουσίαση Δ. Τριαντάφυλλος

Εξωτερική άποψη του Θρακικού Τύμβου στη Δάφνη Ελαφοχωρίου Διδυμοτείχου.

Η είσοδος του Θρακικού Τύμβου στη Δάφνη Ελαφοχωρίου Διδυμοτείχου.

Προθάλαμος του Θρακικού Τύμβου στη Δάφνη Ελαφοχωρίου Διδυμοτείχου.

Κυρίως θάλαμος του Θρακικού Τύμβου στη Δάφνη Ελαφοχωρίου Διδυμοτείχου.