Πριν από την έναρξη του πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940, η συγκροτηθείσα Ταξιαρχία Έβρου, είχε τομέα ευθύνης της, από την λίμνη Βιστωνίδα και τον Έβρο.
Η κύρια συμμετοχή της στον πόλεμο ήταν μετά την γερμανική επίθεση.
Κατά την γερμανική εισβολή στην Θράκη είχε στην δύναμη της τρία τάγματα πεζικού, που είχαν έδρα, το Ι στην Κομοτηνή, το ΙΙ στο Σουφλί και το ΙΙΙ στο Πύθιο Διδυμοτείχου, στην ευθύνη της είχε το Οχυρό της Νυμφαίας Κομοτηνής και το Λόχο Πολυβόλων θέσεως. Με τις δυνάμεις της αυτές προέβαλε και αντέταξε σθεναρή και ηρωική άμυνα στις πολυπληθείς γερμανικές δυνάμεις επί δύο ημέρες στον τομέα ευθύνης της.
Μετά όμως την περίσχεση του Οχυρού της Νυμφαίας, αφού αποκόπηκε στην Θράκη αναγκάστηκε να συμπτυχθεί και σύμφωνα με τα σχέδια επιχειρήσεων την 7 Απριλίου1941, πέρασε τον Έβρο ποταμό από την περιοχή Κήπων – Υψάλων και κατέφυγε σε τουρκικό έδαφος. Με την είσοδο της Ταξιαρχίας στην Τουρκία, οι τουρκικές αρχές παρ’ όλα τα συμφωνηθέντα, διέταξαν τον αφοπλισμό των αξιωματικών και των οπλιτών της.
Η ενέργεια αυτή προκάλεσε βαρύτατο ψυχικό κλονισμό και πόνο στον Διοικητή της υποστράτηγο Ζήση Ιωάννη και μη αντέχοντας την όποια κριτική στις 9 Απριλίου 1941, με πιστόλι που είχε κρύψει, αυτοκτόνησε. Μετά τον θάνατο του την διοίκηση της Ταξιαρχίας ανέλαβε ο αρχαιότερος των αξιωματικών της, ταγματάρχης πεζικού ΚΟΛΟΚΟΥΡΗΣ Χαράλαμπος, διοικητής του Ι τάγματος Κομοτηνής και ανέθεσε την διοίκηση του τάγματος στον ταγματάρχη πεζικού ΓΚΟΥΝΤΑ Ιωάννη, του επιτελείου της ταξιαρχίας..
Μετά τον αφοπλισμό της και μέχρι να ληφθεί απόφαση για την τύχη τους, οι Τούρκοι τους χαρακτήρισαν “φιλοξενούμενα στρατεύματα” και την 19 Απριλίου 1941, μεταφέρθηκαν σε ειδικά στρατόπεδα στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας. Εκεί ο διοικητής της, προέβη σε αλλεπάλληλα διαβήματα και παραστάσεις τόσο στις στρατιωτικές τουρκικές αρχές, όσο και στις ελληνικές διπλωματικές στην Σμύρνη και Άγκυρα, για να ληφθεί απόφαση για την τύχη τους..
Εκεί όμως οι διοικητές των ΙΙ και ΙΙΙ ταγμάτων καθώς και αξιωματικοί και ένας αριθμός οπλιτών διαφώνησαν έντονα για την στάση που θα έπρεπε να τηρήσουν. Οπλίτες , νεοσύλλεκτοι και ορισμένοι έφεδροι αξιωματικοί ζήτησαν να επιστρέψουν στην ήδη κατεχόμενη Ελλάδα.
Οι υπόλοιποι ζήτησαν να συνεχίσουν τον αγώνα με την μεταφορά τους στην Κρήτη η οπουδήποτε αλλού. Η διαφωνία αυτή είχε ως αποτέλεσμα την απειθαρχία και η διαίρεση των αξιωματικών και οπλιτών και την εκδήλωση ομαδικής ανυπακοής οπλιτών των ΙΙ και ΙΙΙ ταγμάτων, που αρνήθηκαν την συμμετοχή τους στις ασκήσεις. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την άφιξη στην Πέργαμο 40 αξιωματικών και αριθμού οπλιτών και προσφύγων από τα νησιά του Αιγαίου, που ήδη κατέλαβαν οι Γερμανοί.
Τελικά στην Πέργαμο συγκεντρώθηκαν 140 περίπου αξιωματικοί, 2.200 οπλίτες του στρατού, 575 νεοσύλλεκτοι της Ταξιαρχίας Έβρου, που δεν είχαν προλάβει να φορέσουν την στρατιωτική στολή και 200 ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ ως επίσης και 3.000 πολίτες πρόσφυγες.
Για την κατάσταση αυτή που επικρατούσε, ενημερωνόταν συνέχεια ο στρατιωτικός ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας στην ΄Αγκυρα, ο συνταγματάρχης Μηχανικού ΑΠΟΚΟΡΙΤΗΣ Ευάγγελος, που με διαβήματα του στην Τουρκική κυβέρνηση, προσπαθούσε να πετύχει την μεταφορά της Ταξιαρχίας Έβρου και όλων των συγκεντρωθέντων , που επιθυμούσαν να μεταβούν στην Μέση Ανατολή. Η τουρκική κυβέρνηση έδειχνε την δυσαρέσκεια της, εξ αιτίας της ουδετερότητας της γιατί φοβόταν μήπως γίνει γνωστή η μεταφορά και για το λόγο αυτό την ανέβαλε συνέχεια και δεν έδινε την πολυπόθητη έγκριση και διευκόλυνση της αναχώρησης. Υστερα από πολλές αναβολές τελικά το α. δεκαήμερο του Ιουνίου 1941, δόθηκε η άδεια για αναχώρηση 144 αξιωματικών και 1500 οπλιτών.
Η αναχώρηση πραγματοποιήθηκε σε τρείς αποστολές.
Η ‘Α με επικεφαλής τον διοικητή του ΙΙ τάγματος ταγματάρχη πεζικού ΑΡΤΕΜΗ Χαράλαμπο και 60 αξιωματικούς, 318 οπλίτες, των ΙΙ και ΙΙΙ ταγμάτων και τμήμα ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΩΝ.
Η ‘Β αποστολή με επικεφαλής τον διοικητή του Ι τάγματος ταγματάρχη ΓΚΟΥΝΤΑ, και 40 αξιωματικούς και 435 οπλίτες του Ι τάγματος.
Και η ‘Γ αποστολή με επικεφαλής τον διοικητή της Ταξιαρχίας, ταγματάρχη ΚΟΛΟΚΟΥΡΗ, και 42 αξιωματικούς, 300 οπλίτες του Ι τάγματος, τμήμα ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΩΝ και 170 ιδιώτες πρόσφυγες.
Για την παραπλάνηση των γερμανικών κατασκοπευτικών δικτύων παρακολούθησης, επιτράπηκε να επιστρέψουν στην Θράκη τον ίδιο χρόνο 250 νεοσύλλεκτοι της κλάσεως 1941.
Το όλο εγχείρημα συνάντησε αρκετές δυσκολίες και κινδύνους.
Όλοι οι αξιωματικοί και οι οπλίτες των αποστολών φόρεσαν πολιτική περιβολή και κινήθηκαν, σιδηροδρομικά από την Πέργαμο, μέσω Αδάνων στην Μερσίνα και από εκεί με πλοία στην Παλαιστίνη. Η σιδηροδρομική κίνηση δια μέσου Χαλεπίου είχε προβλήματα, γιατί τότε στο Χαλέπι είχε τον έλεγχο ο άξονας.
Η μεταφορά της γ. αποστολής έγινε με το ατμόπλοιο “ΒΑΡΣΟΒΙΑ”, ενώ 5 αξιωματικοί και 108 οπλίτες της αποστολής παρέμειναν προσωρινά στη Μερσίνα και μεταφέρθηκαν αργότερα, γιατί το πλοίο δεν υπήρχαν επαρκή σωσίβια.
Το πλοίο κατά τον περίπλου της ακτής απέναντι από την Βηρυτό, βομβαρδίσθηκε από 2 εχθρικά αεροπλάνα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 3 οπλίτες και να τραυματιστούν 2 αξιωματικοί και 7 οπλίτες.
Στις 22 Ιουλίου 1941 ο αντισυνταγματάρχης πεζικού ΧΑΤΖΗΣΤΑΥΡΗΣ Γεώργιος, περιερχόταν με ειδική αποστολή σε διάφορες τουρκικές πόλεις, από το Κάϊρο, για να ρυθμίζει τις διαδικασίες προώθησης στην Μέση Ανατολή των στρατευσίμων που διέφευγαν από την Ελλάδα στην Τουρκία.
Επισκέφτηκε και την Πέργαμο, όπου συνάντησε τους 1000 περίπου στρατεύσιμους που παρέμειναν εκεί , αρνούμενοι να μεταφερθούν στην Αίγυπτο.
Εκεί διεπίστωσε ότι η άρνηση τους οφειλόταν στον επηρεασμό των στρατευσίμων ,μικρής ομάδας αξιωματικών και οπλιτών, που καλλιεργούσαν την ιδέα επιστροφής στην κατεχόμενη Ελλάδα και στην φιλοαξονική στάση των τουρκικών στρατιωτικών αρχών, που έθεταν διάφορα εμπόδια στην μετακίνηση τους και επίσης στην έλλειψη συντονισμού και ενημέρωσης του Έλληνα στρατιωτικού ακόλουθου στην Άγκυρα και των Ελληνικών προξενικών αρχών στις τουρκικές πόλεις. Τελικά, μόνο μικρός αριθμός αξιωματικών και οπλιτών αυτής της κατηγορίας μεταφέρθηκαν στην Αίγυπτο.
Οι υπόλοιποι που έμειναν στην Πέργαμο, μεταφέρθηκαν αργότερα με διαταγή των τουρκικών αρχών στην πόλη Νίγδη, στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπου υποχρεώθηκαν να εργαστούν κάτω από δυσμενείς συνθήκες, για την κατασκευή μίας σιδηροδρομικής γραμμής.
Τελικά από το σύνολο της Ταξιαρχίας ΄Εβρου και από τους άλλους στρατεύσιμους, που συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδα της Περγάμου, μεταφέρθηκαν στην Τζενέϊφα Σουέζ της Αιγύπτου συνολικά, 166 αξιωματικοί, 1083 οπλίτες και 170 ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ και ιδιώτες.
Κατά την συγκρότηση των ελληνικών δυνάμεων στην Μέση Ανατολή οι άνδρες της Ταξιαρχίας ΄Εβρου εντάχθηκαν στην Ιη Ελληνική Ταξιαρχία Ο ταγματάρχης ΚΟΛΟΚΟΥΡΗΣ Χαράλαμπος τοποθετήθηκε από 23-6-1941, μέχρι τον Απρίλιο του 1942, διοικητής στο ΙΙ ‘ τάγμα, που συγκροτήθηκε από άνδρες του Ιου και ΙΙου τάγματος της Ταξιαρχίας Έβρου.
Ο ταγματάρχης ΑΡΤΕΜΗΣ Χαράλαμπος διοικητής του ΙΙΙου τάγματος από 23-6-1941, έως τον Απρίλιο του 1942,που συγκροτήθηκε από άνδρες του Ιου και ΙΙου τάγματος της Ταξιαρχίας ΄Εβρου.
Οι άνδρες αυτοί που προερχόταν από την Ταξιαρχία ΄Εβρου καταγόταν από την Θράκη και με την συμμετοχή τους στην δράση της Ιης Ελληνικής Ταξιαρχίας, έγραψαν σελίδες δόξης.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
_______________
Το παρόν επεξεργασμένο κείμενο πάρθηκε από ψηλάφηση των ιστορικών εκείνων γεγονότων από το βιβλίο ‘ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ( 1941- 1945έκδόσεων του Γ.Ε.Σ.